Αυτόχθονες φυλές χοίρων που εκτρέφονται στην Ελλάδα
Ο Ελληνικός χοίρος
Οι φυλές των αυτόχθονων χοίρων είναι πλήρως προσαρμοσμένες στο περιβάλλον της χώρας, λόγω της φυσικής τους επιλογής για πολλές εκατοντάδες ή χιλιάδες χρόνια.
Ο Εγχώριος Ελληνικός Χοίρος [1] είναι η μόνη ευρέως γνωστή φυλή που αποτέλεσε αντικείμενο επιστημονικής έρευνας. Εκτός του μαύρου κυρίαρχου χρωματισμού υπάρχουν καφέ-κόκκινα και λευκά-μαύρα ζώα.
Συναντάται σε διάφορες περιοχές της Στερεάς Ελλάδας, Θεσσαλίας και Πελοποννήσου. Εμφανίζεται σε δύο μεγέθη (μεγάλο και μικρό) ανάλογα με την τοπογραφία.
Το σωματικό βάρος των ενηλίκων κυμαίνεται από 60 έως 200 χλγ και φαίνεται ότι συνδέεται με το περιβάλλον διαβίωσης των ζώων. Χοίροι που ζουν σε ημιορεινές περιοχές εύκολης πρόσβασης είναι περισσότερο μεγαλόσωμοι. Δεν παρουσιάζουν γενετήσια πρωιμότητα. Η αναπαραγωγή του εγχώριου χοίρου είναι εποχική, πραγματοποιεί δύο τοκετούς το χρόνο, την άνοιξη, αλλά το μέγεθος της τοκετοομάδας δεν ξεπερνά τα 8,5 χοιρίδια, από τα οποία απογαλακτίζονται 4-5. Σε ηλικία 3-4 μηνών τα χοιρίδια φθάνουν τα 20 χλγ. Οι χοίροι ηλικίας ενός έτους αποδίδουν σφάγια 20-90 χλγ. κατώτερης ποιότητας. Το κρέας διαθέτει χονδρές ίνες, είναι ερυθρό και στερείται ενδομυϊκής εναπόθεσης λίπους.
Βιβλιογραφία
Ο Ελληνικός αγριόχοιρος
Το αγριογούρουνο [1] είναι το μεγαλύτερο και δυνατότερο θήραμα της χώρας μας. Το κυνήγι του απαιτεί την άψογη γνώση των συνηθειών του και την άριστη συνεργασία των μελών της ομάδας των γουρουνοκυνηγών, χωρίς να ξεχνάμε την απαραίτητη συμβολή ικανών γουρουνόσκυλων. Είναι το θήραμα που δεν συστήνεται για τον μοναχικό κυνηγό. Για τους γνώστες του κυνηγιού του, το αγριογούρουνο αποτελεί πρόκληση, ενώ για τους άπειρους μπορεί να είναι επικίνδυνο. Το αγριογούρουνο (Sus scrofa) ζει και αναπαράγεται σε ολόκληρη την Ευρώπη (πλην Μ. Βρετανίας και Ιρλανδίας), στη Βόρεια Αφρική, στην Κ. και Ν. Ασία. Έχει εισαχθεί στη Β. Αμερική. Στην Ελλάδα υπάρχει στη Θεσσαλία, Ήπειρο, Μακεδονία και Θράκη ενώ έχει εισαχθεί και στην Πελοπόννησο. Είναι είδος δασόβιο. Ζει μέσα σε θαμνώνες, δάση, πλατυφύλλων αλλά και μικτά. Προτιμά κυρίως δάση δρυός, καστανιάς και οξυάς. Απαντάται επίσης σε ελώδης εκτάσεις, σε γεωργικές καλλιέργειες που συνορεύουν με δασικές εκτάσεις και σε μεγάλα υψόμετρα μέχρι τα δασοόρια.
Ζει μέχρι 10 χρόνια σπανιότερα μέχρι 15 ή παραπάνω. Το βάρος του φτάνει μέχρι τα 170 κιλά. Έχει ανεπτυγμένες την όσφρηση και την ακοή, ενώ η όρασή του είναι περιορισμένη. Το τρίχωμά του αποτελείται από δύο ειδών τρίχες. Τις σμηριγγώδεις τρίχες, οι οποίες είναι μακριές, σκληρές, αραιές και αποτελούν το κυρίως τρίχωμα και τις κοντές, πυκνές και μαλακές τρίχες οι οποίες αποτελούν το υποτρίχωμα. Το τρίχωμα αλλάζει δύο φορές το χρόνο, μία τον Οκτώβριο και μία το Μάιο. Οι 4 κυνόδοντες εμφανίζονται αμέσως μετά τη γέννησή του. Οι κυνόδοντες της πάνω σιαγόνας είναι μεγαλύτεροι και ισχυρότεροι απ’αυτούς της κάτω σιαγόνας. Όλοι έχουν διεύθυνση προς τα επάνω. Τα αρσενικά άτομα φέρουν αρκετά μεγαλύτερους κυνόδοντες από τα θηλυκά. Όταν κλείνουν οι σιαγόνες , η εξωτερική πλευρά των πάνω κυνοδόντων έρχεται σε επαφή με την εσωτερική πλευρά των κάτω. Το μέγεθος της αποτριβής της εσωτερικής πλευράς των κυνοδόντων της κάτω σιαγόνας είναι διαγνωστικό στοιχείο της ηλικίας του ζώου. Στα ανήλικα είναι ανύπαρκτη ενώ με το πέρασμα των ετών αυξάνει. Άλλο διαγνωστικό της ηλικίας είναι ο τρόπος με τον οποίο σκάβουν το έδαφος. Τα νεαρά άτομα σκάβουν ακανόνιστα, ενώ τα ενήλικα δημιουργούν συνεχείς κανονικές αυλακώσεις. Είναι είδος παμφάγο. Κυρίως χορτοφάγο, τρώει βελανίδια, κάστανα, διάφορα φρούτα και καρπούς, ρίζες και βολβούς τα οποία βγάζει σκάβοντας από το έδαφος. Κάνει επιδρομές στις καλλιέργειες κυρίως κοντά σε δασωμένες εκτάσεις, με προτίμηση στις πατάτες, στα παντζάρια και στα καλαμπόκια ιδίως όταν ο καρπός είναι σε γαλακτώδη μορφή. Επίσης τρέφεται με μύκητες, σκουλήκια, σαλιγκάρια, προνύμφες εντόμων, έντομα, αμφίβια, ερπετά, τρωκτικά, αυγά εδαφόβιων πτηνών και ψοφίμια. Λόγω του ότι τρωει ψοφίμια, τα οποία είναι συνήθως φορείς της τριχινιάσεως, είναι δυνατόν να μεταδώσει την ασθένεια αυτή και στον άνθρωπο, γι’αυτό συνιστάται το καλό βράσιμο του κρέατός του.