Πυρικουλάρια (Pyricularia oryzae)
Η πυρικουλάρια είναι η πιο σημαντική ασθένεια της ορυζοκαλλιέργειας στην Ελλάδα όπως και στις περισσότερες χώρες παραγωγής ρυζιού σε ολόκληρο τον κόσμο. Η ασθένεια οφείλεται στο μύκητα Pyricularia oryzae (ανάμορφο), Magnoporthe grisea (τελειόμορφο), ο οποίος έχει τη δυνατότητα να δημιουργεί πολυάριθμες φυλές με διαφορετική παθογόνο ικανότητα.
Ο μύκητας προσβάλλει κυρίως τα φύλλα, δευτερευόντως το λαιμό (μίσχο της φόβης) και τους κόμβους των φυτών. Η προσβολή στα φύλλα εμφανίζεται με τη μορφή ακανόνιστων νεκρωτικών κηλίδων χρώματος καφέ με πιο σκοτεινή περιφέρεια, πλάτους ολίγων χιλιοστών και μήκος, κατά την έννοια των νεύρων, μέχρι και πέντε εκατοστά. Η προσβολή του λαιμού οδηγεί σε σήψη και πτώση της φόβης. Οι αλλοιώσεις στους κόμβους εμφανίζονται ως μαυρίσματα. Η ένταση της ασθένειας και οι προκαλούμενες ζημίες ποικίλουν ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες και την εφαρμοζόμενη καλλιεργητική τεχνική. Οι απότομες μεταβολές της θερμοκρασίας, η διοχέτευση πολύ ψυχρού νερού και οι θερινές ομίχλες ευνοούν την ανάπτυξη του μύκητα. H κρίσιμη σχετική υγρασία του αέρα για τη βλάστηση των σπορίων του κυμαίνεται μεταξύ 92 και 96%, ενώ η άριστη θερμοκρασία για την ανάπτυξη των μυκηλιακών του υφών είναι 28οC. Η ανάπτυξη της ασθένειας ευνοείται επίσης από την αζωτούχο λίπανση των φυτών. Σύμφωνα με στοιχεία του Ινστιτούτου Σιτηρών τα τελευταία δύο έτη παρατηρήθηκαν σε ορισμένες περιοχές της Ελλάδας απώλειες στην καλλιέργεια του ρυζιού λόγω της πυρικουλάριας σε ποσοστό μέχρι και 90%. Η ποικιλία Ρωξάνη αποσύρθηκε από τη σποροπαραγωγή την τελευταία τριετία λόγω της μεγάλης ευπάθειάς της στην προσβολή από την ασθένεια.
Ο μύκητας διαδίδεται κυρίως με τον αέρα (σπόρια του μύκητα έχουν βρεθεί σε απόσταση 3 χιλ/τρων από τις εστίες μόλυνσης) και το νερό άρδευσης και κατά δεύτερο λόγο με τους σπόρους και τα υπολείμματα της καλλιέργειας. Η διαχείμαση του μύκητα γίνεται κυρίως με το σπόρο και τα φυτικά υπολείμματα του ρυζιού ή των χειμερινών σιτηρών και ζιζανίων. Χαρακτηριστικό είναι ότι το μυκήλιο σε ξηρές συνθήκες δωματίου μπορεί να επιζήσει μέχρι και τρία έτη.
Οι κύριοι ξενιστές του μύκητα είναι τα ζιζάνια Echinochloa crus-galli (μουχρίτσα) και Oryza sativa (κόκκινο ρύζι) και σε μικρότερο βαθμό το Phragmites communis (νεροκάλαμο) και η Typha latifolia (ψαθί). Είναι γνωστό ότι ποικιλίες ρυζιού ανθεκτικές στην προσβολή του φυλλώματος στο μύκητα, δεν είναι απαραίτητα ανθεκτικές και στην προσβολή της σήψης του λαιμού, ή και το αντίθετο. Τέτοιες είδους παρατηρήσεις οδήγησαν στο συμπέρασμα πως δεν υπάρχει πάντοτε συσχέτιση της ανθεκτικότητας των δύο ειδών προσβολής της πυρικουλάριας στο ρύζι.
Για την αντιμετώπιση της ασθένειας εφαρμόζονται προληπτικά μέτρα, όπως η καταστροφή των υπολειμμάτων της καλλιέργειας ή καλλιεργητικά μέτρα, όπως η πρώιμη σπορά. Συστηματική αμειψισπορά συνήθως δεν εφαρμόζεται, γιατί τα εδάφη στα οποία καλλιεργείται το ρύζι στη χώρα μας είναι αλατούχα και δεν ενδείκνυνται για άλλες καλλιέργειες. Η χρήση των σκευασμάτων δεν είναι αποτελεσματική εάν η αζωτούχος λίπανση είναι μεγαλύτερη της συνιστώμενης. Συνεχής χρήση των ίδιων σκευασμάτων έχει ως συνέπεια τη δημιουργία φυλών του μύκητα ανθεκτικών σ' αυτά. Η καλιούχος λίπανση προσδίδει στο ρύζι μια ανθεκτικότητα γιατί σκληραγωγεί τα φυτά του.
Ο καλύτερος τρόπος ελέγχου της ασθένειας είναι η καλλιέργεια ανθεκτικών ποικιλιών. Η ανθεκτικότητα του ρυζιού σ΄ αυτήν ελέγχεται από ένα έως τρία ζεύγη γονιδίων. Υψηλή συγκέντρωση αμινοξέων σε συνδυασμό με χαμηλή συγκέντρωση φαινολών και δομικών υλικών των κυτταρικών τοιχωμάτων στα φυτά αυξάνουν την ευαισθησία τους στην ασθένεια. Η δημιουργία νέων ποικιλιών ανθεκτικών στο μύκητα πρέπει να είναι συνεχής γιατί οι ποικιλίες δεν είναι σε θέση να παραμείνουν ανθεκτικές για περισσότερα από 3-4 έτη. Γι αυτό, οι ερευνητές ασχολούνται περιορισμένα πλέον με τη βελτίωση του ρυζιού για κάθετη ανθεκτικότητα και δίνουν έμφαση στη βελτίωσή του για οριζόντια ανθεκτικότητα. Η υπέρβαση της αζωτούχου λίπανσης είναι δυνατό να προκαλέσει σπάσιμο της ανθεκτικότητας ακόμα και των ανθεκτικών ποικιλιών.
Μέτρα που πρέπει να ληφθούν για τη συνέχειά της είναι:
- Αμειψισπορά των αγρών ρυζιού που προσβλήθηκαν από την ασθένεια με άλλες καλλιέργειες όπου είναι δυνατή.
- Έλεγχος των ζιζανίων που αναπτύσσονται στα αναχώματα τα οποία περιβάλλουν τους αγρούς ρυζιού. Αυτά είναι συνήθως προσβεβλημένα από το μύκητα και αποτελούν τους ξενιστές από τους οποίους ξεκινά η ανάπτυξη της ασθένειας. Έλεγχος επίσης των ζιζανίων ξενιστών του μύκητα που φύονται στις στραγγιστικές τάφρους με κάψιμο και κατά την άνοιξη με χρήση ζιζανιοκτόνων.
- Χρησιμοποίηση αποκλειστικά σπόρου σποροπαραγωγής και ιδιαίτερα Ελληνικών ποικιλιών οι οποίες γενικώς παρουσιάζουν μια μεγαλύτερη ανεκτικότητα στις προσβολές του μύκητα.
- Μη εφαρμογή επιφανειακά των αζωτούχων λιπασμάτων ουρία και νιτρική αμμωνία. Χρησιμοποίηση του λιπαντικού στοιχείου καλίου εάν διαπιστωθεί ότι υπάρχει έλλειψή του.
- Με τις επικρατούσες συνθήκες δε θα μπορούσε να ενθαρρυνθεί η βιολογική καλλιέργεια στο ρύζι αν και η μη χρήση αζωτούχων λιπασμάτων που συνεπάγεται μια τέτοια καλλιέργεια θα βοηθούσε στoν περιορισμό της εξάπλωσης της ασθένειας.
- Ενθάρρυνση για συμμετοχή σε προγράμματα έρευνας σχετικά με την αύξηση της ανθεκτικότητας των φυτών ρυζιού κατά της ασθένειας με Γενετική Τροποποίηση, για να είμεθα γνώστες των δυνατοτήτων και αυτής της προσέγγισης.
- Προώθηση άμεσα προγράμματος μελέτης της εξάπλωσης του μύκητα και των φυλών του γεωγραφικά και ελέγχου των σπόρων σποροπαραγωγής για πιθανές προσβολές τους από αυτόν. Το Ινστιτούτο Σιτηρών έχει και τη γνώση και την εμπειρία και θα μπορούσε να αναλάβει ένα τέτοιο πρόγραμμα.