Υποκείμενα λωτού
Diospyros lotus
Είναι στην παρούσα περίοδο το πιο διαδεδομένο υποκείμενο στην Ιταλία. Μας παρέχει σποριόφυτα σημαντικής ομοιομορφίας και ανάπτυξης. Παρουσιάζει ένα ριζικό σύστημα που δεν είναι πασσαλοειδές με ελάχιστα ή καθόλου ριζοβλαστήματα.
Έχει αντοχή στην ξηρασία και στο κρύο κάπως χαμηλότερη σε σχέση με το Diospyros virginiata, αλλά επαρκή για να αντέχει και στον πιο δριμύ χειμώνα των περιοχών που καλλιεργείται ο λωτός. Σε κάθε περίπτωση πάντως η ευαισθησία του στο κρύο εκδηλώνεται μονάχα τα πρώτα 6-7 χρόνια της ζωής του. Ο Diospyros lotus μας οδηγεί σε πρώιμη εφαρμογή του μοσχεύματος και μας παρέχει πλούσια παραγωγή. Είναι όμως πολύ ευαίσθητο στον καρκίνο του λαιμού (Bacterium tumefaciens).
Έχει άριστη συγγένεια τόσο με τις ευμετάβλητες όσο και τις σταθερές κατά την επικονίαση ποικιλίες, αν και οι στυφές ποικιλίες δείχνει να έχουν καλύτερη προσαρμογή μαζί του. Δεν παρουσιάζει συγγένεια μονάχα με ορισμένες ποικιλίες σταθερές κατά την επικονίαση και μη στυπτικές, όπως η Fuyu ενώ με άλλες όπως η Hachiya παρέχει επαρκή παραγωγικότητα μονάχα μετά από 8-10 χρόνια ζωής.
Diospyros kaki
Είναι Ιαπωνικής καταγωγής και θεωρείται το παλιότερο και πιο καθαρό υποκείμενο του λωτού καθότι τα σποριόφυτα προέρχονται από σπόρους ποικιλιών που καλλιεργήθηκαν κατά τον κανονικό παραδοσιακό τρόπο. Είναι επί του παρόντος το πιο διαδεδομένο υποκείμενο στην Ιαπωνία, την Κίνα και την Καλιφόρνια λόγω της ευρωστίας και της ομοιομορφίας των φυτών. Τα νεαρά σποριόφυτα στο τέλος της πρώτης τους χρονιάς, όταν και πρέπει να μεταφυτευτούν στο φυτώριο από το σπορείο παρουσιάζουν ριζικό σύστημα πολύ ευαίσθητο και με πολλά ριζικά εκβλαστήματα. Πριν την μεταφύτευση κατά συνέπεια ένα καλό μέτρο προστασίας θα ήταν να κόψουμε αυτές τις ριζικές εκβλαστήσεις (ίσως και μέρος της κεντρικής ρίζας) για να επιτρέψουμε μία καλύτερη διαμόρφωση του ριζικού συστήματος.
Σε ενήλικα φυτά παρατηρήθηκε ότι οι ρίζες απλώνονται μέχρι και 5 μέτρα από τον κορμό και φτάνουν σε βάθος μέχρι και 1,4m, αλλά το 50% του ριζικού συστήματος βρίσκεται σε βάθος μεταξύ 20-40cm. Προσαρμόζεται σε διάφορα εδαφικά περιβάλλοντα, αλλά η ανθεκτικότητα του σε εδάφη με λιμνάσματα νερού (αποτελματωμένα) είναι αισθητά κατώτερη από εκείνη του virginiata. Μας παρέχει φυτά άριστου σφρίγους και ομοιομορφίας με πρώιμη και καλή παραγωγικότητα της ποικιλίας του μοσχεύματος. Επίσης μέχρι τώρα αποδείχθηκε συγγενές με όλες τις πιο διαδεδομένες ποικιλίες.
Είναι λιγότερο ευαίσθητο, σε σχέση με τα άλλα δύο υποκείμενα στον καρκίνος. Το βασικό του μειονέκτημα είναι η ανεπαρκής αντοχή του στο κρύο και γι’αυτό τον λόγο χρησιμοποιείται στις νότιες κυρίως περιοχές και για τις μη στυφές ποικιλίες.
Diospyros virginiata
Είναι υποκείμενο αμερικάνικης καταγωγής, χώρα στην οποία διαδόθηκε ευρέως στις αρχές του προηγούμενου αιώνα για την προσαρμοστικότητα του στα διάφορα εδαφικά και κλιματικά περιβάλλοντα έστω και αν φαίνεται να προτιμά τα υπόξινα εδάφη.
Αναπαράγεται πολύ εύκολα και έχει αυξημένη σφριγιλότητα, αλλά εμφανίζει υπερβολική ανομοιομορφία εξαιτίας της ετερογένειας των νεαρών φυτών από τα οποία προέρχεται. Προσαρμόζεται πάντως με μοναδικό τρόπο σε βαριά εδάφη, εν δυνάμει ασφυκτικά και η ανθεκτικότητα του στον πάγο του χειμώνα είναι ανώτερη του Diospyros lotus.
Εξαιτίας της μικρότερης ευπάθειας και ευαισθησίας των ριζών του αντέχει καλύτερα απ’ότι τα άλλα δύο είδη την μεταφύτευση και την μεταφορά του ακόμα και σε μακρινές αποστάσεις. Έχει όμως το ελάττωμα ότι βγάζει ριζικά εκβλαστήματα σε σημαντική απόσταση από τον κεντρικό κορμό που οδηγεί σε ασυμφωνία σε ότι αφορά το σφρίγος, τις διαστάσεις και την εποχή εισόδου στην καρποφορία του φυτού.
Βιβλιογραφία
- ↑ Καλλιεργητική τεχνική και αξιοποίηση των καρπών του λωτού, πτυχιακή εργασία, του φοιτητή Κυριακάκη Γεωργίου, Χανιά 2010.