Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Υφιστάμενη κατάσταση κονικλοτροφίας"
Γραμμή 291: | Γραμμή 291: | ||
[[σχετίζεται με::Εκτροφή κονικλοειδών| ]] | [[σχετίζεται με::Εκτροφή κονικλοειδών| ]] | ||
[[πόσο αφορά σε κτηνοτρόφο::10| ]] | [[πόσο αφορά σε κτηνοτρόφο::10| ]] | ||
− | [[πόσο αφορά σε | + | [[πόσο αφορά σε επιχείρηση αγροτικής παραγωγής::20| ]] |
− | [[πόσο αφορά σε | + | [[πόσο αφορά σε επιχείρηση μεταποίησης-τυποποίησης::20| ]] |
− | [[πόσο αφορά σε | + | [[πόσο αφορά σε επιχείρηση εμπορική::20| ]] |
− | [[πόσο αφορά σε | + | [[πόσο αφορά σε επιχείρηση αγροτικών προμηθειών::20| ]] |
− | [[πόσο αφορά σε | + | [[πόσο αφορά σε επιχείρηση χρηματοδοτήσεων-επενδύσεων::20| ]] |
Τελευταία αναθεώρηση της 09:30, 9 Ιουλίου 2013
Η κονικλοτροφία στην Ελλάδα
Νέα επιχειρηματική διάσταση φαίνεται πως αποκτά η κονικλοτροφία στη χώρα μας, που έχει βγει αλώβητη από κάθε είδους διατροφικό σκάνδαλο. Με όπλο την απαράμιλλη ποιότητα του ελληνικού κουνελιού ο τομέας της κονικλοτροφίας φαίνεται να έχει μεγάλη ανάπτυξη. Όπως, όλα δείχνουν, πρόκειται για μια επικερδή εκμετάλλευση, αφού ακόμα και η σημαντική αύξηση των τιμών των ζωοτροφών, για την ώρα, απορροφάται από τους ίδιους τους εκτροφείς.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει η εφημερίδα Agrenda, κάθε χρόνο εκτρέφονται στην Ελλάδα 2,26 εκατ. κουνέλια, δίνοντας συνολική παραγωγή της τάξης των 3,81 χιλιάδων τόνων. Και μπορεί η ελληνική κονικλοτροφία να ακολουθεί μια σταθερή πορεία με ελάχιστες αυξομειώσεις την τελευταία δεκαετία, ωστόσο η χώρα μας παραμένει ελλειμματική στην παραγωγή κρέατος κουνελιού και εισάγει το 50% αυτού που καταναλώνεται κυρίως από την Ιταλία και τη Γαλλία, οι οποίες παράγουν και με πιο χαμηλές τιμές.
Το ελληνικό κουνέλι προτιμάται τόσο από τους καταναλωτές, όσο και από τα κρεοπωλεία, καθώς το εισαγόμενο έχει υποστεί την ταλαιπωρία της μεταφοράς και της διατήρησης και συνεπώς έχει υποβαθμισθεί ποιοτικά. Μάλιστα, το κουνέλι είναι το μοναδικό θηλαστικό που έχει τα ωφέλιμα ω3 λιπαρά οξέα στο λίπος του.
Η ανάπτυξη της κονικλοτροφίας στην Ελλάδα σηματοδοτήθηκε στη δεκαετία του 1970. Έως τότε, ασκούνταν με την οικόσιτη χωρική μορφή και κάλυπτε τις ανάγκες μίας αγροτικής οικογένειας για αυτοκατανάλωση, αφού εκτρέφονταν 2 έως 10 κονικλομητέρες συνήθως. Στον πίνακα παρακάτω παρουσιάζεται η εξέλιξη της παραγωγής του κουνελίσιου κρέατος στην Ελλάδα από το 2000 έως το 2008.
Έτος | ΣΦάγια (κεφαλές) | Παραγωγή κρέατος (τόνοι) | Μέση απόδοση (κιλά/ζώο) | Μέση σταθερή τιμή (δρχ./κιλό και ευρώ/κιλό) | Ακαθ. αξία παραγωγής (χιλ. δρχ και ευρώ) |
---|---|---|---|---|---|
2000 | 2.895.580 | 4.541 | 1.57 | 1,445,50 | 6.564.016 |
2001 | 2.811.870 | 4.500 | 1,60 | 1.596,80 | 7.185.600 |
2002 | 2.813.705 | 4.442 | 1,58 | 4,76 | 21.144 |
2003 | 2.997.130 | 4.847 | 1.62 | 5.18 | 25.107 |
2004 | 2.886.673 | 4.856 | 1,68 | 4,83 | 23.454 |
2005 | 2.677.857 | 4.429 | 1,65 | 4,89 | 21.658 |
2006 | 2.535.820 | 4.208 | 1,66 | 4,91 | 20.661 |
2007 | 2.412.108 | 4.050 | 1,68 | 5,12 | 20.736 |
2008 | 2.266.496 | 3.812 | 1,68 | 5,26 | 20.051 |
Κατά την πρώτη τετραετία του 1970 δόθηκαν οικονομικές ενισχύσεις από το Υπουργείο Γεωργίας για την ίδρυση κονικλοτροφικών εκμεταλλεύσεων, και έτσι ιδρύθηκαν γύρω στις 500 μονάδες δυναμικότητας 100 και άνω καθώς και 300 και άνω κονικλομητέρων. Τα πράγματα όμως δεν εξελίχθηκαν εξίσου καλά, αφού έπειτα, αφού έπειτα από 2 χρόνια οι περισσότερες μονάδες άρχισαν να περιορίζουν τη δυναμικότητά τους, καθώς και πολλές από αυτές να κλείνουν. Έτσι, έως το 1980 ο αριθμός των κονικλοτροφικών εκμεταλλεύσεων έφτασε να είναι στις 50 περίπου στην Ελλάδα. Στον πίνακα που ακολουθεί παρουσιάζονται οι κονικλοτροφικές εκμεταλλέυσεις και ο αριθμός των ζώων σ'όλη την επικράτεια.
Περιφέρεια | Αριθμός εκμεταλλεύσεων | Αριθμός ζώων |
---|---|---|
Ανατολική Μακεδονία, Θράκη | 1554 | 30471 |
Κεντρική Μακεδονία | 1842 | 2265 |
Δυτική Μακεδονία | 1069 | 632 |
Θεσσαλία | 4106 | 2131 |
Ήπειρος | 1626 | 924 |
Ιόνια Νησιά | 1055 | 3482 |
Δυτική Ελλάδα | 3421 | 4956 |
Στερεά Ελλάδα | 2226 | 3338 |
Πελοπόννησος | 5410 | 115422 |
Αττική | 401 | 23264 |
Βόρειο Αιγαίο | 4302 | 990 |
Νότιο Αιγαίο | 4496 | 1772 |
Κρήτη | 1311 | 21489 |
Η κονικλοτροφία στην κόσμο
Μέχρι πριν από λίγες δεκαετίες, η κονικλοτροφία σε ολόκληρο τον κόσμο καθώς και στην Ελλάδα, γινόταν αποκλειστικά με την οικόσιτη χωρική μορφή. Ειδικότερα, η εκτροφή κουνελιών εξυπηρετούσε ανάγκες ιδιοκατανάλωσης σε κρέας, ενώ περιοριζόταν σε μικρό αριθμό. Η κονικλοτροφία άρχισε να αναπτύσσεται εντατικότερα για την παραγωγή κρέατος, περί τα 1960 σε αρκετές χώρες. Οι μέθοδοι και τα συστήματα παραγωγής μεταβλήθηκαν και συστάθηκαν νέες μορφές σύγχρονων κονικλοτροφικών εκμεταλλέυσεων. Το μέγεθος των μονάδων αυτών, αρχίζει από 50 και πλέον κονικλομητέρες και κλιμακώνεται έως τις 200 και πλέον με τα αντίστοιχα παράγωγά τους. Στον πίνακα που ακολουθεί παρουσιάζεται η παγκόσμια και ανά ηπείρους παραγωγή κουνελίσιου κρέατος για τα έτη 2000 και 2009, σε τόνους, ενώ στον αμέσως επόμενο πίνακα παρουσιάζεται η παραγωγή κουνελίσιου κρέατος ανά ευρωπαϊκή χώρα για την οποία υπάρχουν διαθέσιμα στατιστικά δεδομένα, για τα έτη 2000 και 2008, σε τόνους.
Έτος | 2000 | 2009 |
---|---|---|
Παγκόσμια παραγωγή (τόνοι) | 1293688 | 1644937 |
Αφρική | 87981 | 94505 |
Αμερική | 230629 | 266537 |
Ασία | 429179 | 797166 |
Ευρώπη | 545899 | 486729 |
Αυστραλία | NA | NA |
NA (not available): Δεν υπάρχουν διαθέσιμα στατιστικά δεδομένα |
Χώρα | Έτος 2000 | Έτος 2008 |
---|---|---|
Παραγωγή κρέατος (τόνοι) | Παραγωγή κρέατος (τόνοι) | |
Αυστρία | 860 | 425 |
Βουλγαρία | 6735 | 11 |
Γαλλία | 84600 | 51400 |
Γερμανία | 33800 | 33600 |
Ελβετία | 1100 | 1540 |
Εσθονία | 41 | 10 |
Ισπανία | 103596 | 68686 |
Ιταλία | 221000 | 240000 |
Λετονία | 137 | 62 |
Λευκορωσία | 1000 | 600 |
Λιθουανία | 180 | 51 |
Μάλτα | 1350 | 1800 |
Μολδαβία | 200 | 728 |
Ουγγαρία | 14000 | 2760 |
Ουκρανία | 13900 | 13100 |
Πολωνία | 3600 | 2100 |
Ρουμανία | 3000 | 158 |
Ρωσία | 6500 | 11280 |
Σλοβακία | 3500 | 4000 |
Τσεχία | 38500 | 38500 |
Οι φυλές που εκτρέφονται περισσότερο στην Ευρώπη και Αμερική είναι: της Ν. Ζηλανδίας, της Καλιφόρνίας, η Πυρόξανθη της Βουργουνδίας, η Αργυρόχρωμη της Καμπανίας, ο Λευκός Γίγας Μπουσκά, η Κυανή της Βιέννης και ο Γίγας της Φλάνδρας. Οι φυλές αυτές χρησιμοποιούνται είτε αμιγείς, είτε με απλά σχήματα διασταυρώσεων. Υβρίδια χρησιμοποιούνται σχεδόν κατά αποκλειστικότητα στο σύνολο των εκτροφών.
Η παγκόσμια παραγωγή κρέατος κουνελιού εκτιμάται σε περίπου 1,6 εκατομμύρια τόνους, ενώ το ένα τρίτο της παραγωγής κουνελίσιου κρέατος παράγεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι τέσσερις μεγαλύτερες χώρες παραγωγοί στον κόσμο είναι η Κίνα, η Ιταλία, η Ισπανία και η Γαλλία και συμβάλλουν σχεδόν στα τρία τέταρτα της παγκόσμιας παραγωγής. Τα τελευταία είκοσι χρόνια, η παγκόσμια παραγωγή αυξάνεται περίπου 1,7% κάθε χρόνο, που αντιστοιχεί σε περίπου 720 χιλιάδες έως 1 εκατομμύριο τόνους. Η μεγαλύτερη αύξηση έχει λάβει χώρα τα τελευταία χρόνια, ταυτόχρονα με τα προβλήματα της αγοράς του βόειου κρέατος που προκλήθηκαν από την σπογγώδη εγκεφαλοπάθεια. Το διεθνές εμπόριο του κρέατος των κουνελιών περιλαμβάνει περίπου 50 χιλιάδες τόνους, που ισούται με περίπου το 5% της παγκόσμιας παραγωγής.
ο μεγαλύτερος εξαγωγικός όγκος ανταλλάσεται μεταξύ μικρών παραγωγικών χωρών. Συγκεκριμένα, το 74% των παγκόσμιων εισαγωγών προέρχεται από 5 χώρες: Γαλλία (9600 τόνους), Ολλανδία (9240 τόνους), Γερμανία (8000 τόνους), Ιταλία (5000 τόνους) και Ελβετία (3500 τόνους). Παρομοίως, οι εξαγωγές αντιπροσωπεύουν το 44% της κινεζικής παραγωγής, το 11% προέρχεται από την Ουγγαρία (7300 τόνους), η Ολλανδία, η Γαλλία και η Αργεντινή συμβάλουν με περίπου 4500 τόνους η κάθε μία (δηλαδή 7%) ενώ η Ισπανία με 3700 τόνους (δηλαδή 6%).
Όσον αφορά στην Αυστραλία, αν και δε βρέθηκαν επίσημα στατιστικά δεδομένα για την παραγωγή κρέατος, υπάρχει επιστημονική βιβλιογραφία που υποστηρίζει ότι οι συνέπειες από την εισαγωγή του ευρωπαϊκού κουνελιού από την Ισπανία το 1859, ήταν καταστροφικές για την οικολογία της περιοχής. Τα κουνέλια είναι οι κύριοι ύποπτοι για την απώλεια ειδών χλωρίδας και πανίδας, αλλά και για σοβαρά προβλήματα διάβρωσης των εδαφών.
Τώρα τελευταία, όλο και περισσότεροι επιστήμονες εξετάζουν την κονικλοτροφία ως πηγή εισοδήματος αλλά και τροφίμων για τις αναπτυσσόμενες χώρες.