Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Ασθένειες σιταριού"
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
− | {{{top_heading|==}}}[[Ασθένεια σιταριού | + | {{{top_heading|==}}}[[Ασθένεια σιταριού Σκωριάσεις|Σκωριάσεις]]{{{top_heading|==}}} |
− | {{:Ασθένεια σιταριού | + | {{:Ασθένεια σιταριού Σκωριάσεις|top_heading={{{top_heading|==}}}=}} |
{{{top_heading|==}}}[[Ασθένεια σιταριού Δαυλίτης|Δαυλίτης]]{{{top_heading|==}}} | {{{top_heading|==}}}[[Ασθένεια σιταριού Δαυλίτης|Δαυλίτης]]{{{top_heading|==}}} |
Αναθεώρηση της 08:51, 1 Αυγούστου 2013
Σκωριάσεις
Είναι οι περισσότερο καταστρεπτικές και εξαπλωμένες ασθένειες [1] του σιταριού. Οι καταστροφές οφείλονται σε μειωμένη φωτοσυνθετική δραστηριότητα λόγω βλάβης των φωτοσυνθετικών ιστών, σε αυξημένες απώλειες νερού μέσω της καταστραμμένης επιδερμίδας του φυτού και στον παρασιτισμό του μήκυτα. Οι καρποί είναι παραμορφωμένοι και με μικρή περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη.
Δεν μεταδίδονται με το σπόρο αλλά με τον άνεμο σε πολύ μεγάλες αποστάσεις. Η αρχική μόλυνση των φυτών γίνεται από αικιδιοσπόρια που παράγονται σε ενδιάμεσο ξενιστή ή από ουρεδοσπόρια που προέρχονται από πρωιμότερες μολύνσεις του σιταριού. Τα σπόρια βλαστάνουν και το μυκήλλιο εισέρχεται στα φυτικά όργανα από τα στομάτια. Έχουν πολυάριθμες φυσιολογικές φυλές που προκύπτουν από τους συνεχείς υβριδισμούς του παθογόνου κατά τον εγγενή πολλαπλασιασμό.
Ελέγχονται κυρίως με ανθεκτικές ποικιλίες, η παραγωγή των οποίων πρέπει να είναι συνεχής για να αντιμετωπίζονται νέες περισσότερο επικίνδυνες φυλές. Ο βαθμός αντοχής μιας ποικιλίας σε μια δεδομένη φυλή παθογόνου εκφράζεται ποσοτικά με τη βοήθεια ορισμένων συμβόλων, ενώ ο βαθμός προσβολής εκφράζεται με ειδική κλίμακα από 0-100 η οποία αντιστοιχεί με την επιφάνεια του ελάσματος που καταλαμβάνουν οι φλύκταινες. Ο μέγιστος βαθμός προσβολής (100) αντιστοιχεί σε φλύκταινες που καλύπτουν το 37% της επιφάνειας του οργάνου.
Άλλος τρόπος αντιμετώπισης είναι η χρήση πρώιμων ποικιλιών οι οποίες διαφεύγουν τις προσβολές, η καταστροφή των ξενιστών και η χρήση μυκητοκτόνων (κυρίως θειοκαρβαμιδικών) των οποίων όμως η επανειλημμένη χρήση είναι αντιοικονομική.
Το σιτάρι προσβάλλεται από τις εξής σκωριάσεις:
- Μαύρη Σκωρίαση (ή σκωρίαση στελεχών). Δημιουργεί κοκκινωπές φλύκταινες κυρίως στα στελέχη αλλά και σε όλα τα άλλα όργανα, που μεταχρωματίζονται σε μαύρες όσο πλησιάζει η ωρίμανση. Ευνοείται από υγρό και θερμό καιρό (20-30oC). Σε ευνοϊκές συνθήκες καταστρέφεται το 85-90% της παραγωγής.
- Καστανή Σκωρίαση (σκωρίαση φύλλων). Προσβάλλει κυρίως φύλλα και κολεούς όπου σχηματίζει κυκλικές φλύκταινες, μικρότερες της μαύρης, με πορτοκαλί αρχικό χρώμα που στη συνέχεια μετατρέπεται σε μαύρο. Ευνοείται από υγρό περιβάλλον και θερμοκρασίες λίγο χαμηλότερες από εκείνες της μαύρης σκωρίασης, γι’ αυτό και οι προσβολές της προηγούνται συνήθως της μαύρης. Οι απώλειες της παραγωγής μπορεί να φτάσουν το 70% όταν η προσβολή γίνει στο καλάμωμα, αλλά είναι σημαντικά χαμηλότερες (20-25%) όταν η προσβολή γίνει κατά το γέμισμα των καρπών.
- Κίτρινη Σκωρίαση (γραμμική σκωρίαση). Προσβάλλει όλα σχεδόν τα φυτικά όργανα όπου αρχικά σχηματίζει κίτρινους ουρεδοσωρούς. Αργότερα οι φλύκταινες διατάσσονται παράλληλα προς τα νεύρα και σχηματίζουν κίτρινες γραμμές. Ευνοείται από υγρό περιβάλλον και θερμοκρασίες χαμηλότερες των άλλων δύο σκωριάσεων (άριστη 16-20oC) ενώ δεν αντέχει σε θερμοκρασίες ίσες ή υψηλότερες των 24oC για μακρά διαστήματα. Οι απώλειες της παραγωγής κυμαίνονται μεταξύ 20-75%, αλλά μπορούν να φτάσουν και το 80%. Έχει πολλές φυσιολογικές φυλές.
Βιβλιογραφία
- ↑ "Τα σιτηρά των εύκρατων κλιμάτων", Ανδρέας Ι. Καραμάνος, Καθηγητής της Γεωργίας στην Ανωτάτη Γεωπονική Σχολή Αθηνών.
Δαυλίτης
Προκαλείται από το μύκητα Tilleria caries.
Η ασθένεια [1] μεταδίδεται με το σπόρο. Το μυκήλλιο εισέρχεται στα αρτίβλαστα όπου αναπτύσσεται και τελικά προσβάλλει τα άνθη εσωτερικά. Οι ωοθήκες γεμίζουν μυκήλλιο και τελικά οι καρποί περιέχουν μαύρες μάζες σπορίων του μύκητα. Παράλληλα, τα προσβεβλημένα φυτά έχουν μικρότερο ύψος από τα κανονικά και αναδίδουν οσμή ψαριού λόγω της τριμεθυλαμίνης που περιέχουν τα σπόρια. Η ασθένεια ευνοείται από ξηρό καιρό. Αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά κυρίως με απολύμανση του σπόρου. Υπάρχουν όμως και ανθεκτικές ποικιλίες.
Βιβλιογραφία
- ↑ "Τα σιτηρά των εύκρατων κλιμάτων", Ανδρέας Ι. Καραμάνος, Καθηγητής της Γεωργίας στην Ανωτάτη Γεωπονική Σχολή Αθηνών.