Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Κυδωνιά"
Γραμμή 121: | Γραμμή 121: | ||
[[Category:Φυτό_Μ]] | [[Category:Φυτό_Μ]] | ||
− | [[Category: | + | [[Category:Μηλοειδές]] |
[[πόσο αφορά σε γεωργό::30| ]] | [[πόσο αφορά σε γεωργό::30| ]] | ||
[[πόσο αφορά σε γεωπόνο::30| ]] | [[πόσο αφορά σε γεωπόνο::30| ]] | ||
[[παράγει::Κυδώνι| ]] | [[παράγει::Κυδώνι| ]] |
Αναθεώρηση της 11:42, 13 Αυγούστου 2013
Περιεχόμενα
Γενικά στοιχεία
Καρποφόρο δέντρο της οικογένειας των μηλοειδών, το μεγαλύτερο σχετικά με το μέγεθος των καρπών. Είναι συγγενικό της αχλαδιάς. Δε μεγαλώνει πολύ το δέντρο κι ο κορμός του σπάνια είναι ευθυτενής. Διακλαδίζεται αρκετά προς τα πλάγια και γι' αυτό χρειάζεται η απόσταση από το ένα φυτό στο άλλο να είναι 4 - 5 μ. Η κυδωνιά ευδοκιμεί στα ζεστά και δροσερά κλίματα. Η καταγωγή της είναι από την Περσία και καλλιεργείται ευρύτατα στη Μεσόγειο για τους αρωματικούς καρπούς της, από τους οποίους παρασκευάζουν γλυκά και κομπόστες. Ωμό, το κυδώνι, δεν τρώγεται με πολύ ευχαρίστηση, γιατί στυφίζει λίγο και είναι βαρύ για το στομάχι. Τα κυδώνια είναι μεγαλύτερα από τα αχλάδια, με ανώμαλη χνουδωτή επιφάνεια, κιτρινωπό και με καταπληκτικό άρωμα. Καλύτερα θεωρούνται της Πορτογαλίας και της Αλγερίας.[1]
Βοτανικά χαρακτηριστικά
Η κυδωνιά είναι δέντρο φυλλοβόλο, μικρού μεγέθους και βραδείας ανάπτυξης. Τα φύλλα είναι απλά, κατ΄εναλλαγή, ωοειδή, μεγάλα, χνουώδη, και έμμισχα με παράφυλλα. Τα άνθη είναι μεγάλα, μονήρη, λευκά ή ελαφρά ρόδινα. Κάθε άνθος αποτελείται από τον κάλυκα, τη στεφάνη, τους στήμονες και τον ύπερο. Ο ύπερος αποτελείται από την ωοθήκη και πέντε ελεύθερους στύλους. Η ωοθήκη είναι υπόγυνη, πεντάχωρη, με πολυάριθμες σπερματικές βλάστες κατά χώρο. Ο καρπός είναι έχει σχήμα μορφής μήλου ή επιμήκη μορφή αχλαδιού, με ή χωρίς αυλακώσεις κατά μήκος του και φέρει πολυάριθμα σπέρματα, στερείται ποδίσκου και καλύπτεται με χνούδι.[1]
Τρόπος καρποφορίας
Η κυδωνιά σχηματίζει καρποφόρους οφθαλμούς σε βλαστούς μέτριας ζωηρότητας, ηλικίας 1 έτους. Την άνοιξη οι καρποφόροι οφθαλμοί δίνουν βλάστηση μήκους 3 -10cm και επάκρια μονήρη άνθη. Οι καρποί αναπτύσσονται επάκρια ων βλαστών αυτών. Όπως και στα άλλα καρποφόρα δένδρα, η ζωηρή βλάστηση των κυρίων βραχιόνων συμβάλλει στην ανάπτυξη επαρκούς καρποφόρου ξύλου.
Η κυδωνιά που χαρακτηρίζεται από πυκνή βλάστηση, σχηματίζει πολλά καρποφόρα λογχοειδή και αρκετούς λεπτούς κλαδίσκους, που σπάζουν εύκολα. Για αυτό η κυδωνιά χρειάζεται κλάδεμα τακτικά. Η υπερβολική πτώση άνθεων και καρπών, που παρατηρείται σε μερικές ποικιλίες κυδωνιάς οφείλεται στην αυτοστειρότητα των ποικιλιών αυτών.
Οι καρποί της κυδωνιάς διατηρούνται πάνω στο δένδρο μέχρι αργά το φθινόπωρο. Αυτό σημαίνει, ότι η κυδωνιά διαθέτει τα θρεπτικά της στοιχεία για σχετικά μεγάλα χρονικά διαστήματα, πράγμα που επηρεάζει ταυτόχρονα την ανάπτυξη των καρποφόρων οφθαλμών. Τα φύλλα που βρίσκονται στους καρπούς υφίστανται χλώρωση, που είναι εμφανής το καλοκαίρι. Αυτό οφείλεται στην απορρόφηση του καλίου από τους καρπούς. Τα χλωρωτικά συμπτώματα είναι πιο εμφανή σε φτωχές τοποθεσίες, όπου το έδαφος είναι αβαθές ή δεν αποστραγγίζεται καλά.[1]
Επικονίαση-Γονιμοποίηση
Οι πιο γνωστές ποικιλίες κυδωνιάς είναι αρκετά αυτογόνιμες και επομένως δεν χρειάζονται σταυρογονιμοποίηση. Υπάρχουν όμως και αυτόστειρες ποικιλίες, στις οποίες πρέπει να εξασφαλιστεί οπωσδήποτε σταυρογονιμοποίηση για την επίτευξη κάποιας ικανοποιητικής παραγωγής, όπως για παράδειγμα οι De Bereczki, De Lescovatz, Γίγας της Vranja.[1]
Ποικιλίες
Οι σημαντικότερες ποικιλίες της κυδωνιάς αναφέρονται στον παρακάτω σύνδεσμο.
Κλιματικές συνθήκες
Η κυδωνιά προσαρμόζεται πολύ καλά σε πολλές περιοχές της εύκρατης ζώνης. Στις πιο ζεστές περιοχές παράγει καρπούς καλύτερης ποιότητας. Οι ανάγκες που έχει σε ψύχος, που κρίνονται αναγκαίες για τη φυσιολογική διακοπή του ληθάργου των οφθαλμών της, είναι μικρές (200 – 500 ώρες ψύχους κάτω από 7oC).[1]
Εδαφικές συνθήκες
Η κυδωνιά ευδοκιμεί σε εδάφη μέσης σύστασης, αμμοπηλώδη, καλά αποστραγγιζόμενα, γόνιμα, νοτερά και φτωχά σε ασβέστιο. Σε πολύ ξηρά και υγρά εδάφη παράγει καρπούς ξηλώδεις, ελάχιστα χυμώδεις. Ως επιπολαιόριζο δένδρο μπορεί να ευδοκιμήσει και σε αβαθή ποτιζόμενα εδάφη.[1]
Υποκείμενα-Πολλαπλασιασμός
Η κυδωνιά πολλαπλασιάζεται με ξυλοποιημένα χειμερινά μοσχεύματα ηλικίας ενός χρόνου που ριζοβολούν εύκολα. Η εμβάπτιση των μοσχευμάτων σε ορμονικό διάλυμα ινδολυλοβουτυρικού οξέος 500ppm αυξάνει το ποσοστό ριζοβολίας σημαντικά. Μερικές φορές χρησιμοποιούνται μοσχεύματα από ξύλο ηλικίας 3 ή 4 χρόνων, τα οποία ριζοβολούν επίσης εύκολα. Μπορεί όμως να πολλαπλασιαστεί εύκολα με παραφυάδες και καταβολάδες κατά συστάδα. Ο μεριστωματικός πολλαπλασιασμός δεν έχει δώσει μέχρι σήμερα ικανοποιητικά αποτελέσματα. Ως κλωνικά υποκείμενα της κυδωνιάς χρησιμοποιούνται οι κλώνοι ή οι επιλογές κυδωνιάς, που αναφέρονται στην αχλαδιά. Τα υποκείμενα αυτά πολλαπλασιάζονται αγενώς με μοσχεύματα και ακολούθως εμβολιάζονται με την επιθυμητή ποικιλία. Ως υποκείμενα μπορεί να χρησιμοποιηθούν και σπορόφυτα κυδωνιάς.[1]
Πληροφοριακά στοιχεία
Ευδοκιμεί στις περιοχές
|