Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Βοτανικά χαρακτηριστικά ρεβιθιάς"

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
 
(Μία ενδιάμεση αναθεώρηση από ένα χρήστη δεν εμφανίζεται)
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
Πρόκειται για μονοετές, ποώδες, [{{#show: Ιστοσελίδα Wikipedia/Αγγειόσπερμα| ?has link}} αγγειόσπερμο], [{{#show: Ιστοσελίδα Wikipedia/Δικοτυλήδονο| ?has link}} δικότυλο] φυτό. Η ρεβιθιά ανήκει στην υποοικογένεια των [[Ψυχανθή |ψυχανθών]]. Είναι θάμνος που δύσκολα ξεπερνά τα 60 εκατοστά, [[Καλλιέργεια ρεβιθιάς |καλλιεργείται]] για τα σπόρια του τα [[Ρεβίθι |ρεβίθια]] και ως κτηνοτροφή. Έχει την επιστημονική ονομασία Cicer arietinum - Ερέβινθος ο κοινός, Ερέβινθος ο κριόμορφος. Συναντάται επίσης και η ονομασία Ερέβινθος ο κριόμορφος, πιστή μετάφραση της λατινικής ονομασίας του είδους Cicer arietinum η οποία οφείλεται στο σχήμα του σπόρου του φυτού που θυμίζει κεφάλι κριαριού. Η καταγωγή της ρεβιθιάς είναι από την Ασία και σήμερα καλλιεργείται σε πολλές χώρες της νότιας Ευρώπης, της Ασίας και της νότιας και κεντρικής Αμερικής. Τα φύλλα της είναι πτερωτά, σύνθετα και έχουν πολλά μικρότερα φυλλάρια στρογγυλά, ανοιχτοπράσινα με μικροσκοπικά δόντια στις άκρες. Τα άνθη της είναι μικρά, λευκού κόκκινου ή ροζ χρώματος και φύονται στις μασχάλες των κλαδιών ανά ένα. Οι καρποί είναι πεπλατυσμένοι στα πλάγια και κάθε ένας από αυτούς περιέχει 1-2 σπόρια, τα γνωστά ρεβίθια.
+
[[Image:Ρεβιθιά II.jpg|thumb|px100|Το φυτό της ρεβυθιάς]]
  
Τα ρεβίθια καταναλώνονται βραστά ή μαγειρευτά ως [[Όσπρια |όσπρια]], καβουρντισμένα ως ξηροί καρποί (τα γνωστά στραγάλια), γίνονται θρεπτικά άλευρα και μετά από επεξεργασία μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως υποκατάστατο του καφέ. Είναι πλούσια σε [[Φώσφορος |φώσφορο]], [[Μαγνήσιο |μαγνήσιο]], [[Ασβέστιο |ασβέστιο]] και [[Σίδηρος |σίδηρο]] καθώς και βιταμίνες Β, Κ, Ε, και C.
+
Η [[ρεβιθιά]] είναι διπλοειδές είδος, με βασικό χρωμοσωμικό αριθμό 8. Έχει πασσαλώδη κύρια ρίζα με περιορισμένο αριθμό πλαγίων ρίζων. Σε βαθιά [[τύποι εδαφών |εδάφη]] η κύρια ρίζα μπορεί να φτάσει σε βάθος 120-150cm. Όπως αναφέρεται από τον Nielsen (2001) το ρεβίθι απορροφά νερό μέχρι και από βάθος 120cm. το 74-83% όμως της συνολικής ποσότητας του νερού που χρησιμοποιείται από το φυτό απορροφάται από τα πρώτα 60cm του εδάφους. Τα φυμάτια που σχηματίζονται στις ρίζες είναι λοβωτά.
  
Η ρεβιθιά είναι εξαιρετικά ανθεκτική στην ξηρασία και αποδίδει καλά σε φτωχά εδάφη χωρίς ιδιαίτερες περιποιήσεις. Πολλαπλασιάζεται με σπορά κατά τους φθινοπωρινούς κυρίως μήνες. Στην Ελλάδα καλλιεργούνται 150.000 στρέμματα, κυρίως στη Στερεά Ελλάδα, τη Θράκη και τη Μακεδονία. Η Ινδία είναι πρώτη στον κόσμο σε παραγωγή ρεβιθιών. Ακολουθούν η Ισπανία, η Αλγερία, η Ιταλία, η Αίγυπτος, η Αργεντινή και η Ελλάδα.
+
Ανάλογα με τη γωνία που σχηματίζουν οι βλαστοί (κύριος βλαστός και διακλαδώσεις) με την κατακόρυφο, παρατηρούνται πέντε τύποι ανάπτυξης στα ρεβίθια: όρθιος, ημιόρθιος, ημιπλάγιος, πλάγιος και έρπον. Για την [[καλλιέργεια ρεβιθιάς |καλλιέργεια]] προτιμούνται [[ποικιλίες ρεβιθιάς |ποικιλίες]] των δύο πρώτων τύπων, ώστε να διευκολύνεται η μηχανική συγκομιδή. Πολλοί ερευνητές χρησιμοποιούν τους όρους: πρωτογενής, δευτερογενής και τριτογενής βλαστός, προκειμένου να περιγράψουν την πορεία της διαμόρφωσης της φυτοστιβάδας του φυτού. Το ύψος των φυτών συνήθως δεν υπερβαίνει τα 60cm. Διαφορές μεταξύ των ποικιλιών παρατηρούνται και ως προς το ύψος από το έδαφος στο οποίο εμφανίζονται οι διακλαδώσεις.
 +
 
 +
Το πρώτο πραγματικό φύλλο έχει 2-3 ζεύγη φυλλαρίων και καταλήγει σε ένα ακραίο φυλλάριο. Τα υπόλοιπα φύλλα εκφύονται μεμονωμένα από κάθε γόνατο και είναι διατεταγμένα επί του βλαστού κατ' εναλλαγή. Έχουν συνήθως 11-13 φυλλάρια, τα οποία συνδέονται στην κεντρική ράχη του φύλλου με ένα μικρό μίσχο. Χαρακτηριστικό των φυλλαρίων είναι η οδοντωτή τους περιφέρεια. Στη βάση κάθε φύλλου υπάρχουν δύο παράφυλλα. Τα άνθη φέρονται μεμονωμένα και σπανιότερα ανά ζεύγη (ή τρία μαζί) πάνω σε ποδίσκους που εκφύονται από τις μασχάλες των φύλλων. Τα διπλά άνθη οφείλονται σε ένα υποτελές γονίδιο. Οι ποδίσκοι είναι κοντότεροι από το αντίστοιχο φύλλο. Το μήκος των ανθέων κυμαίνεται από 6 έως 13mm. Το χρώμα της στεφάνης είναι ρόδινο, ιώδες ή λευκό ανάλογα με την ποικιλία.
 +
 
 +
Ο λοβός του ρεβιθιού είναι τριχωτός, διογκωμένος, με περγαμηνοειδή εμφάνιση. Το μέγεθός του ποικίλλει, αλλά είναι το χαρακτηριστικό του φυτού που επηρεάζεται λιγότερο από το περιβάλλον. Το σχήμα του λοβού περιγράφεται ως ρομβοειδές, ωοειδές ή επίμηκες. Σε κάθε λοβό περιέχονται ένας και σπανιότερα δύο ή τρεις σπόροι. Ο σπόρος φέρει ένα μικρό ράμφος (ακμή) και το σχήμα του είναι:
 +
*γωνιώδες, με πιεσμένες τις πλευρές και μοιάζει με μικρογραφία κεφαλής κριαριού,
 +
*μικρογραφία κεφαλής κουκουβάγιας και
 +
*σχεδόν στρογγυλός, όπως του μπιζελιού. Η επιφάνειά του μπορεί να είναι λεία, ρυτιδωμένη ή ανώμαλη. Το χρώμα του σπόρου είναι ένα σπουδαίο χαρακτηριστικό διάκρισης των ποικιλιών. Αναγνωρίζονται 21 διαφορετικά χρώματα και αποχρώσεις. Επικρατέστερα χρώματα είναι το λευκό, το κιτρινωπό, το κιτρινοκαφέ και το κοκκινωπό. Στα φύλλα, στους βλαστούς και στους λοβούς του ρεβιθιού υπάρχουν μικρές αδενώδεις τρίχες από τις οποίες εκκρίνεται μία κολλώδης ουσία, η οποία περιέχει διάφορα οργανικά οξέα με κυρίαρχο το οξαλικό οξύ. Λόγω αυτών των ουσιών, η χορτομάζα του ρεβιθιού δεν είναι πολύ ελκυστική για τα ζώα και μερικές φορές δρα τοξικά.
  
  

Τελευταία αναθεώρηση της 12:59, 20 Σεπτεμβρίου 2013

Το φυτό της ρεβυθιάς

Η ρεβιθιά είναι διπλοειδές είδος, με βασικό χρωμοσωμικό αριθμό 8. Έχει πασσαλώδη κύρια ρίζα με περιορισμένο αριθμό πλαγίων ρίζων. Σε βαθιά εδάφη η κύρια ρίζα μπορεί να φτάσει σε βάθος 120-150cm. Όπως αναφέρεται από τον Nielsen (2001) το ρεβίθι απορροφά νερό μέχρι και από βάθος 120cm. το 74-83% όμως της συνολικής ποσότητας του νερού που χρησιμοποιείται από το φυτό απορροφάται από τα πρώτα 60cm του εδάφους. Τα φυμάτια που σχηματίζονται στις ρίζες είναι λοβωτά.

Ανάλογα με τη γωνία που σχηματίζουν οι βλαστοί (κύριος βλαστός και διακλαδώσεις) με την κατακόρυφο, παρατηρούνται πέντε τύποι ανάπτυξης στα ρεβίθια: όρθιος, ημιόρθιος, ημιπλάγιος, πλάγιος και έρπον. Για την καλλιέργεια προτιμούνται ποικιλίες των δύο πρώτων τύπων, ώστε να διευκολύνεται η μηχανική συγκομιδή. Πολλοί ερευνητές χρησιμοποιούν τους όρους: πρωτογενής, δευτερογενής και τριτογενής βλαστός, προκειμένου να περιγράψουν την πορεία της διαμόρφωσης της φυτοστιβάδας του φυτού. Το ύψος των φυτών συνήθως δεν υπερβαίνει τα 60cm. Διαφορές μεταξύ των ποικιλιών παρατηρούνται και ως προς το ύψος από το έδαφος στο οποίο εμφανίζονται οι διακλαδώσεις.

Το πρώτο πραγματικό φύλλο έχει 2-3 ζεύγη φυλλαρίων και καταλήγει σε ένα ακραίο φυλλάριο. Τα υπόλοιπα φύλλα εκφύονται μεμονωμένα από κάθε γόνατο και είναι διατεταγμένα επί του βλαστού κατ' εναλλαγή. Έχουν συνήθως 11-13 φυλλάρια, τα οποία συνδέονται στην κεντρική ράχη του φύλλου με ένα μικρό μίσχο. Χαρακτηριστικό των φυλλαρίων είναι η οδοντωτή τους περιφέρεια. Στη βάση κάθε φύλλου υπάρχουν δύο παράφυλλα. Τα άνθη φέρονται μεμονωμένα και σπανιότερα ανά ζεύγη (ή τρία μαζί) πάνω σε ποδίσκους που εκφύονται από τις μασχάλες των φύλλων. Τα διπλά άνθη οφείλονται σε ένα υποτελές γονίδιο. Οι ποδίσκοι είναι κοντότεροι από το αντίστοιχο φύλλο. Το μήκος των ανθέων κυμαίνεται από 6 έως 13mm. Το χρώμα της στεφάνης είναι ρόδινο, ιώδες ή λευκό ανάλογα με την ποικιλία.

Ο λοβός του ρεβιθιού είναι τριχωτός, διογκωμένος, με περγαμηνοειδή εμφάνιση. Το μέγεθός του ποικίλλει, αλλά είναι το χαρακτηριστικό του φυτού που επηρεάζεται λιγότερο από το περιβάλλον. Το σχήμα του λοβού περιγράφεται ως ρομβοειδές, ωοειδές ή επίμηκες. Σε κάθε λοβό περιέχονται ένας και σπανιότερα δύο ή τρεις σπόροι. Ο σπόρος φέρει ένα μικρό ράμφος (ακμή) και το σχήμα του είναι:

  • γωνιώδες, με πιεσμένες τις πλευρές και μοιάζει με μικρογραφία κεφαλής κριαριού,
  • μικρογραφία κεφαλής κουκουβάγιας και
  • σχεδόν στρογγυλός, όπως του μπιζελιού. Η επιφάνειά του μπορεί να είναι λεία, ρυτιδωμένη ή ανώμαλη. Το χρώμα του σπόρου είναι ένα σπουδαίο χαρακτηριστικό διάκρισης των ποικιλιών. Αναγνωρίζονται 21 διαφορετικά χρώματα και αποχρώσεις. Επικρατέστερα χρώματα είναι το λευκό, το κιτρινωπό, το κιτρινοκαφέ και το κοκκινωπό. Στα φύλλα, στους βλαστούς και στους λοβούς του ρεβιθιού υπάρχουν μικρές αδενώδεις τρίχες από τις οποίες εκκρίνεται μία κολλώδης ουσία, η οποία περιέχει διάφορα οργανικά οξέα με κυρίαρχο το οξαλικό οξύ. Λόγω αυτών των ουσιών, η χορτομάζα του ρεβιθιού δεν είναι πολύ ελκυστική για τα ζώα και μερικές φορές δρα τοξικά.