Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Ασθένεια σόγιας Περονόσπορος της σόγιας"
(Μία ενδιάμεση αναθεώρηση από ένα χρήστη δεν εμφανίζεται) | |||
Γραμμή 3: | Γραμμή 3: | ||
Στην άνω επιφάνεια των [[βοτανικά χαρακτηριστικά σόγιας |φύλλων]] των προσβεβλημένων φυτών παρατηρήθηκαν αρχικά μικρές (2-8mm), γωνιώδεις κηλίδες κιτρινοπράσινου χρώματος οι οποίες περιορίζονταν από τις δευτερεύουσες νευρώσεις του ελάσματος των φύλλων. Στην κάτω επιφάνεια του ελάσματος και στις αντίστοιχες θέσεις των κηλίδων υπήρχαν εξανθήσεις γκρίζου χρώματος που αποτελούνταν από τις καρποφορίες του παθογόνου. Με την πάροδο του χρόνου οι κηλίδες αυξάνονταν σε μέγεθος και αποκτούσαν σταδιακά σκούρο καστανό, νεκρωτικό κέντρο που περιβάλλονταν από κιτρινοπράσινη άλω. Σε τελικό στάδιο τα προσβεβλημένα φύλλα εμφανίζονταν χλωρωτικά με πολυάριθμες νεκρωτικές κηλίδες. | Στην άνω επιφάνεια των [[βοτανικά χαρακτηριστικά σόγιας |φύλλων]] των προσβεβλημένων φυτών παρατηρήθηκαν αρχικά μικρές (2-8mm), γωνιώδεις κηλίδες κιτρινοπράσινου χρώματος οι οποίες περιορίζονταν από τις δευτερεύουσες νευρώσεις του ελάσματος των φύλλων. Στην κάτω επιφάνεια του ελάσματος και στις αντίστοιχες θέσεις των κηλίδων υπήρχαν εξανθήσεις γκρίζου χρώματος που αποτελούνταν από τις καρποφορίες του παθογόνου. Με την πάροδο του χρόνου οι κηλίδες αυξάνονταν σε μέγεθος και αποκτούσαν σταδιακά σκούρο καστανό, νεκρωτικό κέντρο που περιβάλλονταν από κιτρινοπράσινη άλω. Σε τελικό στάδιο τα προσβεβλημένα φύλλα εμφανίζονταν χλωρωτικά με πολυάριθμες νεκρωτικές κηλίδες. | ||
− | Ο ωομύκητας Peronospora manshurica είναι υποχρεωτικό παράσιτο, προσβάλλει τα φύλλα, τους λοβούς και τους σπόρους της σόγιας και αναπτύσσεται εντός των φυτικών ιστών από τους οποίους τρέφεται με τη βοήθεια μυζητήρων. Συνήθως οι προσβεβλημένοι λοβοί δεν εμφανίζουν εξωτερικά συμπτώματα προσβολής. Το εσωτερικό όμως τοίχωμα των λοβών καθώς και οι σπόροι καλύπτονται από υπόλευκη, σκληρή μυκηλιακή μάζα που περιέχει πολυάριθμα ωοσπόρια του παθογόνου. Οι προσβεβλημένοι σπόροι συνήθως εμφανίζουν ρωγμές στο περίβλημά τους, έχουν μειωμένη βλαστικότητα και μικρότερο μέγεθος σε σχέση με τους υγιείς. Το παθογόνο επιβιώνει με τη μορφή παχύτοιχου μυκηλίου και ωοσπορίων στα υπολείμματα της καλλιέργειας και στο περίβλημα των σπόρων. Τα ωοσπόρια του μύκητα μπορούν να επιβιώσουν στους σπόρους της σόγιας έως και 8 χρόνια. Σύμφωνα με τους Roongrlangsree et al, ο Peronospora manshurica | + | Ο ωομύκητας Peronospora manshurica είναι υποχρεωτικό παράσιτο, προσβάλλει τα φύλλα, τους λοβούς και τους σπόρους της σόγιας και αναπτύσσεται εντός των φυτικών ιστών από τους οποίους τρέφεται με τη βοήθεια μυζητήρων. Συνήθως οι προσβεβλημένοι λοβοί δεν εμφανίζουν εξωτερικά συμπτώματα προσβολής. Το εσωτερικό όμως τοίχωμα των λοβών καθώς και οι σπόροι καλύπτονται από υπόλευκη, σκληρή μυκηλιακή μάζα που περιέχει πολυάριθμα ωοσπόρια του παθογόνου. Οι προσβεβλημένοι σπόροι συνήθως εμφανίζουν ρωγμές στο περίβλημά τους, έχουν μειωμένη βλαστικότητα και μικρότερο μέγεθος σε σχέση με τους υγιείς. Το παθογόνο επιβιώνει με τη μορφή παχύτοιχου μυκηλίου και ωοσπορίων στα υπολείμματα της καλλιέργειας και στο περίβλημα των σπόρων. Τα ωοσπόρια του μύκητα μπορούν να επιβιώσουν στους σπόρους της σόγιας έως και 8 χρόνια. Σύμφωνα με τους Roongrlangsree et al, ο Peronospora manshurica μπορεί επίσης να επιβιώσει με τη μορφή λεπτότοιχου μυκηλίου και στο εσωτερικό του περιβλήματος των σπόρων σόγιας. Από τους μολυσμένους σπόρους, ιδιαίτερα όταν κατά τη σπορά επικρατούν θερμοκρασίες 18-20<sup>o</sup>C, το παθογόνο μολύνει διασυστηματικά τα εκπτυσσόμενα φυτάρια, προκαλώντας καθυστερημένη ανάπτυξη φυτών και κηλίδωση φύλλων. Τα έντονα προσβεβλημένα φυτά μπορεί να μην επιβιώσουν έως το τε΄λος της βλαστικής περιόδου. Η εμφάνιση και περαιτέρω εξέλιξη της ασθένειας ευνοείται από συνθήκες υψηλής υγρασίας (90-100%) και θερμοκρασίες 20-24%. Τα μολύσματα του παθογόνου (σποριάγγεια) παράγονται σε μεγάλο εύρος θερμοκρασιών (10-30%) και συμβάλλουν αποτελεσματικά στην επιδημική ανάπτυξη της ασθένειας στον αγρό. Παράγονται στην κάτω επιφάνεια των προσβεβλημένων φύλλων και διασπείρονται με τη βοήθεια του ανέμου. Το παθογόνο παράγει συνήθως 4-6 γενιές κονιδίων κατά τη διάρκεια της καλλιεργητικής περιόδου με αποτέλεσμα, όταν επικρατούν ευνοϊκές περιβαλλοντικές συνθήκες, η εξάπλωση της ασθένειας να είναι ταχεία, ιδιαίτερα σε περιοχές με εντατική καλλιέργεια σόγιας. |
+ | |||
+ | Η αθσένεια έχει σοβαρές άμεσες επιπτώσεις στην παραγωγή. Οι απώλειες στην παραγωγή κυμαίνονται από 25-40%, ιδιαίτερα όταν επικρατούν ευνοϊκές για την ασθένεια περιβαλλοντικές συνθήκες. Η ασθένεια προκαλεί επίσης μείωση της βλαστικότητας των σπόρων κατά 30% και του βάρους των παραγόμενων σπόρων κατά 5-50%. | ||
+ | |||
+ | Για την αντιμετώπιση της ασθένειας συνιστάται η επικάλυψη του σπόρου με μυκητοκτόνα, η εφαρμογή προληπτικών ψεκασμών των [[σόγια φυτό |φυτών]] με φυτοπροστατευτικά προϊόντα, καθώς και η λήψη καλλιεργητικών μέτρων (π.χ. [[αμειψισπορά]], βαθύ παράχωμα των υπολειμμάτων της καλλιέργειας, κ.ά.), που σκοπό έχουν τη μείωση των πηγών των πρωτογενών μολυσμάτων του παθογόνου. | ||
[[πόσο αφορά σε γεωργό::30| ]] | [[πόσο αφορά σε γεωργό::30| ]] |
Τελευταία αναθεώρηση της 06:43, 26 Σεπτεμβρίου 2013
Τον Αύγουστο του 2012 διαπιστώθηκε για πρώτη φορά στη χώρα μας εκτεταμένη προσβολή καλλιεργειών σόγιας από τον ωομύκητα Peronospora manshurica Sydow, που προκαλεί την ασθένεια "Περονόσπορος της σόγιας". Ο περονόσπορος της σόγιας είναι η πλέον κοινή και διαδεδομένη ασθένεια της σόγιας στις χώρες όπου αυτή καλλιεργείται συστηματικά.
Στην άνω επιφάνεια των φύλλων των προσβεβλημένων φυτών παρατηρήθηκαν αρχικά μικρές (2-8mm), γωνιώδεις κηλίδες κιτρινοπράσινου χρώματος οι οποίες περιορίζονταν από τις δευτερεύουσες νευρώσεις του ελάσματος των φύλλων. Στην κάτω επιφάνεια του ελάσματος και στις αντίστοιχες θέσεις των κηλίδων υπήρχαν εξανθήσεις γκρίζου χρώματος που αποτελούνταν από τις καρποφορίες του παθογόνου. Με την πάροδο του χρόνου οι κηλίδες αυξάνονταν σε μέγεθος και αποκτούσαν σταδιακά σκούρο καστανό, νεκρωτικό κέντρο που περιβάλλονταν από κιτρινοπράσινη άλω. Σε τελικό στάδιο τα προσβεβλημένα φύλλα εμφανίζονταν χλωρωτικά με πολυάριθμες νεκρωτικές κηλίδες.
Ο ωομύκητας Peronospora manshurica είναι υποχρεωτικό παράσιτο, προσβάλλει τα φύλλα, τους λοβούς και τους σπόρους της σόγιας και αναπτύσσεται εντός των φυτικών ιστών από τους οποίους τρέφεται με τη βοήθεια μυζητήρων. Συνήθως οι προσβεβλημένοι λοβοί δεν εμφανίζουν εξωτερικά συμπτώματα προσβολής. Το εσωτερικό όμως τοίχωμα των λοβών καθώς και οι σπόροι καλύπτονται από υπόλευκη, σκληρή μυκηλιακή μάζα που περιέχει πολυάριθμα ωοσπόρια του παθογόνου. Οι προσβεβλημένοι σπόροι συνήθως εμφανίζουν ρωγμές στο περίβλημά τους, έχουν μειωμένη βλαστικότητα και μικρότερο μέγεθος σε σχέση με τους υγιείς. Το παθογόνο επιβιώνει με τη μορφή παχύτοιχου μυκηλίου και ωοσπορίων στα υπολείμματα της καλλιέργειας και στο περίβλημα των σπόρων. Τα ωοσπόρια του μύκητα μπορούν να επιβιώσουν στους σπόρους της σόγιας έως και 8 χρόνια. Σύμφωνα με τους Roongrlangsree et al, ο Peronospora manshurica μπορεί επίσης να επιβιώσει με τη μορφή λεπτότοιχου μυκηλίου και στο εσωτερικό του περιβλήματος των σπόρων σόγιας. Από τους μολυσμένους σπόρους, ιδιαίτερα όταν κατά τη σπορά επικρατούν θερμοκρασίες 18-20oC, το παθογόνο μολύνει διασυστηματικά τα εκπτυσσόμενα φυτάρια, προκαλώντας καθυστερημένη ανάπτυξη φυτών και κηλίδωση φύλλων. Τα έντονα προσβεβλημένα φυτά μπορεί να μην επιβιώσουν έως το τε΄λος της βλαστικής περιόδου. Η εμφάνιση και περαιτέρω εξέλιξη της ασθένειας ευνοείται από συνθήκες υψηλής υγρασίας (90-100%) και θερμοκρασίες 20-24%. Τα μολύσματα του παθογόνου (σποριάγγεια) παράγονται σε μεγάλο εύρος θερμοκρασιών (10-30%) και συμβάλλουν αποτελεσματικά στην επιδημική ανάπτυξη της ασθένειας στον αγρό. Παράγονται στην κάτω επιφάνεια των προσβεβλημένων φύλλων και διασπείρονται με τη βοήθεια του ανέμου. Το παθογόνο παράγει συνήθως 4-6 γενιές κονιδίων κατά τη διάρκεια της καλλιεργητικής περιόδου με αποτέλεσμα, όταν επικρατούν ευνοϊκές περιβαλλοντικές συνθήκες, η εξάπλωση της ασθένειας να είναι ταχεία, ιδιαίτερα σε περιοχές με εντατική καλλιέργεια σόγιας.
Η αθσένεια έχει σοβαρές άμεσες επιπτώσεις στην παραγωγή. Οι απώλειες στην παραγωγή κυμαίνονται από 25-40%, ιδιαίτερα όταν επικρατούν ευνοϊκές για την ασθένεια περιβαλλοντικές συνθήκες. Η ασθένεια προκαλεί επίσης μείωση της βλαστικότητας των σπόρων κατά 30% και του βάρους των παραγόμενων σπόρων κατά 5-50%.
Για την αντιμετώπιση της ασθένειας συνιστάται η επικάλυψη του σπόρου με μυκητοκτόνα, η εφαρμογή προληπτικών ψεκασμών των φυτών με φυτοπροστατευτικά προϊόντα, καθώς και η λήψη καλλιεργητικών μέτρων (π.χ. αμειψισπορά, βαθύ παράχωμα των υπολειμμάτων της καλλιέργειας, κ.ά.), που σκοπό έχουν τη μείωση των πηγών των πρωτογενών μολυσμάτων του παθογόνου.