Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Συγκομιδή αραχίδας"
(Μία ενδιάμεση αναθεώρηση από ένα χρήστη δεν εμφανίζεται) | |||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
+ | [[Image:Συγκομιδή αραχίδας.jpg|thumb|px100|Συγκομιδή αραχίδας]] | ||
+ | [[Image:Συγκομιδή αραχίδας II.jpg|thumb|px100|Συγκομιδή αραχίδας]] | ||
+ | |||
Τρία προβλήματα δυσκολεύουν τον καθορισμό της ωρίμανσης στην [[αραχίδα]]: | Τρία προβλήματα δυσκολεύουν τον καθορισμό της ωρίμανσης στην [[αραχίδα]]: | ||
*η ανάπτυξη των καρπών μέσα στο έδαφος, που καθιστά δύσκολη την άμεση οπτική παρακολούθησή του, | *η ανάπτυξη των καρπών μέσα στο έδαφος, που καθιστά δύσκολη την άμεση οπτική παρακολούθησή του, |
Τελευταία αναθεώρηση της 13:17, 8 Οκτωβρίου 2013
Τρία προβλήματα δυσκολεύουν τον καθορισμό της ωρίμανσης στην αραχίδα:
- η ανάπτυξη των καρπών μέσα στο έδαφος, που καθιστά δύσκολη την άμεση οπτική παρακολούθησή του,
- ο χαρακτήρας της συνεχούς ανάπτυξης του φυτού με παρατεταμένη περίοδο ανθοφορίας, με αποτέλεσμα ο παραγωγός να πρέπει να σταθμίσει την ωρίμανση των λοβών από τα όψιμα άνθη και την απώλεια λοβών από τα πρώιμα και
- το ενδιαφέρον του παραγωγού για την ωριμότητα του σπόρου που βρίσκεται μέσα στο λοβό.
Οι ορθόκλαδοι τύποι είναι έτοιμοι για συγκομιδή 110-130 ημέρες από τη σπορά και οι έρποντες 130-150 ημέρες, όταν οι περισσότεροι λοβοί έχουν ωριμάσει. Τόσο η πρώιμη όσο και η όψιμη συγκομιδή παρουσιάζουν σημαντικές απώλειες και υποβάθμιση της ποιότητας του σπόρου. Με πρώιμη συγκομιδή περισσότεροι από τους σπόρους συρρικνώνονται και χάνουν περίπου το ήμισυ του βάρους τους κατά την ξήρανση, δεν αποθηκεύονται σωστά, ταγκιάζουν και αναπτύσσουν γρηγορότερα ανεπιθύμητες οσμές. Από την άλλη πλευρά, η καθυστέρηση στη συγκομιδή συντελεί σε μεγαλύτερες απώλειες καρπού, οι οποίες μπορούν να φθάσουν το 30-40%. Η επιτυχία συνίσταται στον καθορισμό της εποχής συγκομιδής, ώστε να μεγιστοποιηθεί ο αριθμός των ώριμων σπόρων εντός των λοβών που θα παραμείνουν προσκολλημένοι στο φυτό κατά την εξαγωγή.
Ο σπόρος θεωρείται ώριμος όταν έχει πάρει το πλήρες μέγεθος και το τυπικό χρώμα της ποικιλίας. Η πτώση του φυλλώματος δεν αποτελεί ασφαλές κριτήριο ωρίμανσης. Ορισμένες ορθόκλαδες ποικιλίες χάνουν ένα μέρος του φυλλώματος με την ωρίμανση των λοβών, ενώ άλλες ορθόκλαδες καθώς και οι έρπουσες διατηρούν πράσινο το χρώμα των φύλλων.
Ο καλύτερος τρόπος καθορισμού της κατάλληλης εποχής συγκομιδής είναι η δειγματοληπτική εξαγωγή ενός μικρού αριθμού φυτών από διάφορα σημεία του αγρού, η συλλογή των λοβών, το άνοιγμά τους και ο προσδιορισμός του ποσοστού των λοβών που στο εσωτερικό τους έχουν δημιουργηθεί σκούρες νευρώσεις και καστανές κηλίδες. Για τις έρπουσες ποικιλίες και τις ποικιλίες τύπου spanish, η συγκομιδή συνιστάται όταν το 75-80% των λοβών έχουν πάρει χρώμα σκούρο ή έχουν αρχίσει να σκουραίνουν. Για τις ποικιλίες τύπου virginia ο προσδιορισμός γίνεται με την εξέταση του χρώματος του περισπερμίου των σπόρων, παρά από το χρώμα των λοβών. Κατάλληλη εποχή, θεωρείται, όταν το 60-65% των λοβών περιέχουν σπόρους με περισπέρμιο σκούρου ροζ χρώματος και με προεξέχουσες νευρώσεις.
Οι τρόποι συγκομιδής ποικίλουν από εκτέλεση όλων των εργασιών με το χέρι, μέχρι πλήρως μηχανοποιημένη συγκομιδή. Διάφοροι δε συνδυασμοί χειρονακτικής εργασίας και χρησιμοποίησης μηχανών μπορούν να εφαρμοσθούν σε κάθε φάση συγκομιδής. Οι φάσεις συγκομιδής είναι:
- εξαγωγή των φυτών,
- ξήρανση,
- αλωνισμός (παραλαβή των λοβών).
Η εξαγωγή των φυτών γίνεται σε υγρασία σπόρων από 35 έως 50% ανάλογα με την ποικιλία και τις συνθήκες υγρασίας του εδάφους. Το ποσοστό των απωλειών εξαρτάται κυρίως από τη μηχανική σύσταση και την υγρασία του εδάφους. Η εξαγωγή μπορεί να γίνει με το χέρι ή με ειδικό εξάρτημα το οποίο απομακρύνει με ελαφρό κραδασμό την περίσσεια χώματος από τους λοβούς και τις ρίζες και τοποθετεί τα φυτά ανεστραμμένα (με τους λοβούς προς τα επάνω) επάνω στο έδαφος ή σπανιότερα σε τρίποδες, όταν πρόκειται για μικρές εκτάσεις, για να αποξηρανθούν οι λοβοί και η υπέργεια φυτομάζα. Τα φυτά παραμένουν στη θέση αυτή μέχρι η υγρασία των σπόρων να μειωθεί στο 18-25%. Μπορεί να γίνει επίσης και τεχνητή ξήρανση σε ειδικά ξηραντήρια θερμού αέρα. Ο αλωνισμός ή παραλαβή των λοβών, γίνεται με το χέρι ή με ειδικά μηχανήματα τα οποία σηκώνουν τα φυτά από το έδαφος και παραλαμβάνουν τους λοβούς. Επίσης μπορούν να χρησιμοποιηθούν και ειδικές αλωνιστικές μηχανές.
Υπάρχουν όμως διαθέσιμες και μηχανές διαφόρων τύπων, οι οποίες συγχρόνως εξάγουν τα φυτά, απομακρύνουν τους λοβούς από το φυτό και τους καθαρίζουν από τα χώματα. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ύπαρξη ξηραντηρίων για τεχνητή ξήρανση των λοβών.
Ορισμένες ποικιλίες παράγουν μεγάλη υπέργεια φυτομάζα, η οποία παράμενει πράσινη κατά την ωρίμανση των λοβών. Προκειμένου να περάσει μικρότερος όγκος φυτομάζας στα μηχανήματα αλωνισμού των λοβών, γίνεται αφαίρεση μέρους του φυλλώματος πριν την εξαγωγή των φυτών, το οποίο χρησιμοποιείται ως ζωοτροφή.
Οι καλλιέργειες σποροπαραγωγής χρειάζονται πολύ μεγαλύτερη προσοχή κατά τη συγκομδή, γιατί υφίστανται μηχανικές ζημιές, οι οποίες μπορεί να μην είναι ορατές, όμως μειώνουν σημαντικά (μέχρι και 50%) τη βλαστική ικανότητα των σπόρων.
Οι σπόροι μέσα στους λοβούς, μετά τη συγκομιδή, έχουν περιεκτικότητα σε υγρασία περίπου το 20% και αυτή πρέπει να μειωθεί κάτω από το 8-10% για περιορισμένο χρόνο αποθήκευσης και ακόμη λιγότερο για μακροχρόνια αποθήκευση. H σχετική υγρασία του χώρου αποθήκευσης δεν πρέπει να ξεπερνά το 70%. H ξήρανση γίνεται σταδιακά γιατί τα περιβλήματα των λοβών ξηραίνονται πιο γρήγορα από το σπόρο και γίνονται εύθραυστα. Η θερμοκρασία ξήρανσης δεν πρέπει να ξεπερνά τους 35-38oC. Η διάρκεια ασφαλούς αποθήκευσης, εκτός από την υγρασία του σπόρου, εξαρτάται και από τη θερμοκρασία αποθήκευσης. Όσο χαμηλότερη είναι η θερμοκρασία τόσο μεγαλύτερο χρονικό διάστημα μένει ο σπόρος αναλλοίωτος. Γίνεται αποθήκευση λοβών ή αποθήκευση σπόρων. Οι γυμνοί σπόροι υφίστανται ταχύτερα αλλοιώσεις σε σχέση με τους σπόρους που βρίσκονται μέσα στους λοβούς. Για το λόγο αυτό η απομάκρυνση των περιβλημάτων για το σπόρο που προορίζεται για σπορά, συνιστάται να γίνεται όσο το δυνατόν πλησιέστερα προς το χρόνο χρησιμοποίησής του.
Ένα ειδικό πρόβλημα κατά την αποθήκευση της αραχίδας που απασχολεί τη βιομηχανία μεταποίησης, είναι η εμφάνιση στους σπόρους τοξικών ουσιών με καρκινογόνες ιδιότητες. Οι ουσίες αυτές ονομάζονται αφλατοξίνες και παράγονται από το σαπροφυτικό μύκητα Aspergillus flavus, ο οποίος είναι διαδεδομένος σε όλο τον κόσμο. Η αρχική μόλυνση μπορεί να συμβεί στον αγρό πριν από τη συγκομιδή ή μετά τη συγκομιδή, κατά την αποφλοίωση και κατά την αποθήκευση. Κανονικά ο μύκητας καταστρέφεται από τη ζέστη και τον ξηρό καιρό κατά τη διάρκεια της ξήρανσης στον αγρό ή κατά την τεχνητή ξήρανση. Σε περιόδους όμως πολλών βροχοπτώσεων ή καθυστέρησης της συγκομιδής, συνεχίζει να αναπτύσσεται. Η προσβολή ελέγχεται με την αποθήκευση σε ξηρό και ψυχρό περιβάλλον.