Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Λούπινο φυτό"
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
[[Image:Λούπινο φυτό.jpg|thumb|px100|Λούπινα]] | [[Image:Λούπινο φυτό.jpg|thumb|px100|Λούπινα]] | ||
− | |||
Με το όνομα λούπινο <ref name="Σιτηρά και ψυχανθή"/> είναι γνωστά πολλά είδη (πάνω από 300) άγρια και καλλιεργούμενα, τα οποία ανήκουν στο γένος Lupinus. Στο γένος αυτό περιλαμβάνονται είδη ποώδη ετήσια και ποώδη—θαμνώδη πολυετή. Τα περισσότερα είδη κατάγονται από το Νέο κόσμο (μεγαλύτερος αριθμός βρέθηκε στη Ν.Δ. Αμερική) και μόνο 12 αναγνωρισμένα είδη είναι του Παλαιού κόσμου, εκτεινόμενα γύρω από τη Μεσόγειο και την Α. Αφρική. | Με το όνομα λούπινο <ref name="Σιτηρά και ψυχανθή"/> είναι γνωστά πολλά είδη (πάνω από 300) άγρια και καλλιεργούμενα, τα οποία ανήκουν στο γένος Lupinus. Στο γένος αυτό περιλαμβάνονται είδη ποώδη ετήσια και ποώδη—θαμνώδη πολυετή. Τα περισσότερα είδη κατάγονται από το Νέο κόσμο (μεγαλύτερος αριθμός βρέθηκε στη Ν.Δ. Αμερική) και μόνο 12 αναγνωρισμένα είδη είναι του Παλαιού κόσμου, εκτεινόμενα γύρω από τη Μεσόγειο και την Α. Αφρική. |
Αναθεώρηση της 12:45, 15 Οκτωβρίου 2013
Με το όνομα λούπινο [1] είναι γνωστά πολλά είδη (πάνω από 300) άγρια και καλλιεργούμενα, τα οποία ανήκουν στο γένος Lupinus. Στο γένος αυτό περιλαμβάνονται είδη ποώδη ετήσια και ποώδη—θαμνώδη πολυετή. Τα περισσότερα είδη κατάγονται από το Νέο κόσμο (μεγαλύτερος αριθμός βρέθηκε στη Ν.Δ. Αμερική) και μόνο 12 αναγνωρισμένα είδη είναι του Παλαιού κόσμου, εκτεινόμενα γύρω από τη Μεσόγειο και την Α. Αφρική.
Τα λούπινα είναι γνωστά από αρχαιοτάτων χρόνων. Τα καλλιεργούμενα είδη είναι τα L. angustifolius L. (μπλε λούπινο), L. albus L. (λευκό λούπινο), L. luteus L. (κίτρινο λούπινο), είδη του Παλαιού κόσμου και L. mutabilis Sweet (λούπινο των Άνδεων), είδος του Νέου κόσμου. Πλέον διαδεδομένα είναι τα τρία πρώτα, το κοινό όνομα των οποίων σχετίζεται με το χρώμα του άνθους. Το L. mutabilis καλλιεργήθηκε λιγότερο, κυρίως στη Ν. Αμερική και άρχισε να ενδιαφέρει εκ νέου τους βελτιωτές τα τελευταία χρόνια. Αναφέρεται και το είδος L. cosentinii Guss (Παλαιού κόσμου), καλλιεργούμενο στη Δ. Αυστραλία για παραγωγή χόρτου, το οποίο όμως συνήθως αυτοπολλαπλασιάζεται στα βαθιά, άγονα, αμμώδη εδάφη αυτής της περιοχής.
Βοτανικά χαρακτηριστικά λούπινου
Τα καλλιεργούμενα είδη λούπινου είναι ποώδη ετήσια φυτά, με όρθια ανάπτυξη. Έχουν μία ισχυρή πασσαλώδη ρίζα, η οποία εισχωρεί βαθιά στο έδαφος και διακλαδίζεται άφθονα. Στις ρίζες σχηματίζονται μεγάλα φυμάτια.
Τα στελέχη είναι χονδρά και διακλαδίζονται χωρίς να πλαγιάζουν. Το ύψος τους κυμαίνεται από 20 έως 100 cm, ανάλογα με τις συνθήκες ανάπτυξης και το γενότυπο. Χαρακτηριστικό γνώρισμα των λούπινων είναι τα σύνθετα παλαμοειδή φύλλα. Τα φυλλάρια κάθε φύλλου εκφύονται κυκλικά από το ακραίο σημείο του μίσχου. Ο αριθμός των φυλλαρίων ποικίλει με το είδος και την ποικιλία και κυμαίνεται από 5 έως 11. Διαφορές επίσης παρατηρούνται στο μέγεθος και στο πλάτος των φύλλων. Στο λευκό λούπινο τα φυλλάρια είναι πλατιά και μεγάλα, στο μπλε και το κίτρινο συνήθως είναι στενά και μακριά. Διαφοροποιήσεις όμως στη μορφολογία των φύλλων εμφανίζονται και μεταξύ των ποικιλιών κάθε είδους. Το στέλεχος, οι μίσχοι και τα φυλλάρια συνήθως καλύπτονται από τρίχες.
Τα άνθη φέρονται σε μεγάλες, επάκριες, βοτρυώδεις ταξιανθίες. Το χρώμα του άνθους είναι λευκό, μπλε, κίτρινο και μαργαριτώδες. Το μπλε λούπινο είναι κυρίως αυτογονιμοποιούμενο, ενώ το λευκό και το κίτρινο μπορούν να διασταυρωθούν ελεύθερα σε ποσοστό 9-40%. Τα άνθη προσελκύουν τις μέλισσες οπότε τοποθέτηση στην καλλιέργεια κυψελών αυξάνει την καρπόδεση. Μόνον ένα μικρό ποσοστό ανθέων της ταξιανθίας, κυρίως τα άνθη προς τη βάση, εξελίσσεται σε λοβούς. Αυτός ο τρόπος καρπόδεσης δεν συνδέεται με ατελή γονιμοποίηση.
Λοβοί χωρίς σπόρους μπορούν να παραμείνουν στο φυτό μέχρι τη συγκομιδή. Οι λοβοί είναι τριχωτοί, δερματώδεις και φέρουν 2-6 σπόρους, ανάλογα με το είδος και την ποικιλία. Τα περιβλήματα των λοβών είναι ιδιαίτερα χονδρά και αποτελούν το 35-40% του βάρους του λοβού κατά την ωρίμανση. Για συγκριτικούς λόγους, αναφέρεται ότι το ποσοστό αυτό στο φασόλι είναι 20-27% και στη σόγια 26%. Οι βελτιωτές λούπινου για την αύξηση του δείκτη συγκομιδής προσπαθούν να μειώσουν το πάχος των περιβλημάτων των λοβών. Οι σπόροι στο λευκό λούπινο είναι μεγάλοι, με σχήμα σχεδόν τετράγωνο, πεπλατυσμένοι, με στρογγυλεμένες άκρες, ωχρόλευκου χρώματος. Στο μπλε λούπινο οι σπόροι είναι μικρότεροι, έχουν σχήμα στρογγυλό, ελαφρώς νεφροειδές και χρώμα κυανωπό-γκρίζο, ή γκριζοπράσινο με κιτρινοκαστανές κηλίδες. Στο κίτρινο λούπινο οι σπόροι είναι μικροί, ελαφρώς πεπλατυσμένοι, χρώματος κιτρινωπού, ελαφρώς καστανού, με διάστικτα μαύρα στίγματα.
Κλιματικές συνθήκες λούπινου
Τα λούπινα είναι καλλιέργειες των εύκρατων κλιμάτων και δεν είναι ανθεκτικά στον παγετό. Για τις περισσότερες ποικιλίες χρειάζεται όμως μία περίοδος χαμηλών θερμοκρασιών (όχι κάτω από τους 0oC) για να υποστούν τα φυτά εαρινοποίηση. Οι απαιτήσεις για εαρινοποίηση είναι μεγαλύτερες για τους γενότυπους που σπέρνονται το φθινόπωρο και ανθίζουν αργά την άνοιξη, σε σχέση με εκείνους που σπέρνονται την άνοιξη. Στην περιοχή της Μεσογείου, όπου συνήθως η σπορά γίνεται το φθινόπωρο, τα φυτά μπορούν να ζημιωθούν από θερμοκρασίες χαμηλότερες από -4oC στα πρώτα στάδια της βλαστικής ανάπτυξης. Μεγαλύτερη όμως βλάβη υφίστανται νωρίς την άνοιξη κατά τα πρώτα στάδια της παραγωγικής ανάπτυξης. Για την αποφυγή ζημιών από τις χαμηλές θερμοκρασίες συνιστάται η πρώιμη φθινοπωρινή σπορά. Η ανάπτυξη των φυταρίων καθώς και ο σχηματισμός φυματίων περιορίζονται σε θερμοκρασίες μικρότερες από 2-5oC. Από τα καλλιεργούμενα είδη πιο ανθεκτικό στο κρύο είναι το μπλε λούπινο, ακολουθεί το λευκό και το πιο ευαίσθητο είναι το κίτρινο. Μεταξύ όμως των ποικιλιών του κάθε είδους παρατηρούνται μεγάλες διαφορές. Επιζήμιες για την ανάπτυξη του φυτού είναι και οι υψηλές θερμοκρασίες. Κατά τη διάρκεια της άνθησης, θερμοκρασίες ημέρας 33oC μπορούν να προκαλέσουν πτώση ανθέων και νεαρών λοβών. Υψηλές θερμοκρασίες συνοδευόμενες από ξηρασία κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης των λοβών μειώνουν την απόδοση, λόγω της μείωσης του βάρους των σπόρων.
Τα L. albus L. και L. angustifolius L. είναι είτε μακράς φωτοπεριόδου, είτε δεν αντιδρούν στη φωτοπερίοδο. Το L. luteus L. είναι φυτό μακράς φωτοπεριόδου.
Εδαφικές συνθήκες λούπινου
Οι απαιτήσεις του λούπινου σε γονιμότητα εδάφους είναι πολύ μικρές. Μπορούν να καλλιεργηθούν σε πτωχά και ξηρά εδάφη όπου άλλα ψυχανθή αποτυγχάνουν. Μεταξύ των ειδών, το L. albus προσαρμόζεται καλύτερα στα βαρύτερα πηλοαμμώδη εδάφη, τουλάχιστον μέτριας γονιμότητας, το L. luteus στα αμμώδη και πηλοαμμώδη εδάφη μικρής γονιμότητας και το L. angustifolius στα πηλοαμμώδη και αμμοπηλώδη εδάφη με μέτρια γονιμότητα. Το λούπινο προτιμά τα ελαφρώς όξινα ως ουδέτερα εδάφη (άριστο pH 5,5-6,5).
Γενικά αντέχει στην οξύτητα του εδάφους περισσότερο από πολλά άλλα είδη ψυχανθών. Τη μεγαλύτερη αντοχή στην οξύτητα παρουσιάζει το L. luteus ενώ το L. albus παρουσιάζει τη μεγαλύτερη αντοχή σε υψηλό pH. Γενικά το λούπινο χαρακτηρίζεται ως μετρίως ευαίσθητο φυτό στην αλκαλικότητα του εδάφους. Σε εδάφη με pH μεγαλύτερο από 7,5 και υψηλή περιεκτικότητα Ca, παρουσιάζεται χλώρωση στα φυτά. Η υψηλή συγκέντρωση ασβεστίου είναι τοξική στα περισσότερα είδη λούπινου. Η ευαισθησία του λευκού λούπινου στο ελεύθερο ασβέστιο του εδάφους βρέθηκε ότι συνδέεται με τους μηχανισμούς πρόσληψης του φωσφόρου και του σιδήρου.
Αύξηση και ανάπτυξη του φυτού του λούπινου
Το λούπινο έχει επίγειο φύτρωμα. Για τη βλάστηση του σπόρου η θερμοκρασία πρέπει να είναι πάνω από τους 3-4oC. Το λούπινο είναι κλασικό φυτό με συνεχή ανάπτυξη, η οποία διαμορφώνεται σε διάφορα επίπεδα, κάθε ένα από τα οποία έχει καθορισμένη ανάπτυξη και φέρει επάκρεια ταξιανθία.
Το πρώτο επίπεδο είναι ο κύριος βλαστός με μεταβλητό αριθμό φύλλων ανάλογα με το γενότυπο, την περιοχή ανάπτυξης και την εποχή σποράς. Με φθινοπωρινή σπορά σχηματίζονται περισσότερα φύλλα σε σχέση με την ανοιξιάτικη. Ο αριθμός των φύλλων εξαρτάται από το ρυθμό παραγωγής καταβολών φύλλων στο ακραίο μερίστωμα και τη χρονική στιγμή της μετατροπής του ακραίου μεριστώματος σε ταξιανθία. Η παραγωγή καταβολών φύλλων σταματά με το τέλος της εαρινοποίησης του φυτού. Εαρινοποίηση στο λευκό λούπινο γίνεται σε θερμοκρασίες μικρότερες από 14oC. Συμπερασματικά, η ανάπτυξη του κυρίως βλαστού εξαρτάται από το γενότυπο και τη θερμοκρασία.
Πρώτης τάξης διακλαδώσεις σχηματίζονται από οφθαλμούς στη βάση των ανώτερων φύλλων του κύριου βλαστού. Οι βλαστοί αυτοί θα καταλήξουν σε ταξιανθία κάτω από την οποία θα παραχθεί ένα νέο επίπεδο βλαστών. Αυτή η κατασκευή του φυτού προκαλεί ανταγωνισμό στην ανάπτυξη μεταξύ των λοβών στις ταξιανθίες που βρίσκονται στους κατώτερους βλαστούς και αυτών που βρίσκονται στις αναπτυσσόμενες νέες διακλαδώσεις. Επίσης οδηγεί σε μεγάλο βιολογικό κύκλο και ανομοιόμορφη ωρίμανση.
Μετατροπή της αρχιτεκτονικής του φυτού επιφέρουν δύο γενετικά συστήματα:
- η καθορισμένη ανάπτυξη και
- ο νανισμός.
Η καθορισμένη ανάπτυξη μπορεί να ορισθεί ως η στιγμή του βιολογικού κύκλου όπου όλοι οι οφθαλμοί στο φυτό γίνονται ανθοφόροι, οπότε η παραγωγή νέων βλαστικών οργάνων είναι αδύνατη. Στο λευκό λούπινο η καθορισμένη ανάπτυξη προήλθε από μετάλλαξη. Στη συνέχεια το χαρακτηριστικό αυτό μεταφέρθηκε σε γενετικό υλικό όλων των καλλιεργούμενων ειδών του λούπινου. Με την καθορισμένη ανάπτυξη μειώνεται ο αριθμός των βλαστών σε 1-2 επίπεδα, συντομεύεται η ωριμανση και γίνεται πλέον ομοιόμορφη.
Ο νανισμός συντελεί σε βράχυνση των μεσογονατίων διαστημάτων. Αρκετές μεταλλάξεις με το φαινόμενο του νανισμού έχουν περιγραφεί στο λευκό λούπινο. Από αυτές, ορισμένες απλώς συντελούν στη δημιουργία κοντότερων μεσογονατίων διαστημάτων χωρίς να τροποποιούν τη δομή του φυτού, το μέγεθος των φύλλων και το μήκος των μίσχων, ενώ άλλες παράλληλα με τις σμικρύνσεις των μεσογονατίων, μειώνουν το μέγεθος των φύλλων και το μήκος των μίσχων.
Η συγκέντρωση της ξηράς ουσίας σε γόνιμα εδάφη, στους τύπους συνεχούς ανάπτυξης, λόγω του τρόπου οικοδόμησης του φυτού είναι μεγάλη, μπορεί να φθάσει πάνω από 1,5tn/στρ. με φθινοπωρινή σπορά. Η κατανομή όμως των προϊόντων φωτοσύνθεσης μεταξύ των αναπτυσσομένων διακλαδώσεων και λοβών είναι ιδιαίτερα μεταβλητή και αυτό συντελεί ώστε η απόδοση σε καρπό να κυμαίνεται σε ευρέα όρια. Στο λούπινο, αντίθετα με τα χειμερινά σιτηρά, βρέθηκε ότι από τα προϊόντα φωτοσύνθεσης που συγκεντρώνονται στα βλαστικά τμήματα ένα πολύ μικρό ποσό μετακινείται προς τους αναπτυσσόμενους σπόρους, ώστε η απόδοση να εξαρτάται κυρίως από τη φωτοσύνθεση και την κατανομή των προϊόντων κατά τη διάρκεια της κριτικής περιόδου των έξι περίπου εβδομάδων που διαρκεί το γέμισμα των σπόρων. Τα χαρακτηριστικά της περιορισμένης ανάπτυξης και του νανισμού επηρεάζουν σημαντικά τον ανταγωνισμό βλαστικών τμημάτων και λοβών και προς αυτή την κατεύθυνση εργάζονται οι βελτιωτές του λούπινου, ώστε να κάνουν πιο σταθερή την κατανομή των προϊόντων φωτοσύνθεσης και συνεπώς πιο σταθερή την απόδοση.
Ποικιλίες λούπινου
Οι κυριότερες ποικιλίες [2] λούπινου που συναντάμε είναι οι:
Ασθένειες λούπινου
Οι ασθένειες απ' τις οποίες προσβάλλεται η καλλιέργεια του λούπινου είναι οι παρακάτω:
Εχθροί λούπινου
Περιορισμένος αριθμός εντόμων προκαλεί ζημιές στα λούπινα, μεταξύ αυτών κυριότερα είναι διάφορα είδη αφίδων (Myzus persicae, Acythosiphum spp. κ.ά.) και το πράσινο σκουλήκι (Helicoverpa spp.) οι προνύμφες του οποίου τρέφονται με τους λοβούς.
Πληροφοριακά στοιχεία
Ευδοκιμεί στις περιοχές
|
Σχετικές σελίδες
- Καλλιέργεια λούπινου
- Λούπινο προϊόν
- Αμμώδη εδάφη
- Βοτανικά χαρακτηριστικά λούπινου
- Κλιματικές συνθήκες λούπινου
- Εδαφικές συνθήκες λούπινου
- Αύξηση και ανάπτυξη του φυτού του λούπινου
- Έντομα
- Εχθροί λούπινου
- Ασθένειες λούπινου
- Ποικιλίες λούπινου
Βιβλιογραφία
- ↑ "Ειδική γεωργία, Σιτηρά και ψυχανθή", Δέσποινα Παπακώστα-Τασοπούλου, Καθηγήτρια Γεωπονικής Σχολής Α.Π.Θ.
- ↑ Το λούπινο