Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Αγγουριά"
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
{{{top_heading|==}}}Γενικά στοιχεία{{{top_heading|==}}} | {{{top_heading|==}}}Γενικά στοιχεία{{{top_heading|==}}} | ||
[[Image:Φυτεία αγγουριάς.jpg|thumb|px100|Φυτεία αγγουριάς]] | [[Image:Φυτεία αγγουριάς.jpg|thumb|px100|Φυτεία αγγουριάς]] | ||
− | Πιστεύεται ότι είναι [[Αγγουριά|φυτό]] ενδογενές της Ινδίας ή και της Αφρικής. Η απόδειξη είναι μάλλον δύσκολη, γιατί η αγγουριά ποτέ δεν βρέθηκε στην άγρια μορφή της. Ο προγεννήτορας του είδους ίσως είναι το συγγενές άγριο είδος Cucumis sativus var. hardwickii, το οποίο έχει βρεθεί να αυτοφύεται στις παρυφές των Ιμαλαΐων στο Νεπάλ. Ο De Candole το 1882 πίστευε ότι το αγγούρι [[Καλλιέργεια αγγουριάς|καλλιεργείται]] στις Ινδίες από το 3.000 π.Χ. Στο ανατολικό Ιράν υπάρχουν αγγούρια από το 3.000 π.Χ, στην Κίνα καλλιεργείται από το 2.000 π.Χ. Η Κίνα θεωρείται το δεύτερο κέντρο γενετικής παραλλακτικότητας της αγγουριάς. Σήμερα η καλλιέργεια αγγουριάς στη χώρα αυτή είναι μια από τις πλέον σημαντικές καλλιέργειες λαχανικών. Στην Ελλάδα αναφέρεται ότι υπήρχε από αρχαιοτάτων χρόνων. Ο Θεόφραστος με το όνομα «Σίκυος» ή «Σίκυς» περιγράφει τρεις [[Ποικιλίες αγγουριάς|ποικιλίες]]. Το 14ο αιώνα καλλιεργήθηκε στη Μεγάλη Βρετανία. Πορτογάλοι εξερευνητές μετέφεραν το αγγούρι στη δυτική Αφρική. Ο Κολόμβος το μετέφερε στην Αμερική | + | Πιστεύεται ότι είναι [[Αγγουριά|φυτό]] ενδογενές της Ινδίας ή και της Αφρικής. Η απόδειξη είναι μάλλον δύσκολη, γιατί η αγγουριά ποτέ δεν βρέθηκε στην άγρια μορφή της. Ο προγεννήτορας του είδους ίσως είναι το συγγενές άγριο είδος Cucumis sativus var. hardwickii, το οποίο έχει βρεθεί να αυτοφύεται στις παρυφές των Ιμαλαΐων στο Νεπάλ. Ο De Candole το 1882 πίστευε ότι το αγγούρι [[Καλλιέργεια αγγουριάς|καλλιεργείται]] στις Ινδίες από το 3.000 π.Χ. Στο ανατολικό Ιράν υπάρχουν αγγούρια από το 3.000 π.Χ, στην Κίνα καλλιεργείται από το 2.000 π.Χ. Η Κίνα θεωρείται το δεύτερο κέντρο γενετικής παραλλακτικότητας της αγγουριάς. Σήμερα η καλλιέργεια αγγουριάς στη χώρα αυτή είναι μια από τις πλέον σημαντικές καλλιέργειες λαχανικών. Στην Ελλάδα αναφέρεται ότι υπήρχε από αρχαιοτάτων χρόνων. Ο Θεόφραστος με το όνομα «Σίκυος» ή «Σίκυς» περιγράφει τρεις [[Ποικιλίες αγγουριάς|ποικιλίες]]. Το 14ο αιώνα καλλιεργήθηκε στη Μεγάλη Βρετανία. Πορτογάλοι εξερευνητές μετέφεραν το αγγούρι στη δυτική Αφρική. Ο Κολόμβος το μετέφερε στην Αμερική.<ref name="Καλλιέργεια αγγουριού στη Μεσσαρά"/> |
{{{top_heading|==}}}Βοτανικά χαρακτηριστικά{{{top_heading|==}}} | {{{top_heading|==}}}Βοτανικά χαρακτηριστικά{{{top_heading|==}}} |
Αναθεώρηση της 10:03, 26 Νοεμβρίου 2013
Περιεχόμενα
Γενικά στοιχεία
Πιστεύεται ότι είναι φυτό ενδογενές της Ινδίας ή και της Αφρικής. Η απόδειξη είναι μάλλον δύσκολη, γιατί η αγγουριά ποτέ δεν βρέθηκε στην άγρια μορφή της. Ο προγεννήτορας του είδους ίσως είναι το συγγενές άγριο είδος Cucumis sativus var. hardwickii, το οποίο έχει βρεθεί να αυτοφύεται στις παρυφές των Ιμαλαΐων στο Νεπάλ. Ο De Candole το 1882 πίστευε ότι το αγγούρι καλλιεργείται στις Ινδίες από το 3.000 π.Χ. Στο ανατολικό Ιράν υπάρχουν αγγούρια από το 3.000 π.Χ, στην Κίνα καλλιεργείται από το 2.000 π.Χ. Η Κίνα θεωρείται το δεύτερο κέντρο γενετικής παραλλακτικότητας της αγγουριάς. Σήμερα η καλλιέργεια αγγουριάς στη χώρα αυτή είναι μια από τις πλέον σημαντικές καλλιέργειες λαχανικών. Στην Ελλάδα αναφέρεται ότι υπήρχε από αρχαιοτάτων χρόνων. Ο Θεόφραστος με το όνομα «Σίκυος» ή «Σίκυς» περιγράφει τρεις ποικιλίες. Το 14ο αιώνα καλλιεργήθηκε στη Μεγάλη Βρετανία. Πορτογάλοι εξερευνητές μετέφεραν το αγγούρι στη δυτική Αφρική. Ο Κολόμβος το μετέφερε στην Αμερική.[1]
Βοτανικά χαρακτηριστικά
Είναι φυτό έρπον με λεπτούς βλαστούς που φτάνουν σε μήκος τα 3-4 μέτρα. Το ριζικό σύστημα αποτελείται από μία κεντρική ρίζα από την οποία αναπτύσσονται πολλές πλευρικές. Οι βλαστοί έχουν γωνιώδη διατομή και φέρουν έλικες που επιτρέπουν στο φυτό να αναρριχηθεί. Τα φύλλα είναι μεγάλα, γωνιώδη και φέρουν χνούδι. Από τις μασχάλες των φύλλων αναπτύσσονται πλευρικοί βλαστοί. Τα άνθη διακρίνονται σε αρσενικά και θηλυκά. Τα αρσενικά άνθη είναι μεγαλύτερου μεγέθους και εμφανίζονται κυρίως προς τη βάση του κεντρικού βλαστού σε αντίθεση με τα θηλυκά που έχουν μικρότερο μέγεθος και εμφανίζονται αργότερα στον κεντρικό βλαστό και κυρίως στους πλευρικούς βλαστούς. Τα θηλυκά άνθη φέρουν στη βάση τους υποτυπώδη καρπό (υποφυής ωοθήκη) που είναι ορατός πριν ακόμη γίνει η γονιμοποίηση. Ορισμένες ποικιλίες αγγουριάς έχουν μόνο θηλυκά άνθη και η παραγωγή καρπών γίνεται παρθενοκαρπικά. Ο καρπός της αγγουριάς είναι ράγα κυλινδρικού σχήματος, μικρού ή μεγάλου μεγέθους, λείος ή με μικρά αγκαθάκια, κυκλικός ή γωνιώδης, σε διαφορετικές αποχρώσεις του πράσινου ανάλογα με την ποικιλία. Η μέση σύσταση του καρπού είναι: νερό 95%, υδατάνθρακες 3,4%, πρωτεΐνες 0,5-0,9%, λίπη 0,1% και βιταμίνη C.[2]
Κλιματικές συνθήκες
Η αγγουριά καλλιεργείται το καλοκαίρι στην ύπαιθρο και τον υπόλοιπο χρόνο σε θερμοκήπια, γιατί είναι ευαίσθητη στο κρύο. Η υψηλή θερμοκρασία και η υγρασία ευνοούν την ανάπτυξη της. Τα αγγούρια είναι υποτροπικά φυτά και χρειάζονται μακριές και θερμές μέρες, άφθονο ήλιο και ήπιες νύχτες. Eυδοκιμούν σε σχετικά υψηλές θερμοκρασίες και η ιδανική τους θερμοκρασία είναι 18–24oC. Η αγγουριά δεν αντέχει την παγωνιά. Και επειδή είναι ένα φυτό με γρήγορη ανάπτυξη χρειάζεται τακτικό πότισμα και θρεπτικά στοιχεία καθ’ όλη την περίοδο της ανάπτυξής της.[3]
Εδαφικές συνθήκες
Η αγγουριά έχει ευαίσθητο ριζικό σύστημα. Γι’ αυτό χρειάζεται ελαφρό έδαφος που να στραγγίζει και να αερίζεται καλά, να έχει υψηλή ικανότητα συγκράτησης νερού και να είναι απαλλαγμένο από παθογόνα. Θα πρέπει να είναι πλούσιο σε θρεπτικά στοιχεία ιδίως σε άζωτο και κάλιο. Πιο κατάλληλα θεωρούνται τα αμμοπηλώδη εδάφη και για πολύ πρώιμες καλλιέργειες τα αμμώδη-χαλικώδη εδάφη εφ’ όσον λαμβάνεται πρόνοια για τον πλήρη εφοδιασμό τους σε θρεπτικά στοιχεία. Στα αργιλώδη εδάφη η στράγγιση είναι δύσκολη, το ριζικό σύστημα δεν αναπτύσσεται πλούσια, η παραγωγή είναι μειωμένη, τα φυτά συχνά κιτρινίζουν και παρουσιάζουν τροφοπενίες ή προσβάλλονται σοβαρά από ασθένειες εδάφους (ριζοκτόνια, φυτόφθορα, κ.α). Συνεκτικά εδάφη μπορούν να χρησιμοποιηθούν, αλλά υφίστανται ζημίες όταν καλλιεργούνται υγρά και παρουσιάζουν δυσκολίες στην απόπλυση και στον αερισμό. Τα καλύτερα εδάφη για την καλλιέργεια αγγουριού είναι τα μέσης σύστασης, τα βαθιά, τα γόνιμα, πλούσια σε οργανική ουσία διατηρώντας αρκετή υγρασία. Όσον αφορά τη χημική αντίδραση του εδάφους, αυτή μπορεί να κυμαίνεται από pH=5,5-7,5, αλλά η αγγουριά προτιμά τα ελαφρά όξινα εδάφη pH=6,5.[1]
Πολλαπλασιασμός
Η σπορά για καλλιέργεια στην ύπαιθρο γίνεται τον Απρίλιο-Μάιο και για καλλιέργεια στο θερμοκήπιο οποιαδήποτε εποχή του έτους. Η σπορά πραγματοποιείται σε γλαστράκια χαρτιού ή τύρφης, σακουλάκια, δίσκους με ατομικές θέσεις σποράς και ακολουθεί μία μόνο μεταφύτευση στην τελική θέση στο έδαφος. Ο σπόρος τοποθετείται σε βάθος 1,5-2 εκ. και το υπόστρωμα αποτελείται από τύρφη ή τύρφη και περλίτη (ή άμμο) σε αναλογία 1:1. τα φυτά μεταφυτεύονται στο έδαφος όταν αποκτήσουν 3-4 πραγματικά φύλλα, περίπου 4-5 εβδομάδες μετά τη σπορά. Για την αντιμετώπιση ασθενειών του εδάφους (π.χ. φουζάριο) και την αύξηση της αντοχής των φυτών στις χαμηλές θερμοκρασίες εδάφους εφαρμόζεται η τεχνική του εμβολιασμού (κατακόρυφος ή διας προσεγγίσεως) σε κατάλληλα υποκείμενα, όπως το Cucurbita ficifolia.[2]
Ποικιλίες
Τα τελευταία χρόνια δημιουργούνται διαφορετικές ποικιλίες αγγουριού. Έτσι από το γνωστό κοινό αγγούρι με το μακρύ σχήμα που πωλείται με το τεμάχιο περάσαμε σε μικρότερα αγγούρια που πωλούνται με το κιλό. Επίσης υπάρχει μία ποικιλία με πολύ μικρούς καρπούς που διατηρούνται τουρσί στο ξίδι με την ονομασία αγγουράκια. Στην Κρήτη μια ποικιλία αγγουριού, που σπάνια βρίσκεται στις αγορές, ονομάζεται ξυλάγγουρο. Έχει σχήμα μικρού πεπονιού, ανοικτού πράσινου χρώματος και είναι εξωτερικά καλυμμένο με ελαφρύ χνούδι. Η σάρκα του είναι πιο σκληρή από του κοινού αγγουριού και είναι εξαιρετικά εύγευστη. Οι σημαντικότερες ποικιλίες αναφέρονται στον παρακάτω σύνδεσμο:
Ασθένειες
Οι αγγουριές, όπως όλα τα κηπευτικά, προσβάλλονται από διάφορες ασθένειες, αλλά τα προβλήματα με αυτό το φυτό προέρχονται κυρίως από τις καλλιεργητικές πρακτικές. Προσβάλλεται από μύκητες, βακτήρια και ιούς και σημαντικότερες είναι ο βοτρύτης, ο περονόσπορος, το ωΐδιο κ.ά. Στον παρακάτω σύνδεσμο, αναλύονται οι ασθένειες που προσβάλλουν την αγγουριά, ενώ αναγράφονται και οι τρόποι αντιμετώπισης των κάθε ασθενειών ξεχωριστά.
Εχθροί
Οι κυριότεροι εχθροί της αγγουριάς στη χώρα μας οι οποίοι μπορούν να προκαλέσουν ζημιές στην παραγωγή και να υποβαθμίσουν ποιοτικά το παραγόμενο προϊόν. Σημαντικότεροι εχθροί της αγγουριάς είναι οι νηματώδεις, οι θρίπες, η λιριόμυζα, κ.ά. Αναλύονται λεπτομερώς στον παρακάτω σύνδεσμο:
Πληροφοριακά στοιχεία
Ευδοκιμεί στις περιοχές
|
Σχετικές σελίδες
Βιβλιογραφία
- ↑ 1,0 1,1 Συγκριτική μελέτη βιολογικής ολοκληρωμένης και συμβατικής καλλιέργειας αγγουριού σε θερμοκήπιο στη Μεσσαρά του νομου Ηρακλείου, πτυχιακή εργασία της φοιτήτριας Ζαχαριουδάκη Βερονίκης, Ηράκλειο 2010.
- ↑ 2,0 2,1 Λαχανοκομία - Αγγουριά
- ↑ Κλιματικές συνθήκες αγγουριάς
- ↑ Η τεχνική της καλλιέργειας των κηπευτικών στα θερμοκήπια, του Χρήστου Ολύμπιου, Καθηγητή Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήνα 2001.
- ↑ Αντιμετώπιση ασθενειών σε βιολογική καλλιέργεια αγγουριάς στην Κρήτη, πτυχιακή εργασία της φοιτήτριας Μανουσιδάκη Στεφανίας, Ηράκλειο 2008.
- ↑ Εχθροί αγγουριάς