Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Αυτόχθονες φυλές βοοειδών"
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
− | Υπάρχουν οι αυτόχθονες φυλές βοοειδών, όπως η Βραχυκερατική, η Κατερίνης, η Συκιάς (με κυριότερη αυτών τη Βραχυκερατική) κι ο Ελληνικός Βούβαλος. | + | Υπάρχουν οι αυτόχθονες φυλές [[βοοειδή |βοοειδών]], όπως η Βραχυκερατική, η Κατερίνης, η Συκιάς (με κυριότερη αυτών τη Βραχυκερατική) κι ο Ελληνικός Βούβαλος. |
{{{top_heading|==}}}[[Φυλή Βραχυκερατική]]{{{top_heading|==}}} | {{{top_heading|==}}}[[Φυλή Βραχυκερατική]]{{{top_heading|==}}} |
Τελευταία αναθεώρηση της 08:47, 4 Δεκεμβρίου 2013
Υπάρχουν οι αυτόχθονες φυλές βοοειδών, όπως η Βραχυκερατική, η Κατερίνης, η Συκιάς (με κυριότερη αυτών τη Βραχυκερατική) κι ο Ελληνικός Βούβαλος.
Φυλή Βραχυκερατική
Τα ζώα της φυλής αυτής, όπως πιστεύεται, συγγενεύουν με εκείνα της Ιλλυρικής Βραχυκερατικής φυλής, τα οποία ήταν διαδεδομένα παλαιότερα σε όλα τα βαλκανικά κράτη.
Ο συνολικός πληθυσμός της φυλής ανέρχεται σε 3.037 ζώα και περιοχές όπου εκτρέφονται είναι η Κεφαλλονιά, η νήσος Πεταλάς και η Αιτ/νία.
Τα ζώα αυτά εκτρέφονται στους φτωχούς σε βλάστηση ορεινούς βοσκότοπους της χώρας μας.
Οι αγελάδες καθόλη τη διάρκεια του έτους διατηρούνται στους βοσκότοπους και μόνο σε δυσμενείς καιρικές συνθήκες του χειμώνα προφυλάσσονται σε στάβλους πρόχειρης συνήθως κατασκευής. Οι αγελάδες καλύπτουν τις θρεπτικές ανάγκες κυρίως από την βόσκηση και κατά την διάρκεια των χειμερινών μηνών χορηγούνται συμπυκνωμένες και χονδροειδείς ζωοτροφές.
Τα ζώα της Βραχυκερατικής φυλής [1] είναι μικρόσωμα. Το κεφάλι τους είναι μικρό, με κέρατα λεπτά που στρέφονται προς τα μπροστά στεφανοειδώς. Ο τράχηλος μακρύς με μικρή λαμυρίδα. Ο κορμός μάλλον κοντός, το στήθος και ο θώρακας στενά, αβαθή. Η ράχη και η οσφύς στενές. Η λεκάνη στενή επικλινής. Τα άκρα αναλογικά υψηλά. Ο μαστός μικρός και τριχωτός. Η όλη ανάπτυξη των μυϊκών μαζών είναι μάλλον περιορισμένη.
Ο χρωματισμός του τριχώματος παραλλάσσει πολύ και μπορεί να είναι: ξανθός, αργυρόφαιος, ορφνός, καστανός, φαιός, ορφνόμαυρος. Ο χρωματισμός του ακρορρινίου, των κεράτων και των χηλών είναι συνήθως μαύρος.
Το σώμα τους είναι μικρού μεγέθους. Το σωματικός βάρος των ταύρων είναι 300 Kgr και των αγελάδεων 220 Kgr περίπου. Είναι ζώο βραδείας ανάπτυξης, αλλά ανθεκτικό λιτοδίαιτο, μακρόβιο και υψηλής αναπαραγωγικής ικανότητας. Στο παρελθόν τα ζώα της φυλής αυτής χρησιμοποιούνταν για εργασία.
Το ύψος του ακρωμίου στους ταύρους είναι 96-103 εκ. ενά στις αγελάδες 90-100 εκ. Το σωματικό βάρος είναι 300 και 220kg αντίστοιχα.
Η ετήσια γαλακτοπαραγωγή των αγελάδων υπολογίζεται σε 700 Kg γάλακτος, το οποίο καταναλώνεται από το μοσχάρι κατά τη φυσική γαλουχία που διαρκεί 6 μήνες περίπου.
Το σωματικό βάρος των μοσχαριών στη γέννηση είναι 16kg για τα αρσενικά και 14g για τις μοσχίδες. Η ηλικία των μοσχίδων στον πρώτο τοκετό είναι 28 μηνών.
Η κρεοπαραγωγική ικανότητα είναι μικρή. Τα ζώα που προορίζονται για σφαγή εκτρέφονται συνήθως μαζί με τα άλλα βοοειδή της αγέλης και τους χορηγείται κατά τους χειμερινούς μήνες συμπληρωματικό σιτηρέσιο. Είναι έτοιμα για σφαγή σε ηλικία 20 μηνών με σωματικό βάρος 160-180 Kg. Η απόδοση σε σφάγιο είναι 45% περίπου.
Περιοχές που ενδείκνυνται ως κατάλληλες για εκτροφή είναι η ορεινές περιοχές της χώρας.
Βιβλιογραφία
Φυλή Κατερίνης
Είναι αυτόχθονη φυλή [1] που ανήκει στον τύπο των Ελληνικών Στεππικών φυλών βοοειδών. Περιοχή εκτροφής για τη φυλή Κατερίνης είναι η Θεσσαλία. Ο πληθυσμός των θηλυκών αναπαραγωγής ανέρχεται στα 200 ζώα.
Είναι μέσου μεγέθους βοοειδή, με τα ενήλικα αρσενικά να φτάνουν τα 375 Kg και τα ενήλικα θηλυκά τα 280 Kg. Ενώ το ύψος του ακρωμίου τους φτάνει τα 123cm για τα αρσενικά της φυλής και τα 113cm για τα θηλυκά. Φέρουν λυροειδή κέρατα.
Βιβλιογραφία
Φυλή Συκιάς
Είναι αυτόχθονη φυλή [1] που ανήκει στον τύπο των Ελληνικών Στεππικών φυλών βοοειδών. Περιοχή εκτροφής για τη φυλή Συκιάς είναι η Σιθωνία Χαλκιδικής.
Είναι μέσου μεγέθους βοοειδή, με τα ενήλικα αρσενικά να φτάνουν τα 375 Kg και τα ενήλικα θηλυκά τα 280 Kg. Ενώ το ύψος του ακρωμίου τους φτάνει τα 123cm για τα αρσενικά της φυλής και τα 113cm για τα θηλυκά.
Βιβλιογραφία
Ελληνικός Βούβαλος
Η φυλή [1] ανήκει στον κοινό βούβαλο τύπου Murrah, που προέρχεται απ' τον ασιατικό βούβαλο. Οι περιοχές εκτροφής του είναι η Κεντρική κι η Ανατολική Μακεδονία και η Θράκη. Ο πληθυσμός των θηλυκών αναπαραγωγής του είδους ανέρχεται στα 2.700 ζώα. Η κατάσταση του πληθυσμού είναι απειλούμενη.
Το σωματικό τους βάρος κυμαίνεται στα 575 Kg για τα αρσενικά και στα 475 Kg για τα θηλυκά. Ενώ το ύψος του ακρωμιου τους φτάνει τα 140 cm στα αρσενικά και τα 130 cm στα θηλυκά. Η μέση τιμή της γαλακτοπαραγωγής τους ανέρχεται στα 1020 Kg.
Ο βούβαλος [2] ως πριν από μερικές δεκαετίες αποτελούσε παραγωγικό ζώο του έλληνα αγρότη και εμπλούτιζε με την παρουσία τους το οικοσύστημα και το τοπίο πολλών υγροτόπων. Μέχρι τις αρχές του εικοστού αιώνα οι βούβαλοι ήταν διαδεδομένοι σε όλη τη χώρα. Το σημαντικότερο μέρος του πληθυσμού εκτρέφονταν σε ελώδεις περιοχές της Θράκης, Μακεδονίας και Θεσσαλίας. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 50, εκτρέφονταν στις περιοχές αυτές γύρω στα 70000 με 75000 ζώα.
Φαίνεται ότι υπάρχουν δυνατότητες για τη βελτίωση του πληθυσμού των βουβάλων, καθώς και εκφρασμένο ενδιαφέρον για την ανάπτυξη του τομέα της βουβαλοτροφίας. Το βουβάλι είναι ζώο προσαρμοσμένο στις περιοχές που εκτρέφεται και χαρακτηρίζεται από την παραγωγή υψηλής ποιότητας παραδοσιακών προϊόντων, τα οποία εκτιμώνται από τους καταναλωτές. Στο σύνδεσμο που ακολουθεί αναλύονται οι προοπτικές ανάπτυξης της βουβαλοτροφίας. Η βουβαλοτροφία στην Ελλάδα.