Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Μάνγκο φυτό"
Γραμμή 29: | Γραμμή 29: | ||
{{{top_heading|==}}}Ασθένειες{{{top_heading|==}}} | {{{top_heading|==}}}Ασθένειες{{{top_heading|==}}} | ||
− | Οι σημαντικότερες ασθένειες που προσβάλλουν το μάνγκο και προκαλούν σοβαρά προβλήματα στην [[Καλλιέργεια μάνγκο|καλλιέργεια]] αλλά και στην παραγωγή (ποιοτικά και ποσοτικά) είναι η ανθράκωση, η ψωρίαση και το ωΐδιο και αναλύονται στον παρακάτω σύνδεσμο: | + | Οι σημαντικότερες ασθένειες που προσβάλλουν το μάνγκο και προκαλούν σοβαρά προβλήματα στην [[Καλλιέργεια μάνγκο|καλλιέργεια]] αλλά και στην παραγωγή (ποιοτικά και ποσοτικά) είναι η [[Ασθένεια μάνγκο Ανθράκωση|ανθράκωση]], η [[Ασθένεια μάνγκο Ψωρίαση|ψωρίαση]] και το [[Ασθένεια μάνγκο Ωΐδιο|ωΐδιο]] και αναλύονται στον παρακάτω σύνδεσμο: |
[[Ασθένειες μάνγκο]] | [[Ασθένειες μάνγκο]] |
Αναθεώρηση της 13:22, 10 Νοεμβρίου 2014
Περιεχόμενα
Γενικά στοιχεία
Το μάνγκο κατάγεται από την Ινδία και τη Βούρμα. Αναφέρεται ότι στην Ινδία καλλιεργείται πάνω από 4000 χρόνια και ότι καταλαμβάνει έκταση 10.000.000 στρεμμάτων. Η ετήσια παγκόσμια παραγωγή ανέρχεται σε 14.961.000 τόνους (FAO, 1988) με την Ινδία να παράγει το 75% αυτής. Επίσης καλλιεργείται ευρέως στο Πακιστάν, Μπανγκλαντές, Βούρμα, Ταϊλάνδη, Φιλιππίνες, Μαλαισία, Ινδονησία, Βιετνάμ, Σρι Λάνκα, Κίνα, Νότια Αφρική, Αυστραλία, Μεξικό, Βραζιλία, Κένυα, Τανζανία, Αίγυπτο, Κούβα και σε μικρότερη έκταση στη Χαβάη και στη φλόριδα των Η.Π.Α. Στην Ελλάδα δεν καλλιεργείται συστηματικά, αλλά απαντά σποραδικά στην Κρήτη. Οι ώριμοι καρποί τρώγονται ως επιδόρπιο. Θεωρείται το πιο δημοφιλές φρούτο στην ανατολή και περιγράφεται ως ο βασιλιάς των φρούτων. Οι καρποί των δένδρων, που προήλθαν από σπορόφυτα, είναι ινώδεις, υδαρείς και μη ευχάριστης γεύσης. Αλλά οι καλές ποικιλίες παράγουν μαλακούς κιτρινόσαρκους καρπούς με καλή γεύση. Επίσης οι ώριμοι καρποί χρησιμοποιούνται για την παραγωγή χυμών και οι άγουροι για την παρασκευή τουρσιού. Ακόμα μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κατεψυγμένος, αποξηραμμένος, κονσερβοποιημένος ή για την παρασκευή μαρμελάδας και μανγκόπιτας. Η σάρκα των ώριμων καρπών περιέχει 15% σάκχαρα, κυρίως σακχαρόζη, είναι πλούσια σε βιταμίνη Α και πτωχή σε βιταμίνες B και C.[1]
Βοτανικά χαρακτηριστικά
Το μάνγκο ανήκει στην οικογένεια Lauraceae και το επιστημονικό βοτανικό όνομά του είναι Mangifera indica L. Διακρίνουμε δε τρία υποείδη:
- Των Δυτικών Ινδιών, που καλλιεργείται στην Ινδία, Πακιστάν και Μπανγκλαντές και παράγει έγχρωμους και εκλεκτής γεύσης καρπούς. Είναι είδος μονοεμβρυονικό και πρέπει να αναπαράγεται αγενώς. Οι σπουδαιότερες ποικιλίες του υποείδους αυτού είναι οι Alfonso, Mulgoba, Haden και Tommy Atkins.
- Της Ινδοκίνας, που παράγει συγκριτικά με το υποείδος των Δυτικών Ινδιών, μικρότερους σε μέγεθος καρπούς, λιγότερο ελκυστικούς, κιτρινοπράσινου χρωματισμού, με σάρκα χωρίς ίνες και εκλεκτής γεύσης. Το υποείδος αυτό είναι πολυεμβρυονικό και αναπαράγεται γενετικά πιστά με σπόρο. Οι ποικιλίες του υποείδους αυτού είναι γνωστές με την ονομασία της περιοχής απ' όπου προέρχονται, όπως Cambodiana, Carabao και Pico.
- Του δυτικού ημισφαιρίου, όπου καλλιεργείται και αποτελείται από σπορόφυτα διαφόρων τύπων και δεν ανήκει στα προηγούμενα υποείδη. Παράγει καρπούς χρώματος κυρίως πράσινου, με κατώτερη γεύση.
Το μάνγκο είναι δένδρο αειθαλές, μεγάλου μεγέθους. Τα φύλλα εκπτύσσονται σε κόκκινες βλαστήσεις, που αργότερα αποκτούν πράσινο χρωματισμό και διατηρούνται στο δένδρο πάνω απ' ένα χρόνο. Οι ταξιανθίες παράγουν χιλιάδες άνθη, από τα οποία τα περισσότερα είναι αρσενικά, αλλά μερικά είναι ερμαφρόδιτα. Το ποσοστό των τέλειων ανθέων κυμαίνεται από 1 - 36% ή πάνω από το 75%. Η βλάστηση του δένδρου αναπτύσσεται κατά κύματα. Στα καρποφόρα δένδρα, οι βλαστήσεις του πρώτου κύματος παράγονται από τους επάκριους οφθαλμούς βλαστών του προηγούμενου έτους και στερούνται ανθέων, οι του δεύτερου κύματος παράγονται από πλάγιους οφθαλμούς, που επάκρια της βλάστησης σχηματίζουν ταξιανθία, που θα δώσει λίγους ή και καθόλου καρπούς. Ένα τρίτο κύμα βλάστησης παράγεται από πλάγιους οφθαλμούς βλαστών, που ωρίμασαν τους καρπούς και είναι τέταρτο από πλάγιους οφθαλμούς βλαστών που έχουν εξασθενήσει από την τρέχουσα ή την παραγωγή του προηγούμενου χρόνου. Ο καρπός είναι δρύπη και ποικίλλει σε μέγεθος, βάρους από 85 gr έως και 2,5kg και εξαρτάται από την ποικιλία. Οι καρποί κάποιων ποικιλιών έχουν σάρκα ινώδη και κατά συνέπεια είναι δυσκολοφάγωτοι.[1]
Κλιματικές συνθήκες
Αν και το μάνγκο είναι ένα καθαρά τροπικό φυτό, τα ενήλικα δένδρα αντέχουν σε θερμοκρασία μέχρι -40C για λίγες μέρες. Τα νεαρά δένδρα και οι ενργά αυξανόμενοι βλαστοί καταστρέφονται στους - 10C. Τα άνθη και οι μικροί καρποί ζημιώνονται, αν η θερμοκρασία πέσει στους 40C για λίγες ώρες. Οι θερμοκρασίες από 240C έως 270C θεωρούνται ως οι πλέον κατάλληλες κατά τη βλαστική περίοδο, παράλληλα με υψηλή σχετική ατμοσφαιρική υγρασία. Το μάνγκο ανέχεται θερμοκρασίες μέχρι και 480C. Η θερμοκρασία επηρεάζει το χρόνο άνθισης των δένδρων. Μια ψυχρή ή ξερή περίοδος, γενικά κατά το χειμώνα, η οποία αναστέλλει ή σταματά τη βλάστηση, επηρεάζει θετικά την προτροπή σχηματισμού των άνθεων. Το μάνγκο ευδοκιμεί σε περιοχές με υψηλή (2540 mm) ή χαμηλή (254 mm) βροχόπτωση. Βροχόπτωση ύψους 1000-1500 mm ετησίως και ομοιόμορφα κατανεμημένη κατά τη διάρκεια του έτους θεωρείται ως η πλέον ιδανική. Αν επικρατούν επί μακρόν ξερικές συνθήκες, τα δένδρα χρειάζονται πότισμα, για να δώσουν ικανοποιητική παραγωγή. Οι ραγδαίες βροχοπτώσεις κατά τη διάρκεια της ανθοφορίας μειώνουν σημαντικά την καρπόδεση. Καλύτερη καρπόδεση επιτυγχάνεται όταν, κατά την περίοδο της ανθοφορίας, το μηνιαίο ύψος βροχόπτωσης δεν υπερβαίνει τα 60 mm. Το μάνγκο απαιτεί ηλιόλουστες περιοχές. [1]
Εδαφικές συνθήκες
Το μάνγκο αναπτύσσεται ικανοποιητικά σε καλά αποστραγγιζόμενα αμμοπηλώδη έως πηλώδη εδάφη βάθους τουλάχιστον 1.5 - 1.8 μέτρα. Κατά την περίοδο της διάπαυσης ο υδατικός ορίζοντας πρέπει να είναι χαμηλά. Το pH του εδάφους πρέπει να είναι 5,5 - 7. Σε εδάφη με υψηλότερο pH παρατηρούνται τροφοπενιακά συμπτώματα σιδήρου και ψευδαργύρου. Το μάνγκο μπορεί να καλλιεργηθεί σε ποικιλία εδαφών, από αλκαλικά, ασβεστώδη εδάφη έως αργιλώδη. Γενικά, υπερβολικά φτωχά εδάφη θα πρέπει να αποφεύγονται όπως και υπερβολικά γόνιμα εδάφη, αφού σε τέτοια πλούσια εδάφη προωθείται η υπερβολική βλάστηση του δέντρου σε βάρος της ανάπτυξης των ανθέων και καρπών. Καλύτερη παραγωγή δίδεται σε καλά στραγγιζόμενα αμμώδη ή ακόμα και πετρώδη εδάφη που στραγγίζουν γρήγορα μετά την υγρή περίοδο, αναγκάζοντας τα δέντρα σε μια λανθάνουσα περίοδο, απαραίτητη για μια καλή επερχόμενη ανθοφορία. Το κατάλληλο pH για την καλλιέργεια του μάνγκο βρίσκεται μεταξύ 6 και 7,2. Σε pH εδάφους 5,5 επίσης μπορεί να γίνει η καλλιέργεια του μάνγκο, αρκεί το ανταλλάξιμο Α1 του εδάφους να μην είναι πάνω από 30ppm. Το ελεύθερο CaCO3 δεν φαίνεται να έχει μεγάλη επίδραση στην ανάπτυξη των δέντρων. Μέχρι 200ppm Ca στο εδαφικό διάλυμα είναι απαραίτητα.[1]
Επικονιάση - Γονιμοποίηση
Οι περισσότερες ποικιλίες του μάνγκο είναι αυτογόνιμες, αλλά υπάρχουν όμως και ποικιλίες που είναι μερικώς αυτόστειρες. Η μεταφορά της γύρης γίνεται με τα έντομα. Οι ισχυροί άνεμοι, η βροχή και οι θερμοκρασίες κάτω απο 15oC επηράζουν αρνητικά την επικονίαση των ανθέων. Το μάνγκο χαρακτηρίζεται από μεγάλη καρπόπτωση καθ' όλα τα στάδια αναπτύξεως του καρπού. Αναφερέται ότι μόνον το 1%ο των τελείων ανθέων εξελίσσονται σε ώριμους καρπούς. Επίσης το μάνγκο παρουσιάζει τάση παρενιαυτοφορίας. Οι παράγοντες που εμπλέκονται στο φαινόμενο αυτό είναι οι βροχοπτώσεις, η υψηλή σχετική ατμοσφαιρική υγρασία, η χαμηλή σχέση C/N, η έλλειψη θρεπτικών στοιχείων, οι προσβολές από μύκητες και έντομα, το χαμηλό ποσοστό των τελείων ανθέων και η ορμονική ανισορροπία. Οι παράγοντες αυτοί επηρεάζουν τη ζωηρότητα της βλάστησης και κατά συνέπεια την παραγωγή του επόμενου έτους. Η βελτίωση των πιο πάνω παραγόντων και η αποφυγή καλλιέργειας κάποιων έντονα παρενιαυτοφορουσών ποικιλιών μπορεί να περιορίσουν το φαινόμενο της παρενιαυτοφορίας στο μάνγκο. Ως επετειοφορούσες χαρακτηρίζονται οι ποικιλίες Tommy Atkins, Keitt, Kent και Pope. Η ωρίμαση των καρπών λαμβάνει χώρα περίπου 105-140 ημέρες μετά την άνθιση.[1]
Πολλαπλασιασμός
Το μάνγκο πολλαπλασιάζεται δι' εμβολιασμού των επιθυμητών ποικιλιών επί υποκειμένων σποροφύτων ή κλωνικών. Τα υποκείμενα πρέπει να δίνουν δένδρα ομοιόμορφα, ανεκτικά στις αρρώστιες του εδάφους και με ομαλή καρποφορία. Προτιμούνται σπόροι από πολυεμβρυονικές ποικιλίες όπως είναι οι <<Pahutan>>, <<Goa>>, <<Golek>>, <<Arumanis>>, <<Sabre>>. Η <<Sabre>> προκαλεί και νανισμό στα δένδρα. Από τις μεθόδους εμβολιασμού εφαρμόζονται οι ενοφθαλμισμοί και οι εγκεντρισμοί. Τα σπορόφυτα από μια πολυεμβρυονική ποικιλία είναι κατά 75% νουκελλικά. Οι σπόροι του μάνγκο χάνουν γρήγορα τη βλαστική τους ικανότητα και γι' αυτό πρέπει να διατηρούνται σε υγροσκοπικό υλικό εντός ψυγείου για χρονικό διάστημα μέχρι 100 ημερών, διαφορετικά θα πρέπει να σπέρνονται αμέσως μετά τη συγκομιδή τους. Η σπορά γίνεται σε αποστάσεις 30 cm μεταξύ των γραμμών και 15 cm επί της γραμμής και σε βάθος 5 cm. Ο σπόρος βλαστάνει σε χρονικό διάστημα 20 ημερών και η σπορά μπορεί να γίνει κατ' ευθείαν στον αγρό ή κατά προτίμηση στο φυτώριο. Στην Ινδία δημοφιλέστερη μέθοδος εμβολιασμού είναι ο εμβολιασμός δια προσεγγίσεως, ενώ στις άλλες χώρες προτιμάται ο ενοφθαλμισμός. Ο πολλαπλασιασμός του μάνγκο με μοσχεύματα ή καταβολάδες είναι δύσκολος. Τα σπορόφυτα μπαίνουν σε καρποφορία από το 5ο - 7ο έτος της ηλικίας τους, ενώ τα εμβολιασμένα φυτά από το 3ο - 4ο έτος της ηλικίας τους σε πλήρη καρποφορία από το 6ο - 8ο έτος αυτής. Η παραγωγική τους ζωή υπολογίζεται σε 40 και πλέον χρόνια.[1]
Ποικιλίες
Οι περισσότερες ποικιλίες του μάνγκο προέκυψαν ως τυχαία σπορόφυτα. Οι σπουδαιότερες ποικιλίες αυτού είναι: οι Alphonso (εκλεκτής ποιότητας), Pairi (καλής ποιότητας), Banganpalli (καλής ποιότητας), Mulgoa (εκλεκτής ποιότητας), Neelum (καλής ποιότητας), Suvarnarenkha (μέτριας ποιότητας), Bombai (μέτριας ποιότητας), Golek, Arymanis, Manalagi, Haden, Irwin, Tommy Atkins και Keitt (καλής ποιότητας). Οι Alphonso και Pairi ευδοκιμούν σε υγρά κλίματα.[1]
Ασθένειες
Οι σημαντικότερες ασθένειες που προσβάλλουν το μάνγκο και προκαλούν σοβαρά προβλήματα στην καλλιέργεια αλλά και στην παραγωγή (ποιοτικά και ποσοτικά) είναι η ανθράκωση, η ψωρίαση και το ωΐδιο και αναλύονται στον παρακάτω σύνδεσμο:
Εχθροί
Το μάνγκο έχει πολλούς εχθρούς, όμως σπάνια περιορίζεται η παραγωγή καρπών από την προσβολή τους. Πολλά έντομα μπορούν να προσβάλλουν το δέντρο του Μάνγκο, όμως η παραγωγή καρπών επηρεάζεται σπάνια από την δράση τους. Γενικά δεν είναι απαραίτητο να ληφθούν μέτρα καταπολέμησης και μόνο όταν ο πληθυσμός τους είναι αρκετά μεγάλος εφαρμόζεται πρόγραμμα καταπολέμησης με ειδικά εντομοκτόνα. Τα πιο σημαντικά έντομα που προσβάλλουν το Μάνγκο είναι οι θρίπες (π.χ. Selenothrips rubrocinctus), τα κοκκοειδή (π.χ. Protopulvinaria pyriformis) οι προνύμφες μερικών λεπιδόπτερων και η μύγα της Μεσογείου. Ο πιο συχνός και πιο βασανιστικός εχθρός του μάνγκο στην Τροπική Αμερική είναι δισκοριδία-anthracnose. Αυτός είναι ένας παρασιτικός μύκητας που προσβάλλει πολλά και διάφορα φυτά και είναι ιδιαίτερα γνωστό ως η αιτία των διάφορων εκφάνσεων συμβουλών στα εσπεριδοειδή. Είναι ένα είδος της ευρείας διανομής που τα ελατήρια με καμία απόδειξη του κέντρου μόλυνσης, όταν ο καιρός είναι ζεστός και υγρός. Για άνθη, μίσχους του μάνγκο, φαίνεται με τη μορφή μικρών υπομέλανων κηλίδων. Συχνά προκαλεί πολλά από τα άνθη να πέφτουν. Σχετικά με τα φύλλα, κηλίδες και ενίοτε οπές παράγονται αυτές ξεκινούν ως λεπτές μαύρες κουκκίδες και μεγέθυνση έως ότου είναι το ένα όγδοο της ίντσας σε διάμετρο. Οι νέοι καρποί μπορεί να προσβληθούν και να πέσουν σε μεγάλους αριθμούς, ενώ παλαιότερα γινόταν με κάλυψη με μαύρο ή λωρίδες και διατηρούσαν τις ιδιότητες που επηρεάζονται αρνητικά. Ο ψεκασμός πρίν αρχίσουν να μεγαλώνουν τα άνθη είναι χωρίς αξία καθόσον προστατεύει την ταξιανθία, και αργότερα των νεαρών καρπών. Αυτά πρέπει να διατηρούνται καλυμμένα με το μυκητοκτόνο, ενώ μεγαλώνει, εάν η εισβολή των μυκήτων θα πρέπει να αποφεύγεται. Η δυσκολία του να προστατευθεί η ταξιανθία είναι μια φορά εμφανής. Ο διπλασιασμός της φόβης συνεχίζεται για ένα χρονικό διάστημα 10 έως 15 ημερών. Εκείνες που ήταν ψεκασμένες κάθε τρίτη μέρα ήταν πρακτικά σχεδόν όλες απαλλαγμένες από την ασθένεια, όταν άρχιζαν να ανοίγουν τα άνθη. Αυτό, ωστόσο απαιτεί τέσσερις ψεκασμούς στην μια περίπτωση και έξι στην άλλη. Αυτά που ψεκάζονται κάθε τέταρτη ημέρα έδειξαν λίγο πιο ασθενέστερα από αυτά ψεκάζονται κάθε τρίτη ημέρα, αλλά για εκείνα που εφαρμοζόταν ο ψεκασμός σε πέντε ή έξι ημέρες είχαν ίχνη της ασθένειας, η οποία δείχνει ότι ήταν λιγότερο τέλεια προστατευμένα. Ο ψεκασμός από την ταξιανθία τουλάχιστον τρείς φορές αρχίζει όταν οι οφθαλμοί των άνθεων έχουν "πρήξιμο" και αυτό επαναλαμβάνεται κάθε τέταρτη ημέρα μέχρι να ανοίξουν τα άνθη και αυτό θα βοηθήσει στο να αποφύγουμε την πτώση των καρπών από την νόσο στους ποδίσκους και του κοτσανιού. Η ταξιανθία μπορεί να διατηρείται σε μια καθαρή κατάσταση μέχρι τη στιγμή της θάμβωσης, αλλά όταν αυτή πραγματοποιείται αμέσως υπάρχουν εκατοντάδες σημεία, τα οποία δεν καλύπτονται από το μυκητοκτόνο και είναι ανοικτά σε μόλυνση. Οι μύγες των φρούτων Dacus ferrugineus και D. zonatus, επιτίθενται στο μάνγκο στην Ινδία το D. tryoni (strumeta tryoni) στο Queensland και D. dorsalis στις Φιλιππίνες, Pardalapsis cosyra στην Κένυα, και η μύγα είναι ο μεγαλύτερος εχθρός του μάνγκο στην Κεντρική Αμερική. Λόγω της παρουσίας της Καραϊβικής μύγας Anastrepha suspensa στη Φλόριντα, όλα στη Φλόριντα τα μάνγκος για διακρικτική μεταφορά ή για εξαγωγή πρέπει να απολυμαίνονται με υποκαπνισμό ή να βυθίζονται σε καυτό νερό 1150F (46, 110C) για 65 λεπτά. Στην Ινδία τη Νότιο Αφρική και τη Χαβάη οι σπόροι του μάνγκο σιταρόψειρας Sternochetus (Cryptorhynchus) mangiferae and S. gravis της μορφής μυασθένειας, είναι μεγάλα έντομα μη ανιχνεύσιμα έως ότου οι προνύμφες βρούν τον δρόμο τους προς τα έξω. Τα κορυφαία αρπακτικά του δέντρου της Ινδίας είναι jassid-hoppers (idiocerus spp) ποικιλοτρόπως επιτιθέμενα στον κορμό και υποκαταστήματα ή φύλλωμα και άνθη προκαλώντας απόπτωση των νεαρών καρπών. Το μάνγκο φύλλα webber, ή tent caterpillar, Orthaga euadrusalis, έχει εξελιχθεί σε μείζον πρόβλημα στη Βόρεια Ινδία, ιδιαίτερα παλίες, που μαζεύτηκαν οι οπωρώνες όπου υπάρχει μεγάλη σκιά. Γύρω από το lucknow Dashehari είναι έντονα προσβεβλημένοι από τα παρόντα παράσιτα Samarbehist (Chausa) μικρότερη. Στη Νότια Αφρική 11 είδη των κλιμάκων έχουν καταγραφεί από τα φρούτα. Coccus magniferae και C. acuminatus είναι η πιο κοινή κλίμακα στα έντομα που προκαλούν καπνισμένη μούχλα η οποία μεγαλώνει στο μέλι μελιτώματτος που προϋπάρχει από επιβλαβείς οργανισμούς. Στη Φλόριντα η Pyriform scale, Protopulvinaria Pyrformis και Florida wax scale, Ceroplastes floridensis είναι κοινά με τη μικρότερη κλίμακα χιονιού Pinnaspis strachani μαστίζουν οι δίοδοι των μικρών δέντρων και τα υποκαταστήματα των μεγάλων δέντρων. Βαριές επιθέσεις μπορεί να οδηγήσουν σε ρηγμάτωση του φλοιού και στάξιμο από την κυλινδροκεφαλή του χυμού του δέντρου. Τα εσπεριδοειδή μικρά έντομα, scirtothrips aurantii προσβάλλονται από ασθένειες των φρούτων σε ορισμένες μανγκοαμπελοργικές εκτάσεις. Τα κόκκινα κλιμακωτά μικρά έντομα Selenothrips rubrocintus μερικές φορές μαστίζουν το μάνγκο φύλλωμα στη Φλόριντα, σκοτώνοντας τα νεαρά φύλλα και προκαλώντας απόπτωση των ώριμων φύλλων. Φύλλα και βλαστοί είναι λεία των ερπυστριών των Parasa Lepida, Chlumetia transversa και Orthaga exvinacea. Ακάρεα τροφές στα φύλλα του μάνγκο, άνθη και νέους καρπούς. Μία από τις πιο σοβαρές ασθένειες του μάνγκο είναι η ερυσίβη (Oidium magniferae) που είναι κοινή στις περισσότερες αναπτυσσόμενες περιοχές της Ινδίας παρουσιάζεται κυρίως το Μάρτιο και Απρίλιο στη Φλόριντα. Οι μύκητες επηρεάζουν τα άνθη και προκαλούν τους νέους καρπούς για να αφυδατωθούν και να πέσουν, έτσι το 20% της σοδειάς μπορεί να χαθεί.