Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Εχθροί λιναριού"
(13 ενδιάμεσες αναθεωρήσεις από 2 χρήστες δεν εμφανίζονται) | |||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
− | + | {{{top_heading|==}}}[[Εχθρός λιναριού - Οροβάγχη|Οροβάγχη]]{{{top_heading|==}}} | |
+ | {{:Εχθρός λιναριού - Οροβάγχη|top_heading={{{top_heading|==}}}=}} | ||
− | + | {{{top_heading|==}}}[[Εχθρός λιναριού - Πράσινο σκουλήκι|Πράσινο σκουλήκι]]{{{top_heading|==}}} | |
− | + | {{:Εχθρός λιναριού - Πράσινο σκουλήκι|top_heading={{{top_heading|==}}}=}} | |
− | + | [[Category:Κατάλογος]] | |
− | + | [[σχετίζεται με::Λινάρι| ]] | |
− | + | [[πόσο αφορά σε γεωργό::30| ]] | |
− | + | [[πόσο αφορά σε γεωπόνο::30| ]] | |
− | + | [[κατάσταση δημοσίευσης::10| ]] | |
− | + | __NOTOC__ | |
− | + | ||
− | + | ||
− | + | ||
− | + | ||
− | + | ||
− | + | ||
− | + | ||
− | + | ||
− | + | ||
− | + | ||
− | + | ||
− | + | ||
− | + | ||
− | + | ||
− | + | ||
− | + | ||
− | + | ||
− | + | ||
− | + | ||
− | + | ||
− | + | ||
− | + | ||
− | + |
Τελευταία αναθεώρηση της 09:21, 1 Ιουνίου 2015
Οροβάγχη
Ένας απ' τους εχθρούς του λιναριού είναι είδη του γένους Orobanche spp., είναι υποχρεωτικά φανερόγαμα παράσιτα και ανήκουν στην οικογένεια Orobanchaceae. Υπάρχουν περίπου 150 είδη και 17 γένη. Είναι ποώδη δικοτυλήδονα φυτά χωρίς χλωροφύλλη. Τα είδη της Οροβάγχης παράγουν μεγάλο αριθμό μικρού μεγέθους σπόρους που εύκολα διασπείρονται και μολύνουν τα συγκομιζόμενα προϊόντα και τους αγρούς. Επίσης τα είδη του γένους Orobanche είναι παράσιτα χωρίς εξειδίκευση ξενιστή και προσβάλλουν πολλά καλλιεργούμενα φυτά.
Οι συνήθεις ξενιστές ανήκουν στις οικογένεις Solanaceae και Fabaceae. Γενικά οι μεσογειακές χώρες θεωρούνται ως περιοχές προέλευσης του παράσιτου. Η οροβάγχη είναι παράσιτο με παγκόσμια εξάπλωση σε εύρος κλιματικών συνθηκών, εκτός από την Orobanche crenata η οποία εντοπίζεται σε μεσογειακές χώρες, Μέση Ανατολή και Ανατολική Αφρική. Οι ζημιές που προκαλούνται στην παραγωγή των καλλιεργειών που προσβάλλονται από τα είδη της οροβάγχης κυμαίνεται σε ποσοστό από 5 μέχρι και 100% (με μέσο όρο 34%).
Βιολογία της Orobanche crenata
Η σχέση ξενιστού-Orobanche crenata είναι υψηλής εκλεκτικότητας. Το παράσιτο παράγει 5000 σπόρους/ κάψα και το κάθε φυτό μπορεί να παράγει περισσότερες από 100 κάψες. Οι σπόροι μπορεί να διατηρήσουν τη ζωτικότητα τους στο έδαφος μέχρι και 10 χρόνια. Η επίδραση στο φυτό-ξενιστή γίνεται εμφανής όταν το παράσιτο εμφανίζεται πάνω από την επιφάνεια του εδάφους. Για την ολοκλήρωση του βιολογικού κύκλου του παρασίτου απαιτούνται 3-5 μήνες. Η υπόγεια όμως φάση του παράσιτου διαρκεί 30-100 ημέρες, ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες. Για την βλάστηση των σπόρων απαιτείται η έκθεση τους σε συνθήκες υψηλής θερμοκρασίας και υγρασίας για αρκετές ημέρες, σε συνδυασμό με την παρουσία ειδικών χημικών ενώσεων εξωγενούς προέλευσης.
Μέθοδοι αντιμετώπισης οροβάγχης
Οι προτεινόμενες μέθοδοι αντιμετώπισης περιλαμβάνουν προληπτικά, καλλιεργητικά φυσικά, χημικά βιολογικά μέτρα. Η πιο αποτελεσματική μέθοδος είναι η πρόληψη με τη χρήση μη μολυσμένου σπόρου. Η προμήθεια εγγυημένου σπόρου, επιτόπιοι έλεγχοι αγρών και ενημέρωση των παραγωγών συμπεριλαμβάνονται στα προληπτικά μέτρα. Επίσης η εφαρμογή ζιζανιοκτόνων στα φυτά της καλλιέργειας που παραμένουν στο χωράφι και η χρήση χημικών ενώσεων που διεγείρουν το φύτρωμα των σπόρων της οροβάγχης [1] συμβάλλουν στη μείωση του μολύσματος και κατά συνέπεια μπορεί να θεωρηθούν ως προληπτικά μέτρα. Τα καλλιεργητικά μέτρα που έχουν προταθεί συμπεριλαμβάνουν βαθύ όργωμα, σπορά της καλλιέργειας σε εποχή μη-ευνοϊκή για το παράσιτο, αμειψισπορά, χρήση φυτών-παγίδων, εφαρμογή λιπασμάτων που δεν ευνοούν το παράσιτο, κατάκλυση του εδάφους για εβδομάδες.
Τα χημικά μέσα που επιτυχώς έχουν χρησιμοποιηθεί για την αντιμετώπιση της οροβάγχης είναι ζιζανιοκτόνα που πρέπει πάντα να εφαρμόζονται μεταφυτρωτικά για το παράσιτο. Οι παράμετροι που καθορίζουν τη χρήση ζιζανιοκτόνων είναι το επίπεδο εκλεκτικότητας σε επίπεδο φυτού και το κρίσιμο του χρόνου εφαρμογής. Το glyphosate είναι το πιο αποτελεσματικό ζιζανιοκτόνο για την αντιμετώπιση της Orobanche crenata στα κουκιά και χρησιμοποιείται στη πράξη. Άλλα ζιζανιοκτόνα που έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικά εναντίον διαφόρων ειδών οροβάγχης ανήκουν στην κατηγορία των σουλφονουριών και ιμιδαζολινών.
Η αντιμετώπιση της οροβάγχης με βιολογικά μέσα σχετίζεται με την εφαρμογή ζωντανών οργανισμών (έντομα, μικροοργανισμοί, μύκητες) για τον περιορισμό του πληθυσμού του παρασίτου. Ανάμεσα στους οργανισμούς με προοπτική χρήσης ως βιολογικά παρασκευάσματα συμπεριλαμβάνονται περίπου 30 είδη μυκήτων με εξέχουσα θέση στελέχη ειδών του γένους Fusarium όπως το Fusarium oxysporum και το Fusarium arthosporiodes τα οποία προσβάλλουν αρκετά είδη οροβάγχης. Εκτός από τη χρήση των παθογόνων μυκήτων της οροβάγχης, η διερεύνηση της δραστικότητας των μεταβολιτών που παράγονται από τους μύκητες αυτούς παρουσιάζει ενδιαφέρον. Στελέχη του Fusarium oxysporum παράγουν ένα μεγάλο αριθμό βιοδραστικών μεταβολιτών όπως fusaric acid, fumonisins, beauvericin, enniatin, monilifromin, trichothecenes. Κατά συνέπεια μεταβολίτες με φυτοτοξική δράση στην οροβάγχη μπορεί να χρησιμοποιηθούν ως χημικά πρότυπα για την ανάπτυξη νέων ζιζανιοκτόνων αποτελεσματικά εναντίον του παρασίτου. Επίσης η μελέτη του τρόπου δράσης σε υποκυτταρικό επίπεδο μπορεί να οδηγήσει στην ανακάλυψη νέων βιοχημικών στόχων, τομέας σημαντικός για ανάπτυξη νέων ζιζανιοκτόνων. Λαμβάνοντας υπόψη την πολυπλοκότητα του παρασιτισμού ανωτέρων φυτών από την οροβάγχη που είναι και αυτή ανώτερο (δικότυλο) φυτό, η επιλογή κατάλληλης μεθόδου ή βιοδοκιμής αξιολόγησης της εκλεκτικής βιοδραστικότητας χημικών ενώσεων είναι σημαντική παράμετρος για αξιοποιήσιμα αποτελέσματα. Μεταξύ των μεθόδων που μπορεί να χρησιμοποιηθούν σε τέτοιου είδους πειραματισμό συμπεριλαμβάνονται: Βιοδοκιμή βλάστησης σπόρων, βιοδοκιμή σε φύλλα με έκθεση των φύλλων σε χημικές ενώσεις μετά από πρόκληση πληγής, βιοδοκιμή με τη χρήση ιστοκαλλιεργειών της οροβάγχης αλλά και πρωτόκολλα πειραματισμού στο χωράφι.
Βιβλιογραφία
- ↑ "Αξιολόγηση βιοδραστικότητας φυτοτοξινών από παθογόνους μύκητες της Orobanche spp", διδακτορική διατριβή του Christopher Suh, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα Μάρτιος 2011
Πράσινο σκουλήκι
Το πράσινο σκουλήκι είναι ένα από τα πιο καταστροφικά έντομα. Η προσβολή του εξελίσσεται γρήγορα και θεαματικά αφού η προνύμφη για την ανάπτυξή της καταστρέφει πολλά καρποφόρα όργανα. Προσβάλλει πολλά καλλιεργούμενα φυτά και ένα από αυτά είναι και το λινάρι. Σε φυτείες με βαριά προσβολή η παραγωγή μπορεί να μειωθεί σε τέτοιο βαθμό που η καλλιέργεια να γίνεται αντιοικονομική. Το πράσινο σκουλήκι προκαλεί ποσοτική συνήθως ζημιά και λιγότερο ποιοτική. Η μικρή προνύμφη, αμέσως μετά την εκκόλαψή της περιπλανιέται στο φυτό τρώγοντας μικρά φύλλα μέχρι να βρεί το λουλούδι. Στις δυο πρώτες ηλικίες τρέφεται συνήθως με λουλούδια. Στις επόμενες ηλικίες τρέφεται με καρποφόρα όργανα. Το πράσινο σκουλήκι έχει 3-6 γενεές, στην Ελλάδα συνήθως 3-4.
Το πράσινο σκουλήκι [1] είναι κυρίως τροπικό και υποτροπικό μεταναστευτικό είδος, που η ικανότητά του να διαπαύει, του επιτρέπει την επέκταση της διασποράς του και στην εύκρατη ζώνη. Είναι ευρύτατα διαδεδομένο στην Νότια και Κεντρική Ευρώπη. Είναι εξαιρετικά πολυφάγο είδος. Προσβάλει το λινάρι και σπανιότερα καρποφόρα δένδρα. Διαχειμάζει σαν νύμφη σε κελί που δημιουργεί μέσα στο έδαφος.
Πολλά αρπακτικά και παράσιτα κρατούν χαμηλά τα επίπεδά του. Ψεκασμοί με εντομοκτόνα για άλλους εχθρούς καταστρέφουν τον φυσικό έλεγχο και προκαλούν εξάρσεις του πληθυσμού αυτού του εχθρού. Τα πράσινα σκουλήκια έλκονται από χονδροστέλεχα και εύχυμα φυτά. Αυτό μπορεί να αποφευχθεί με μείωση των ποτισμάτων και της λίπανσης. Συνήθως το πράσινο σκουλήκι αναπτύσσει ζημιογόνους πληθυσμούς αργά το καλοκαίρι γι' αυτό θα πρέπει να γίνεται επέμβαση νωρίς στην ωρίμανση. Πολλές βροχοπτώσεις, χαμηλές θερμοκρασίες και κατεργασία του εδάφους περιορίζουν τον αριθμό των νυμφών που επιβιώνουν ως την επόμενη άνοιξη ιδιαίτερα στα βαριά εδάφη, αλλά αν μετά υπάρξουν ευνοϊκές συνθήκες και μειωμένη παρουσία φυσικών εχθρών του πράσινου σκουληκιού, μπορεί γρήγορα να δημιουργηθούν επικίνδυνα υψηλοί πληθυσμοί χάριν του μεγάλου αριθμού αυγών που γεννάει κάθε θηλυκό.
Το πράσινο σκουλήκι έχει ήδη αναπτύξει ανθεκτικότητα σε πολλά εντομοκτόνα κατά περιοχή. Προτείνεται γενικά κατά την αντιμετώπιση των εχθρών:
- Η μη υπέρβαση των συνιστώμενων δόσεων και η εναλλαγή χρήσης εντομοκτόνων διαφορετικής κατηγορίας (Οργανοφοσφωρικά, καρβαμιδικά, πυρεθρίνες).
- Να μη χρησιμοποιείται το ίδιο εντομοκτόνο περισσότερο από 2 φορές το χρόνο.
- Να αποφεύγεται η χρήση πυρεθρινών νωρίς στη καλλιεργητική περίοδο και εφόσον είναι δυνατό να περιορίζεται η χρήση τους σε μία γενιά, (στρατηγική αντιμετώπισης σε Ισραήλ, Τέξας των Η.Π.Α. και Αυστραλία).
- Επίσης να χρησιμοποιούνται μείγματα εντομοκτόνων με συνεργιστική δράση και να αποφεύγεται η χρήση μεμονωμένα πυρεθρινών, όταν εκτιμάται ο κίνδυνος να μην έχουμε επαρκώς αποτελεσματική δράση και να αναπτυχθεί ανθεκτικότητα.
- Προτείνεται ακόμα η διατήρηση μικρών αψέκαστων λωρίδων καλλιέργειας και αυτοφυούς βλάστησης - «καταφύγια», που επιτρέπει την προστασία της βιοποικιλότητας και την επιβίωση και ευαίσθητων πέρα από τα ανθεκτικά άτομα του εχθρού, ώστε διασταυρούμενα μεταξύ τους να δώσουν λιγότερο ανθεκτική γενιά. Επιτρέπεται επίσης έτσι η επιβίωση ωφελίμων- φυσικών εχθρών τους που τρέφονται ή παρασιτούν στα άτομα του εχθρού που επιζούν.[2]
Βιβλιογραφία
- ↑ "Προβλήματα καλλιέργειας βαμβακιού στο Νομό Έβρου αντιμετώπιση αυτών και προοπτικές", πτυχιακή εργασία του Λεμονάκη Νικολάου και της Χατζιόγλου Φωτεινής, Αλεξάνρειο Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ιδρυμα Θεσσαλονίκης, Απρίλιος 2011
- ↑ Πράσινο σκουλήκι και πως αντιμετωπίζεται