Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Υφιστάμενη κατάσταση χοιροτροφίας"
(→Βιβλιογραφία) |
|||
Γραμμή 29: | Γραμμή 29: | ||
<references> | <references> | ||
− | <ref name="Υφιστάμενη κατάσταση"> [[media:Ελληνική χοιροτροφία-Υφιστάμενη κατάσταση.pdf|Ελληνική χοιροτροφία-Υφιστάμενη κατάσταση]] </ref> | + | <ref name="Υφιστάμενη κατάσταση"> [[media:Ελληνική χοιροτροφία-Υφιστάμενη κατάσταση.pdf|Ελληνική χοιροτροφία-Υφιστάμενη κατάσταση και προοπτικές, Δρ Φώτιος Βακάκης, Γεωπόνος-Γεωργοοικονομολόγος, Δ/νων Σύμβουλος της "Βακάκης & Συνεργάτες" ΑΕ-Σύμβουλοι για Αγροτική Ανάπτυξη]] </ref> |
</references> | </references> | ||
[[κατάσταση δημοσίευσης::10| ]] | [[κατάσταση δημοσίευσης::10| ]] |
Αναθεώρηση της 11:13, 19 Ιουνίου 2015
Η χοιροτροφία [1] στην Ελλάδα θεωρείται από τους δυναμικούς κλάδους της κτηνοτροφίας και της αγροτικής οικονομίας. Η συμμετοχή του κλάδου στην Ακαθάριστη αξία της ζωικής παραγωγής, εκτιμάται σε 10%. Εξάλλου, η χοιροτροφία παράγει το 25% της εγχώριας παραγωγής κρέατος και καλύπτει για την περίοδο 1990-2006, ποσοστό 33% των αναγκών της συνολικης κατανάλωσης χοιρινού κρέατος στην Ελλάδα. Ο τρόπος εκτροφής χαρακτηρίζεται εντατικός και παρέχει απασχόληση σε 30.000 άτομα. Η προσπάθεια ανάπτυξης της χοιροτροφίας άρχισε τη δεκαετία του 1970, με στόχο την κάλυψη των αναγκών της εσωτερικής αγοράς σε χοίρειο κρέας. Η προσπάθεια αυτή, σε συνδυασμό με την εντυπωσιακή, τότε, αύξηση των αποδόσεων και της εγχώριας παραγωγής καλαμποκιού, συνέβαλε αποτελεσματικά στην υποκατάσταση εισαγωγών κρέατος. Η τεχνολογική υποστήριξη του κλάδου και τα μέτρα οικονομικής πολιτικής που εφαρμόστηκαν για τη ρύθμιση της λειτουργίας του ήταν ασυμβίβαστα και με τη δομή και με την αποστολή του:
Η τεχνολογική υποστήριξη των χοιροτροφικών μονάδων υπήρξε μηδενική. Δημιουργήθηκαν μεγάλες χοιροτροφικές μονάδες χωρίς εμπειρία και τεχνική υποδομή με βασικότερες συνέπειες:
- να διαμορφώνουν, ακόμα και σήμερα, χαμηλούς δείκτες παραγωγικότητας,
- να κινούνται πάνω σε μια καμπύλη υψηλού κόστους παραγωγής και βελτίωσης της γενετικής κατάστασης των ζώων, για την οποία εξαρτώνται απόλυτα από το εξωτερικό και
- να στηρίζονται σήμερα σε τεχνολογικά απαξιωμένες και ζωοτεχνικά ελλιπείς κτιριακές και μηχανολογικές εγκαταστάσεις.
Όσο αφορά στη διατροφή των χοίρων, οι δαπάνες αποτελούν το 60% τουλάχιστον του συνολικού κόστους παραγωγής του χοιρείου κρέατος. Η κατάρτιση μιγμάτων για διαιτητικώς σωστή και οικονομικά αποτελεσματική διατροφή των χοίρων προϋποθέτει τη γνώση:
- των αναγκών των ζώων, που είναι συνάρτηση του εκτρεφόμενου γενετικού υλικού, των συνθηκών εκτροφής και του επιδιωκομένου κάθε φορά σκοπού,
- της ανταποκρίσεως του γενετικού υλικού σε διάφορα επίπεδα ενέργειας και της σχέσεως αυτής προς τα λοιπά θρεπτικά συστατικά του σιτηρεσίου,
- της συστάσεως και των λοιπών ποιοτικών χαρακτηριστικών, των διατιθέμενων ζωοτροφών που καθορίζουν την ποσοτική (ελάχιστη–μέγιστη) συμμετοχή τους στα σιτηρέσια και την τιμή προμήθειας αυτών,
- των συνθηκών περιβάλλοντος στο χώρο διαβιώσεως των ζώων και ιδιαιτέρως της θερμοκρασίας, της υγρασίας και του αερισμού κατά τη διάρκεια των εποχών του έτους και
- των συνθηκών υγιεινής της μονάδας καθώς και το επίπεδο και τη συχνότητα των λαμβανομένων μέτρων υγιεινής προστασίας του πληθυσμού.
Η γνώση των προαναφερομένων παραγόντων δεν είναι πάντοτε δυνατή σε κάθε χοιροτροφική εκμετάλλευση. Για το λόγο αυτό η κατάρτιση των μιγμάτων διατροφής, στην πράξη, γίνεται μετά από αντικειμενική ποιοτική εκτίμηση των διατιθεμένων ζωοτροφών και τη συνεργασία με τον εκτροφέα–παραγωγό, ο οποίος παρέχει πληροφορίες για όλους τους άλλους παράγοντες, με τις οποίες, ο ειδικός στη διατροφή, διαμορφώνει γνώμη και καθορίζει τις προδιαγραφές των σιτηρεσίων. Τα σιτηρέσια αυτά είναι προσεγγιστικά, εφαρμόζονται και βελτιώνονται προοδευτικά μέχρις ότου καταστούν άριστα, με βάση τα στοιχεία ανταπόκρισης των διατρεφόμενων ζώων.