Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Εχθροί καστανιάς"
Γραμμή 22: | Γραμμή 22: | ||
{{:Εχθρός καστανιάς Οφθαλμοκόπτης|top_heading={{{top_heading|==}}}=}} | {{:Εχθρός καστανιάς Οφθαλμοκόπτης|top_heading={{{top_heading|==}}}=}} | ||
− | |||
{{{top_heading|==}}}[[Εχθρός καστανιάς Μαύρη αφίδα|Μαύρη αφίδα]]{{{top_heading|==}}} | {{{top_heading|==}}}[[Εχθρός καστανιάς Μαύρη αφίδα|Μαύρη αφίδα]]{{{top_heading|==}}} | ||
{{:Εχθρός καστανιάς Μαύρη αφίδα|top_heading={{{top_heading|==}}}=}} | {{:Εχθρός καστανιάς Μαύρη αφίδα|top_heading={{{top_heading|==}}}=}} | ||
− | |||
− | |||
− | |||
{{{top_heading|==}}}[[Εχθρός καστανιάς Σκολύτης|Σκολύτης]]{{{top_heading|==}}} | {{{top_heading|==}}}[[Εχθρός καστανιάς Σκολύτης|Σκολύτης]]{{{top_heading|==}}} | ||
Γραμμή 35: | Γραμμή 31: | ||
{{:Εχθρός καστανιάς Σκολύτης|top_heading={{{top_heading|==}}}=}} | {{:Εχθρός καστανιάς Σκολύτης|top_heading={{{top_heading|==}}}=}} | ||
+ | <ref name="Η καλλιέργεια της καστανιάς, προβλήματα και προοπτικες"/> | ||
+ | <ref name="Coleoptera καρποφόρων δένδρων και αμπέλου"/> | ||
+ | ==Βιβλιογραφία== | ||
+ | <references> | ||
+ | <ref name="Η καλλιέργεια της καστανιάς, προβλήματα και προοπτικες"> Η καλλιέργεια της καστανιάς, πτυχιακή μελέτη του Καραδήμα Σταύρου, Λάρισα 2011.</ref> | ||
+ | <ref name="Coleoptera καρποφόρων δένδρων και αμπέλου"> Coleoptera καρποφόρων δένδρων και αμπέλου, πτυχιακή μελέτη της Τσακιράκη Αργυρώς, Ηράκλειο 2010.</ref> | ||
+ | </references> | ||
[[Category:Κατάλογος]] | [[Category:Κατάλογος]] | ||
Γραμμή 41: | Γραμμή 44: | ||
[[πόσο αφορά σε γεωργό::30| ]] | [[πόσο αφορά σε γεωργό::30| ]] | ||
[[πόσο αφορά σε γεωπόνο::30| ]] | [[πόσο αφορά σε γεωπόνο::30| ]] | ||
+ | [[κατάσταση δημοσίευσης::10| ]] |
Τελευταία αναθεώρηση της 11:17, 22 Ιουνίου 2015
Περιεχόμενα
Καρπόκαψα
Η καρπόκαψα (Cydia ή Laspeyresia splendana) είναι μια μικρή πεταλούδα (άνοιγμα πτερύγων 18 ως 20 mm) που μοιάζει πολύ με την καρπόκαψα των μήλων και των καρύδι. Οι μπροστινές πτέρυγες χρώματος τεφροκαστανού, παρουσιάζουν στο άκρο τους μία οφθαλμοειδή κιτρινωπή κηλίδα μέσα στην οποία διακρίνονται τέσσερις μικρές γραμμές. Η κηλίδα περιβάλλεται από μία αργυρόχροη γραμμή που μερικές φορές είναι διακεκομμένη η λείπει. Το χρώμα της κοιλιάς είναι υπορόδινο. Υπάρχουν δύο παραλλαγές στον χρωματισμό των τέλειων εντόμων, ένας ανοιχτότερος και ένας πιο σκοτεινός, που είναι ανεξάρτητες από τον βιότοπο, την διατροφή (κάστανο η βελανίδι) και το φύλλο.
Οι κάμπιες σε μικρή ηλικία είναι λευκές, όταν όμως συμπληρώσουν την ανάπτυξη τους (μήκος 15-17 mm) γίνονται υποκίτρινες. Το κεφάλι και οι πλάκες του θώρακα και του πυγαίου (άκρο της κοιλιάς) υποκαστανές. Τα τέλεια έντομα κάνουν την εμφάνιση τους τον Ιούλιο-Αύγουστο και γεννούν τα αυγά τους (περισσότερα από 100) κατά μήκος μιας νεύρωσης των φύλλων που βρίσκονται δίπλα από τους νεαρούς αχινούς. Η εκκόλαψη γίνεται σε 10-12 μέρες και οι μικρές προνύμφες διατρυπούν τον αχινό και το περικάρπιο και εισέρχονται στο εσωτερικό του καρπού. Συνήθως μία μόνο εισχωρεί σε κάθε κάστανο, σπάνια να βρεθούν δύο η τρεις. Εκεί ανοίγουν στοές διατροφής, τα κενά που δημιουργούνται γεμίζουν με τα περιττώματα τους ενωμένα με μεταξοειδή νημάτια. Τα προσβεβλημένα κάστανα γίνονται ελαφρότερα και παρουσιάζουν στην βάση τους μία κυματοειδή επιφάνεια.
Όταν η προνύμφη συμπληρώσει την ανάπτυξη της (σε 40-45 μέρες από την είσοδο της), εξέρχεται από τον καρπό, πέφτει στο έδαφος (σε ορισμένο βάθος) όπου και διαχειμάζει μέσα σε βομβύκιο. Η έξοδος αυτή των προνυμφών αρχίζει από μέσα με τέλη Σεπτεμβρίου έως τις αρχές Νοεμβρίου.
Οι ζημιές κάθε χρόνο υπολογίζεται ότι είναι της τάξεως του 25-30%. Για την καταπολέμηση συνιστάται ένα πρόγραμμα ψεκασμών με 3-4 επεμβάσεις (από τα μέσα Ιουλίου μέχρι τα τέλη Αυγούστου), με εντομοκτόνα μακράς υπολειμματικής δράσης (οργανοφωσφορικά, πυρεθρίνες). Για τον περιορισμό του πληθυσμού του εντόμου συνιστάται επίσης, η συλλογή και η καταστροφή όλων των προσβεβλημένων καρπών με κάψιμο, που συνήθως εγκαταλείπονται στο έδαφος.
Ρόδινο σκουλήκι
Το ρόδινο σκουλήκι (Cydia ή Laspeyresia fagiglandana) είναι είδος συγγενές με την καρπόκαψα. Το τέλειο έντομο έχει όμοιο μέγεθος και παραπλήσια σχέδια στις πτέρυγες. Η προνύμφη είναι ρόδινου χρώματος με κεφάλι και θώρακα καστανό. Αναπτύσσεται στις ίδιες συνθήκες και προκαλεί παρόμοιες ζημιές με την καρπόκαψα. Συνήθως προσβάλει τα βελανίδια, αλλά σε ορισμένες περιοχές της χώρας μας (Κρήτη, Πελοπόννησο) προκαλεί μεγάλες ζημιές στην παραγωγή καστάνων. Συνιστάται η ίδια καταπολέμηση με την καρπόκαψα.
Κόκκινο σκουλήκι
Το κόκκινο σκουλήκι (Cydia ή Laspeyresia amplana) είναι είδος συγγενές με την καρπόκαψα. Το τέλειο έντομο έχει όμοιο μέγεθος και παραπλήσια σχέδια στις πτέρυγες, αλλά το βασικό της χρώμα είναι καστανέρυθρο ή ερυθροκίτρινο. Η προνύμφη έχει χρώμα ζωηρό ερυθροκαστανό ή ερυθροπορτοκαλί με θώρακα και κεφάλι χρώματος ωχροκαστανό. Αναπτύσσεται στις ίδιες συνθήκες και προκαλεί παρόμοιες ζημιές με την καρπόκαψα. Σε ορισμένες περιοχές οι προσβολές του εντόμου είναι μεγάλης οικονομικής σημασίας αλλά οι δράσεις του περιορίζονται με τους ψεκασμούς κατά της καρπόκαψας.
Σκώρος
Ο σκώρος των κάστανων (Pammene iulianna ή Pammene fasciana) συγκαταλέγεται στους σημαντικότερους εχθρούς της καστανιάς. Η δράση του εκδηλώνεται νωρίτερα από εκείνης της καρπόκαψας και καταστρέφει όλο τον αχινό. Μετά την προσβολή έχουμε πρόωρη πτώση των αχινών (Ιούλιο-Αύγουστο), οι ζημιές συνήθως περνούν απαρατήρητες. Οι πρώιμες ποικιλίες είναι πιο ευπαθείς.Το τέλειο έντομο (άνοιγμα πτερύγων 15 ως 18 mm) έχει χρώμα καφεκόκκινο και χαρακτηρίζεται κυρίως από μια μεγάλη υπόλευκη κηλίδα στη μέση καθώς και από άλλες μικρότερες στα εξωτερικά άκρα των μπροστινών πτερύγων.
Εμφανίζονται κατά τον Ιούνιο και γεννούν 150-200 αυγά κατά μήκος των νευρώσεων της πάνω και κάτω επιφάνειας των φύλλων. Η επώαση διαρκεί 10-12 μέρες. Οι προνύμφες στην αρχή τρέφονται με το παρένχυμα των φύλλων και στην συνέχεια τρυπούν τον αχινό και καταστρέφουν τους νεαρούς αναπτυσσόμενους καρπούς. Κύριο γνώρισμα της προσβολής είναι η παρουσία συνενωμένων με μεταξοειδή νημάτια περιττωμάτων, που εξέρχονται από την οπή εισόδου της προνύμφης.
Η προνύμφη (υπόλευκη με κεφάλι χρώματος υποκαστανό και βαθυκόκκινα τριχοφόρα φυμάτια) προσβάλει αρκετούς αχινούς μέχρι να συμπληρώσει τον βιολογικό της κύκλο. Μετά από 40 μέρες περίπου η προνύμφη, ώριμη πια, αφήνει τον αχινό και νυμφώνεται σε πτυχές του κορμού ή των βραχιόνων όπου και διαχειμάζει. Σε περιοχές με ήπιο κλίμα (Κρήτη, Πελοπόννησος κ.λ.π.) το έντομο έχει δύο γενιές το χρόνο.
Η πρώτη γενιά εμφανίζεται νωρίς τον Ιούνιο και η δεύτερη στις αρχές Αυγούστου. Οι ζημιές που προκαλούν αν και σημαντικές αντιμετωπίζονται εύκολα με μία επέμβαση αμέσως μετά το τέλος της άνθησης των θηλυκών ανθοταξιών (στάδιο αποξήρανσης του αρσενικού τμήματος του αντρόγυνου ίουλου) και με μία δεύτερη επέμβαση μετά από 15 μέρες από την προηγούμενη. Στις περιοχές που εμφανίζεται και η δεύτερη γενιά η επέμβαση γίνεται στα μέσα Αυγούστου για την καταπολέμηση της καρπόκαψας και του βαλανίσκου, όπου περιορίζει και την δράση του σκώρου. Έχει διαπιστωθεί ο παρασιτισμός του σκώρου από το υμενόπτερο Macrocentrus flavus Snell της οικογένειας Branconidae.
Βαλανίσκος
Ο βαλανίσκος (Curculio ή Balaninus elephas) προκαλεί σημαντικές ζημιές στα κάστανο. Το τέλειο έντομο έχει μήκος 7-9 mm (χωρίς το ρύγχος του), σχήμα ωοειδές επιμήκεις, χρώμα γκριζοκόκκινο, κεραίες και πόδια υπέρυθρα. Διακρίνεται πολύ εύκολα από το μακρύ και λεπτό ρύγχος του, μήκους ίσο περίπου με το ήμισυ του σώματος του στο αρσενικό και ίσο προς ολόκληρο το σώμα στο θηλυκό.
Διαχειμάζει σαν προνύμφη στον θαλαμίσκο που κατασκεύασε από το προηγούμενο φθινόπωρο σε βάθος 15-30 cm μέσα στο έδαφος. Η νύμφωση πραγματοποιείται κατά τον Ιούνιο – Ιούλιο και μετά από δύο βδομάδες εξέρχονται σταδιακά τα ακμαία. Η μεγαλύτερη όμως συχνότητα εξόδου παρατηρείται κατά τα τέλη Αυγούστου – μέσα Σεπτεμβρίου. Το θηλυκό γεννάει σε διάστημα 2-3 εβδομάδων 30-50 αυγά που τα τοποθετεί κατευθείαν μέσα στον καρπό με τον ακόλουθο τρόπο: Με το ρύγχος του αρχικά διατρυπά το ακανθωτό περίβλημα και το περικάρπιο και φτάνει μέχρι το σπέρμα. Στην συνέχεια εκτείνει προς τα έξω τον ωοθέτη του, τον εισάγει μέσα στην οπή και εναποθέτει 1 αυγό. Συνήθως, τον ίδιο αχινό τον επισκέπτονται πολλά θηλυκά και είναι δυνατόν να συναντήσουμε ως και δέκα προνύμφες στον ίδιο καρπό.
Η εκκόλαψη γίνεται σε δέκα μέρες περίπου. Η προνύμφη τρέφεται σε βάρος του αμυγδάλου ανοίγοντας στοές και γεμίζοντας τα κενά με τα περιττώματα του. Σε αντίθεση με την καρπόκαψα τα περιττώματα του δεν είναι ενωμένα με μεταξοειδή νημάτια. Τα κάστανα που έχουν προσβληθεί ξεχωρίζουν εξωτερικά από το μικρότερο βάρος τους και ότι ο φλοιός χάνει την στιλπνότητα του. Οι προνύμφες συμπληρώνουν την ανάπτυξη τους μέσα σε 40 περίπου μέρες, όπου μετά εξέρχονται από τα κάστανα και εισέρχονται στο έδαφος. Η [[Ωρίμανση καστάνων|ώριμη προνύμφη χρώματος λευκού με καστανοκόκκινη κεφαλή διακρίνεται πολύ εύκολα από της καρπόκαψας διότι είναι χοντρή και κυρτή. Η νύμφωση των προνυμφών γίνεται μέσα σε ένα χρόνο, αλλά υπάρχει ένα μεγάλο ποσοστό της τάξεως του 25 -40% που παραμένει σε διάπαυση και εξέρχεται μετά από 3 – 4 χρόνια.
Για την καταπολέμηση των ακμαίων του βαλανίσκου συνιστώνται εκτός από τις 3 – 4 επεμβάσεις κατά της καρπόκαψας, ακόμα δύο. Ο ένας στις αρχές και ο άλλος στα μέσα Σεπτεμβρίου με τα ίδια εντομοκτόνα. Για να έχουμε καλύτερα αποτελέσματα οι επεμβάσεις πρέπει να γίνονται τις θερμές ώρες της ημέρας δηλαδή τότε που τα ακμαία πετούν μέσα στο φύλλωμα. Για την καταπολέμηση των προνυμφών πρέπει να γίνεται άμεση συλλογή και καταστροφή όλων των προσβεβλημένων καρπών που πέφτουν στο έδαφος.
Οφθαλμοκόπτης
Ο οφθαλμοκόπτης (Peritelus sphaeroides) είναι ένα μικρό κολεόπτερο της οικογένειας Curculionidae που προκαλεί σημαντικές ζημιές κυρίως στα φυτώρια και στις νεοεμβολιασμένες φυτείες καστανιάς. Το τέλειο έντομο έχει ανοιχτό γκριζοκαστανό χρωματισμό και μήκος 4–7 mm. Οι προσβολές εμφανίζονται κατά την άνοιξη (Απρίλιο – Μάιο) κατατρώγοντας τους τρυφερούς εσωτερικούς ιστούς των διογκωμένων οφθαλμών. Μερικές φορές η καταστροφή των οφθαλμών μπορεί να είναι ολοκληρωτική, κυρίως στις περιπτώσεις εμβολιασμού για δημιουργία νέας φυτείας. Για την καταπολέμηση συνιστάται μία εφαρμογή τον χειμώνα με λάδια για τις διαχειμάζουσες μορφές, και την άνοιξη πριν το φούσκωμα των οφθαλμών με οργανοφωσφορικά.
Μαύρη αφίδα
Η μαύρη αφίδα (Lachnus roboris) είναι μια ογκώδης μαύρη αφίδα μήκους 4 mm περίπου, προσβάλει τα νεαρά φύλλα και τους τρυφερούς βλαστούς και προκαλεί πολλές φορές την αποξήρανση τους. Κατά το φθινόπωρο εναποθέτει πολυάριθμα μαύρα και στιλπνά αυγά πάνω σε βλαστούς 2 -3 χρόνων. Για την καταπολέμηση τους συνιστάται ένας ψεκασμός την άνοιξη, μόλις παρατηρηθεί η προσβολή με πυρεθρίνες. Συνήθως ένας ψεκασμός επαρκεί.
Σκολύτης
Ο σκολύτης (Chaetoptelius uestitus) έχει σχήμα σε κάτοψη ωοειδές, σχεδόν ελλειπτικό, μήκους 2,5-3,5 mm και πλάτους 2,5 φόρες μικρότερου. Οι κεραίες είναι ροπαλοειδείς με ογκώδη τα 3 κορυφαία άρθρα. Το σώμα είναι γενικά μαύρο η πολύ σκοτεινό καστανό, θαμπό, με τις κεραίες, τα πόδια και τα στοματικά μόρια κιτρινέρυθρα ή ερυθροκάστανα. Το πρόνωτο είναι σχεδόν γυμνό (χωρίς τρίχες) εκτός από τα πλάγια. Τα έλυτρα έχουν ακανθόμορφα λέπια (κατ’ άλλου σμήριγγες) λευκά ή υπόλευκα και καστανά, μεταξύ των οποίων φύονται σειρές λεπτών τριχών. Τα λέπια στη βάση των ελύτρων είναι λευκά και πυκνά, στη μέση καστανά και στην κορυφή των ελύτρων λευκά και αραιά. Έτσι δημιουργείται στα έλυτρα μια μεγάλη καστανή κηλίδα που καλύπτει περισσότερο από το οπίσθιο μισό τους, που είναι γωνιώδης πρός τα εμπρός και που έχει στη μέση (ραφή ελύτρων) μία υπόλευκη ή ανοιχτότεφρη γραμμή και στο οπίσθιο μέρος της δύο υπόλευκες νεφροειδείς κηλίδες (μία σε κάθε έλυτρο). Το αυγό είναι λευκό, μήκους 0,8 mm. Η προνύμφη είναι ωχρόλευκη ή λευκοκίτρινη, άποδη, τελικού μήκους 3,3 mm. Η κεφαλή είναι βυθισμένη στον προθώρακα, ο θώρακας είναι παχύτερος από την κοιλιά που στενεύει πρός τα πίσω και το σώμα κάμπτεται στο 6ο περίπου κοιλοακό τμήμα.
Διαχειμάζει ως προνύμφη, αναπτυγμένη ή μη, στη στοά της, ή ως νεαρό ενήλικο στον νυμφικό θάλαμο στην άκρη της προνυμφικής στοάς, ή ως ηλικιωμένο ενήλικο μέσα σε μητρική στοά ή σε στοά διατροφής σε κλαδίσκο ή κλάδο.Στη νότια Ιταλία, τα ενήλικα εμφανίζονται Απρίλιο-Μάϊο και ορύσσουν στοές διατροφής στους νεαρούς βλαστούς της καστανιάς ή των αυτοφυών Pistacia. Οι στοές αυτές κατευθύνονται πρός το εσωτερικό του βλαστού και η είσοδος τους βρίσκεται στη θέση μασχαλιαίου ή κορυφαίου οφθαλμού. Συχνά προκαλείται ξηρανση των νεαρών βλαστών. Αργότερα, όταν οι βλαστοί σκληρύνουν, οι στοές διατροφής είναι μικρότερου βάθους και σχεδόν πάντοτε στη βάση μασχαλιαίου οφθαλμού που διαβρώνεται και καταστρέφεται. Η περίοδος διατροφής των ενηλίκων ποικίλλει και μπορεί να συνεχιστεί ως το φθινόπωρο ή τις αρχές του χειμώνα. Το θηλυκό ορύσσει και το αρσενικό απομακρύνει τα ρινίσματα. Η μητρική στοά είναι του τύπου ‘‘διπλή κατά μήκος’’ και έχει ένα κεντρικό προθάλαμο (πρόδομο), στην είσοδο του οποίου γίνεται η σύζευξη, με το θηλυκό εν μέρει εντός της εισόδου και το αρσενικό εκτός.Κατά μήκος του κάθε κλάδου της μητρικής στοάς το θηλυκό τοποθετεί αριστερά και δεξιά τα 60-80 ή περισσότερα αυγά του. Κάθε προνύμφη ορύσσει τη δίκη της στοάς, με κατεύθυνση περίπου κάθετη προς τη μητρική.
Με την πάροδο του χρόνου και την ανάπτυξη των προνυμφών οι στοές αποκλίνουν ριπιδοειδών χωρίς η μια να διασταυρώνεται με την άλλη, ώστε τελικά οι ακραίες γίνονται παράλληλες ή σχεδόν παράλληλες με τη μητρική στοά, ενώ οι κεντρικότερες παραμένουν περίπου κάθετες και οι λοιπές παίρνουν ενδιάμεσες κατευθύνσεις. Οι προνυμφικές στοές ορύσσονται κι αυτές στα εσωτερικά στρώματα του φλοιού, στο κάμβιο και στα επιφανειακά του ξύλου. Όταν συμπληρώσει την ανάπτυξή της, η προνύμφη διευρύνει την άκρη της στοάς της για να δημιουργήσει τον θαλαμίσκο (κελί) νύμφωσης. Τα ενήλικα ανοίγουν πάνω από θάλαμο νύμφωσης οπές εξόδου διαμέτρου 1,5 mm περίπου και βγαίνουν στην επιφάνεια. Όσα άτομα ενηλικιωθούν πρίν από τον χειμώνα, μένουν στους θαλάμους νύμφωσης και βγαίνουν τον Απρίλιο-Μάϊο. Όσες προνύμφες δεν συμπληρώσουν την ανάπτυξή τους πρίν έρθει ο χειμώνας, θα τη συνεχίσουν την άνοιξη και στη συνέχεια θα νυμφωθούν και ενηλικιωθούν.
Μετά το τέλος της ωοτοκίας τα ενήλικα μπορούν να τραφούν και πάλι για ορισμένο διάστημα, ορύσσοντας νέες στοές διατροφής, και στη συνέχεια να δημιουργήσουν νέες μητρικές στοές. Όταν τα ενήλικα δεν βρούν κατάλληλους (εξασθενημένους) βλαστούς για να ωοτοκήσουν το θέρος, περιμένουν ως το φθινόπωρο (συνήθως σε στοές διατροφής) τότε που επιβραδύνεται η κυκλοφορία των χυμών και ορύσσουν τις στοές αναπαραγωγής σε μη εξασθενημένους βλαστούς.
Η καταπολέμηση είναι δύσκολη και βασίζεται κυρίως σε καλλιεργητικά μέτρα, δηλαδή σε έγκαιρη αφαίρεση και καταστροφή των προσβεβλημένων, καχεκτικών, μισόξερων, ή ξερών κλάδων και κλαδίσκων και σε διατήρηση των δέντρων ζωηρών με κατάλληλη λίπανση, άρδευση και κλάδευση. Συνιστάται το φθινόπωρο, αμέσως μετά το πέσιμο των φύλλων, να κόβονται οι καχεκτικοί και μισόξεροι κλάδοι που είναι κατάλληλοι για ωοτοκία και να αφήνονται ανάμεσα στα δέντρα ως τα τέλη Φεβρουαρίου ως παγίδες όπου θα ωοτοκήσουν και διαχειμάσουν τα ενήλικα. Είναι απαραίτητο να καίονται οι κλάδοι αυτοί τα τέλη Φεβρουαρίου πρίν βγούν τα ενήλικα και προσβάλουν τα δέντρα. Εξασθενημένα δέντρα πρέπει να αφαιρούνται επίσης τα τέλη του χειμώνα. Συνιστάται και κρέμασμα στα δέντρα ή τοποθέτηση κοντά στη βάση τους μισόξερων κλαδίσκων ηλικίας 2 ετών και άνω, τις αρχές Δεκεμβρίου, Απριλίου και Ιουλίου για να ωοτοκήσουν τα ενήλικα και καταστροφή των παγίδων αυτών μετά ένα ή δύο μήνες. Αν τα καλλιεργητικά αυτά μέτρα δεν αποδειχτούν ικανοποιητικά, θα χρειαστεί εφαρμογή εντομοκτόνων την περίοδο όπου αρχίζει η εμφάνιση των ενηλίκων και η ανόρυξη των στοών διατροφής.