Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Η βιολογία της όρνιθας"

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
 
(13 ενδιάμεσες αναθεωρήσεις από ένα χρήστη δεν εμφανίζονται)
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{{top_heading|==}}}Γενικά{{{top_heading|==}}}
 
 
[[Image:Σκελετός πτηνών.jpg|thumb|px100|Σκελετός πτηνών]]
 
[[Image:Σκελετός πτηνών.jpg|thumb|px100|Σκελετός πτηνών]]
 
[[Image:Το δεξιό πόδι του πετεινού.jpg|thumb|px100|Το δεξιό πόδι του πετεινού]]
 
[[Image:Το δεξιό πόδι του πετεινού.jpg|thumb|px100|Το δεξιό πόδι του πετεινού]]
 +
{{{top_heading|==}}}Φτερά{{{top_heading|==}}}
  
Οι [[όρνιθες]] είναι θερμόαιμοι οργανισμοί, υψηλού ρυθμού μεταβολισμού και επίσης χαρακτηρίζονται από το ότι η ανάπτυξη των απογόνων γίνεται εκτός του σώματος της μητέρας.
+
Το κυριότερο χαρακτηριστικό των [[πτηνά |πτηνών]] που τα διαχωρίζει από τις άλλες ομάδες των σπονδυλωτών είναι τα φτερά. Τα πιο τυπικά φτερά <ref name="Μορφολογία και ανατομία κοτόπουλου"/> πουλιών είναι τα καλυπτήρια φτερά, που είναι τα φτερά που φέρουν ελάσματα και καλύπτουν το σώμα του πουλιού. Τα καλυπτήρια φτερά αποτελούνται από έναν κοίλο κάλαμο, δηλ. το γυμνό μέρος, που ξεκινά από ένα θύλακα του δέρματος και τη ράχη που αποτελεί προέκταση του καλάμου και φέρει πολυάριθμους μύστακες. Οι μύστακες είναι τοποθετημένοι σε πυκνές παράλληλες σειρές που αναπτύσσονται διαγωνίως προς τα έξω και από τις δύο πλευρές του κεντρικού μίσχου, σχηματίζοντας μια πλατειά μεμβρανώδη επιφάνεια, το έλασμα. Το χρώμα του φτερώματος των πτηνών ποικίλλει. Τουλάχιστον μια φορά το χρόνο, τα φτερά των πτηνών πέφτουν και ξαναφυτρώνουν άλλα (πτερόρροια).
  
Από ανατομική άποψη κατατάσσονται μεταξύ των πλέον εξειδικευμένων σπονδυλωτών με προσαρμογή του οργανισμού για περιορισμένη πτήση. Η κάλυψή τους με φτερά τα κατατάσσει σε χωριστή τάξη από άλλα είδη ζώων.
+
{{{top_heading|==}}}Σκελετός{{{top_heading|==}}}
  
Η θερμοκρασία του σώματος των πτηνών είναι λίγο ανώτερη από τα άλλα κατοικίδια ζώα  με μέση τιμή περίπου 41-50<sup>o</sup>C. Κυμαίνεται μεταξύ 40,5<sup>o</sup>C και 43<sup>o</sup>C κατά τη διάρκεια του 24ώρου με χαμηλότερη κατά το μεταμεσονύκτιο.
+
Μια σημαντική προϋπόθεση για την πτήση είναι ο ελαφρύς και ταυτόχρονα στέρεος σκελετός. Συγκρινόμενα με τα πρωτόγονα πουλιά και τα ερπετά, τα οστά των αρτίγονων πουλιών είναι ελαφρά, λεπτεπίλεπτα και φέρουν αεροφόρους σάκους. Όμως τα οστά αυτά που είναι γνωστά ως πνευματικά οστά είναι πολύ ισχυρά. Ο σκελετός του φρεγατοπουλιού που έχει άνοιγμα φτερών 205–230 cm ζυγίζει μόνο 114 γραμμάρια, που είναι λιγότερο από το συνολικό βάρος των φτερών.
  
Η όρνιθα χαρακτηρίζεται σαν οργανισμός από υψηλή πίεση αίματος και των καρδιακών παλμών. Οι μικρόσωμες φυλές έχουν γύρω στους 300 παλμούς το λεπτό ενώ οι βαρύσωμες γύρω στους 250 ανά λεπτό. Ξαφνικές διαταραχές προκαλούν αύξηση των παλμών μέχρι 500-550 ανά λεπτό και η κατάσταση αυτή αργεί να αποκατασταθεί.
+
Τα περισσότερα πουλιά έχουν την ικανότητα του πετάγματος και σε αυτό συνετέλεσε τόσο η διαμόρφωση των άνω άκρων με την ανάπτυξη των πτερύγων (άνω άκρα) που βοηθούν στο πέταγμα όσο και αυτή καθ’ αυτή η μορφολογία των οστών (πνευματικά οστά) και η ανάπτυξη/διαμόρφωση του σκελετού τους (συνοστεώσεις), συμβάλλοντας στην μείωση του ειδικού βάρους του σώματος.
  
{{{top_heading|==}}}Πτέρωμα{{{top_heading|==}}}
+
Σε γενικές γραμμές, οι αρθρώσεις συμβάλλουν στην αύξηση του βάρους. Ο σκελετός του [[Όρνιθες |κοτόπουλου]] είναι συνοστεωμένος. Τα μόνα κινητά οστά είναι αυτά των άκρων (άνω και κάτω) και του λαιμού. Τα υπόλοιπα έχουν συνοστεωθεί και μάλιστα έχουν μικρύνει πάρα πολύ.
  
Τα φτερά των ορνίθων, μικρά και μεγάλα χρησιμεύουν για να προστατεύουν τα πτηνά από εξωτερικές δυσμενείς συνθήκες και για να διατηρούν το σώμα τους θερμό. Η ετήσια ανανέωση του πτερώματος αποτελεί ένα σοβαρό φυσιολογικό κόστος για την όρνιθα, διότι το βάρος του πτερώματος ανέρχεται σε 4-9% του ζωντανού βάρους του πτηνού αναλόγως του φύλου και της ηλικίας του πτηνού. Τα φτερά παρόλο ότι καλύπτουν ολόκληρο το σώμα των πτηνών εν τούτοις εκφύονται από ορισμένες μόνο περιοχές του σώματος. Κάθε φτερό αποτελείται από το στέλεχος και τον ιστό. Το τμήμα του στελέχους που φέρει τον ιστό λέγεται ράχη, το ελέυθερο λέγεται καλάμη. Η καλάμη στα νεαρά φτερά είναι μαλακή με ρόδινο χρωματισμό, στα παλαιά είναι σκληρή και πρασινωπή. Ο ιστός αποτελείται από ίνες που συμπλέκονται μεταξύ τους, ώστε να δημιουργείται μια συμπαγής και λεπτή επιφάνεια. Οι πρώτες ίνες λέγονται γένεια. Στα νεαρά πτερά ο ιστός είναι συμπαγής και στιλπνός. Τα φτερά διακρίνονται σε 4 κατηγορίες:
+
Το πλέον διακριτικό γνώρισμα της σπονδυλικής στήλης των πτηνών είναι η ακαμψία της. Οι περισσότεροι σπόνδυλοι, εκτός από τους αυχενικούς (σπόνδυλοι του λαιμού) είναι συντετηγμένοι (συνοστεωμένοι) τόσο μεταξύ τους μέσω πρόσθετων οστέινων κατασκευών που ονομάζονται αγκιστροειδείς σχηματισμοί, όσο και με την πυελική ζώνη, σχηματίζοντας ένα σκληρό και άκαμπτο, αλλά ελαφρύ πλέγμα για τη στήριξη των ποδιών και τη σταθερότητα της πτήσης. Οι τέσσερις ακραίοι ουραίοι σπόνδυλοι είναι ελεύθεροι, κινητοί και βραχείς, ο τελευταίος εκ των οποίων είναι πλευρικά συμπιεσμένος και αποτελεί τον κόκκυγα, ο οποίος υποβαστάζει το πυγόστυλο. Για να συμβάλουν στην απαραίτητη για την πτήση σταθερότητα, οι πλευρές συντήκονται με τους σπονδύλους, την πυελική ζώνη και το στέρνο. Με εξαίρεση τα πουλιά που δεν πετούν, το στέρνο διαθέτει μια μεγάλη και λεπτή, οστέινη κατασκευή (τρόπιδα) που επιτρέπει την πρόσφυση των ισχυρών, πτητικών μυών. Διακρίνουμε δύο τύπους πετάγματος, το ενεργητικό και το παθητικό πέταγμα. Στο ενεργητικό πέταγμα απαιτείται μυική δύναμη, ενώ στο παθητικό η χρησιμοποίηση του ανέμου για ολίσθηση. Ορισμένα πουλιά, τα οποία προσαρμόστηκαν στο έδαφος, έχασαν εξελικτικά την ικανότητα του πετάγματος (όχι όπως η κότα, την οποία εμείς κάναμε οικοδίαιτο ζώο για αύξηση βάρους). Ετσι λοιπόν σε μερικά πουλιά, που προσαρμόστηκαν σε περιοχές χωρίς εχθρούς και με αφθονία τροφής, χάθηκε η ικανότητα του πετάγματος και εξαφανίστηκαν σταδιακά η τρόπιδα ή τα άνω άκρα (π.χ. το κίβι, η [[Στρουθοκάμηλοι |στρουθοκάμηλος]]).
*Μεγάλα φτερά ευμεγέθη και δύσκαμπτα, τα οποία είναι δύο ειδών, τα διευθυντήρια ή πηδαλιώδη τα οποία είναι 14, που φύονται στην ουρά και τα ερετικά που φύονται στις πτέρυγες,
+
*Τα καλυπτήρια που είναι λιγότερο δύσκαμπτα και καλύπτουν όλο το σώμα του πτηνού,
+
*Τα πτίλα εύκαμπτα και βρίσκονται κάτω απ' τα καλυπτήρια και
+
*Τα τριχόπτερα που αφθονούν στη χώρα του τραχήλου και της κοιλιάς.
+
  
{{{top_heading|==}}}Το δέρμα{{{top_heading|==}}}
+
{{{top_heading|==}}}Μύες-Μυϊκό σύστημα{{{top_heading|==}}}
  
Οι [[όρνιθες]] έχουν σχετικά λεπτό δέρμα, ελεύθερο από εκκριτικούς αδένες. Η μόνη εξαίρεση είναι ο ουροπηγαίος αδένας που βρίσκεται στο ανώτερο τμήμα της ουράς. Εξαρτήματα του δέρματος είναι το λοφίο, οι παρωτίδες, τα κάλλαια (λειρί), το ράμφος, οι φολίδες (λέπια), τα πλήκτρα και τα νύχια των ποδιών. Το μέγεθος και το χρώμα του λοφίου και των λειριών συνδέονται στενά με την ανάπτυξη των γονάδων και στα δύο φύλα. Στις όρνιθες χρησιμοποιούνται σαν στοιχεία βοηθητικά για τη διάκριση καλών και κακών ωοτόκων ορνίθων. Οι απλοί χρωματισμοί του δέρματος είναι λευκός, κίτρινος και ο μελανός, που είναι σπάνιος και δεν συναντάται σε εκτρεφόμενες φυλές. Ο κίτρινος χρωματισμός του δέρματος και της κνήμης οφείλεται σε χρωστικές τροφικής προέλευσης σε συνδυασμό με την απουσία μελανίνης. Οι προτιμήσεις των καταναλωτών είναι για κίτρινο χρωματισμό δέρματος γι' αυτό και η ειλογή γίνεται προς αυτή την κατέυθυνση στη κρεοπαραγωγή. Τα συνήθη σχήματα λοφίου στις όρνιθες είναι το απλό που απαντάται στις περισσότερες φυλές, ρόδου, πίσου και καρύου. Ο χρωματισμός των παρωτίδων δεν οφείλεται σε χρωστική αλλά στην αφθονία των αιμοφόρων αγγείων.
+
Οι κινητικοί μύες των πτηνών είναι σχετικά ογκώδεις, ώστε να ανταπεξέρχονται στις ανάγκες της πτήσης. Μεγαλύτερος εξ αυτών είναι ο θωρακικός μυς που κατά την πτήση κατεβάζει τις πτέρυγες. Ο ανταγωνιστικός προς αυτόν ο υπερκορακοειδής μυς ανεβάζει τις πτέρυγες. Τόσο ο θωρακικός όσο και υπερκορακοειδής προσφύονται στην τρόπιδα.
  
{{{top_heading|==}}}Ο σκελετός{{{top_heading|==}}}
+
Η κύρια μυϊκή μάζα του ποδιού βρίσκεται στο μηρό και περιβάλει το μηριαίο οστό, ενώ μια μικρότερη μάζα βρίσκεται στο ταρσοκνημικό (κνήμη).
  
Ο σκελετός της [[όρνιθες |όρνιθας]] είναι συμπαγής, ελαφρός και πολύ στερεός. Οι σπόνδυλοι του λαιμού και της ουράς μπορούν να κινούνται. Οι σπόνδυλοι του σώματος είναι σταθεροί και συμφύονται σε μία γερή κατασκευή η οποία δίνει τη δυνατότητα να συγκρατούνται οι πτέρυγες. Χαρακτηριστικό των πτηνών είναι ότι πολλά από τα οστά τους είναι πνευματικά ή αεροφόρα, δηλαδή είναι κοίλα και συνδέονται με το αναπνευστικό σύστημα, έτσι ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν για αναπνοή εάν είναι κλεισ΄τη η τραχεία. Επίσης πολλά από τα οστά είναι μυελώδη δηλαδή η κοιλότητα του μυελού είναι πλήρης από λεπτά κοκκία τα οποία και αποτελούν μια ευκόλως διαθέσιμη πηγή Ca για το κέλυφος των [[Διατροφική αξία αυγού |αυγών]] όταν η πρόσληψη του Ca είναι περιορισμένη. Τέτοια οστά είναι η κνήμη, ο μηρός, τα ηβικά οστά, το στέρνο, οι πλευρές, η ωλένη, τα δάκτυλα και η ωμοπλάτη. Περίπου 12% των οστών μιας ώριμης όρνιθας είναι μυελώδη. Όμως οι ποσότητες Ca που αποθηκεύονται στο σκελετό των ορνίθων είναι επαρκείς για το κέλυφος πολύ περιορισμένου αριθμού αυγών.
+
{{{top_heading|==}}}Κυκλοφορικό σύστημα{{{top_heading|==}}}
  
{{{top_heading|==}}}Το μυϊκό σύστημα{{{top_heading|==}}}
+
Η γενική οργάνωση του κυκλοφορικού συστήματος των πτηνών δε διαφέρει σημαντικά από των θηλαστικών, αν και τα κοινά χαρακτηριστικά που προέκυψαν κατά την εξέλιξη αναπτύχθηκαν κατά παράλληλο τρόπο. Η καρδιά είναι μεγάλη και τετράχωρη. Έτσι τα πουλιά όπως και τα θηλαστικά διαχωρίζουν πλήρως την αναπνευστική από τη σωματική κυκλοφορία.
  
Υπάρχουν τρία κύρια είδη μυών:
+
Η καρδιά των πτηνών αποτελείται από δύο κόλπους και δύο κοιλίες καλά διαχωρισμένες. Περιβάλλεται από το περικάρδιο, πίσω από το οποίο υπάρχει το λεπτό λοξό διάφραγμα, που διαχωρίζει την καρδιά και τους πνεύμονες από τα άλλα σπλάγχνα. Το φλεβικό αίμα (μη οξυγονωμένο) φέρεται από τον κορμό με την οπίσθια ή την κάτω κοίλη φλέβα και από την κεφαλή με τις πρόσθιες άνω κοίλες φλέβες στο δεξιό κόλπο της καρδιάς. Από εκεί διέρχεται στη δεξιά κοιλία και στη συνέχεια με τις πνευμονικές αρτηρίες οδηγείται στους πνεύμονες. Από αυτούς, αφού οξυγονωθεί, επιστρέφει με τις τέσσερις πνευμονικές φλέβες στον αριστερό κόλπο, από όπου διέρχεται στην αριστερή κοιλία και από εκεί στο δεξιό αορτικό τόξο. Από το δεξιό αορτικό τόξο εκπορεύονται οι δύο ανώνυμες αρτηρίες, καθεμιά από τις οποίες δίνει τρεις κλάδους, δηλαδή τις καρωτίδες προς την κεφαλή και το λαιμό, τις υποκλείδιες αρτηρίες ή βραχιόνιες προς τις φτερούγες και τις θωρακικές προς τους θωρακικούς μύες. Στη συνέχεια, το δεξιό αορτικό τόξο κάμπτεται προς τα πίσω, ακολουθεί την κοιλιακή επιφάνεια της σπονδυλικής στήλης και σχηματίζει τη ραχιαία ή κατιούσα αορτή, με την οποία το αίμα φέρεται στα σπλάγχνα και το οπίσθιο μέρος του σώματος. Οι σφαγίτιδες φλέβες που επιστρέφουν το αίμα από την κεφαλή, εμφανίζουν εγκάρσια αναστόμωση μετά την κεφαλή, ώστε κατά την περιστροφή της κεφαλής να πιέζεται μόνο η μία από αυτές και να αποφεύγεται η παύση-διακοπή της κυκλοφορίας σε αυτές. Η πυλαία φλέβα φέρει τα θρεπτικά συστατικά και το αίμα από το έντερο στο ήπαρ και η ηπατική φλέβα με την κάτω κοίλη φλέβα φέρουν το αίμα από το ήπαρ στην καρδιά.
*Λείοι μύες (αγγεία αίματος, έντερα κ.ά.),
+
*Καρδιακοί μύες και
+
*Σκελετικοί μύες. Οι σκελετικοί μύες είναι υπεύθυνοι για τις ελεγχόμενες κινήσεις των [[πτηνά |πτηνών]] και αποτελούν το μεγαλύτερο εδώδιμο μέρος του [[Η διατροφική αξία του κρέατος των πουλερικών |σφαγίου]] της όρνιθας. Το στήθος, ο μηρός, η κνήμη είνια τα κύρια μυϊκά συστήματα στο σώμα του πτηνού. Ειδικά οι μύες του στήθους αποτελούν ένα εξαιρετικά μεγάλο τμήμα. Οι όρνιθες και οι [{{#show: Ιστοσελίδα Wikipedia/Γαλοπούλα| ?has link}} γαλοπούλες] έχουν λευκούς και ερυθρούς μύες. Οι ερυθροί περιέχουν περισσότερη χρωστική απ' ό,τι οι λευκοί.
+
  
{{{top_heading|==}}}Το αναπνευστικό σύστημα{{{top_heading|==}}}
+
{{{top_heading|==}}}Αναπνευστικό σύστημα{{{top_heading|==}}}
  
Το αναπνευστικό σύστημα αποτελείται από τους πνεύμονες και όλες τις ατραπούς που οδηγούν στους πνεύμονες (άνω λάρυγγας, τραχεία, σύραγγες, κάτω λάρυγγας, αεροφόροι σάκοι). Οι πνεύμονες είναι προσκολλημένοι στις πλευρές στο ανώτερο τμήμα της θωρακικής κοιλότητας και αποτελούν μάλλον συμπαγή κατασκευή, η οποία δεν αλλάζει σχεδόν διαστάσεις κατά την αναπνοή. Η διαφορά πιέσεως μέσα στους αεροφόρους σάκους προκαλεί την είσοδο και έξοδο του αέρα από τους πνεύμονες. Η όρνιθα έχει 4 ζεύγη αεροφόρων σάκκων, τοποθετουμένων από του τραχήλου μέχρι της κοιλίας. Οι αεροφόροι σάκοι επικοινωνούν με τους πνεύμονες και με τις κοιλότητες των περισσότερων οστών του σώματος, είναι πολύ ευαίσθητες κατασκευές με τοιχώματα πολύ λεπτά. Οι αεροφόροι σάκοι διευκολύνουν επίσης την πτήση και την ισορροπία του πτηνού κατά την πτήση.
+
Το αναπνευστικό σύστημα των [[πτηνά |πτηνών]] διαφέρει ριζικά από των ερπετών και των θηλαστικών και είναι θαυμάσια προσαρμοσμένο για να ανταποκρίνεται στις υψηλές μεταβολικές ανάγκες της πτήσης.
  
Η όρνιθα στερείται ιδρωτοποιών αδένων, έτσι οι πνεύμονες και οι αεροφόροι σάκοι θεωρούνται οι κυριότεροι παράγοντες εξατμίσεως, για την εξουδετέρωση των δυσμενών επιδράσεων των υψηλών θερμοκρασιών. Μελέτες πανεπιστημίου δίνουν μεγαλύτερη βαρύτητα στο ρόλο του λοφίου και των λειριών γιατί διαπιστώθηκε ότι το 40% της θερμότητας που χάνεται προέρχεται από την περιοχή της κεφαλής. Γι' αυτό η αποκοπή μέρους του λοφίου που εφαρμόζεται στην πράξη στις όρνιθες πρέπει να εξετάζεται με επιφύλαξη.
+
Στα πουλιά οι πολύ λεπτές διακλαδώσεις των βρόγχων σχηματίζουν τα σωληνοειδή παραβρόγχια και δεν καταλήγουν σε σακοειδείς κυψελίδες, όπως συμβαίνει στα θηλαστικά. Ο αέρας κινείται συνεχώς δια μέσου των παραβρογχίων. Ενα ακόμη αποκλειστικό χαρακτηριστικό των πουλιών είναι το σύστημα των 9 εσωτερικών αεροφόρων σάκων (εικόνα 11), οι οποίοι επικοινωνούν μεταξύ τους και είναι τοποθετημένοι ανά ζεύγη στον θώρακα και στην κοιλία και επιπλέον επεκτείνονται με μικρότατα σωληνάρια στα κέντρα των επιμήκων οστών. Οι σάκοι συνδέονται με τους πνεύμονες με τέτοιο τρόπο ώστε το μεγαλύτερο μέρος του εισπνεόμενου αέρα να προσπερνά τους πνεύμονες και να περνά απευθείας στους οπίσθιους σάκους, οι οποίοι χρησιμεύουν ως αποθήκες καθαρού αέρα. Κατά την εκπνοή ο οξυγονωμένος αέρας περνά διαμέσου των πνευμόνων και συγκεντρώνεται στους πρόσθιους σάκους. Από εκεί κατευθύνεται απευθείας στο εξωτερικό περιβάλλον. Έτσι για κάθε αναπνοή χρειάζονται 2 αναπνευστικοί κύκλοι, προκειμένου ο αέρας να περάσει δια του αναπνευστικού συστήματος. Έτσι επιτυγχάνεται η συνεχής, κατά μία κατεύθυνση, ροή διαμέσου των παραβογχίων που αποτελούν τους θαλάμους αναπνευστικών ανταλλαγών (εικόνα 12 & 13). Το πλεονέκτημα έγκειται στο ότι οι πνεύμονες δέχονται καθαρό αέρα τόσο κατά την εισπνοή όσο και κατά την εκπνοή.
  
Η φωνή των πτηνών παράγεται αποκλειστικά στον σύριγγα, που βρίσκεται στο κατώτερο σημείο του λάρυγγα όπου η τραχεία διακλαδίζεται στους δύο βρόγχους. Είναι το ίδιο στα αρσενικά και στα θηλυκά, ο ανώτερος λάρυγγας εξυπηρετεί για τη ρύθμιση της φωνής. Η κανονική θηλυκή όρνιθα δεν λαλεί γιατί στερείται του ψυχολογικού αιτίου. Εάν της προκληθεί πειραματικά, με επαρκή ένεση αρσενικών ορμονών, θα μπορούσε να λαλεί.
+
{{{top_heading|==}}}Απεκκριτικό σύστημα{{{top_heading|==}}}
  
{{{top_heading|==}}}Το πεπτικό σύστημα{{{top_heading|==}}}
+
Το σχετικά μεγάλο ζεύγος των μετανεφρικών νεφρών αποτελείται από πολλές χιλιάδες νεφρώνων, καθένας από τους οποίους περιλαμβάνει ένα νεφρικό σωμάτιο και έναν νεφρικό αγωγό. Όπως και στα άλλα σπονδυλόζωα, τα ούρα σχηματίζονται μετά από διήθηση στο σπείρωμα και τροποποίηση του διηθήματος στους σωληνίσκους. Τα ούρα περνούν δια των ουρητήρων και καταλήγουν στην αμάρα. Δεν υπάρχει ουροδόχος κύστη. Τα πουλιά όπως και τα ερπετά αποβάλλουν τα αζωτούχα απόβλητά τους ως ουρικό οξύ, μια προσαρμογή που προήλθε από τη δημιουργία του αμνιωτικού αβγού που φέρει κέλυφος. Στα αβγά που έχουν κέλυφος όλα τα απεκκριτικά προϊόντα πρέπει να παραμείνουν μέσα στο αβγό μαζί με το αναπτυσσόμενο έμβρυο. Αν είχε παραχθεί ουρία, θα συσσωρευόταν στο διάλυμα φθάνοντας σε τοξικά επίπεδα. Αντίθετα το ουρικό οξύ κρυσταλλώνεται, διαχωρίζεται από τα διαλύματα και αποθηκεύεται μέσα στο αβγό χωρίς να προκαλεί βλάβες. Έτσι από μια εμβρυϊκή ανάγκη δημιουργήθηκε ένα τεράστιο πλεονέκτημα για τα ώριμα άτομα. Λόγω της χαμηλής διαλυτότητας του ουρικού οξέος ένα πουλί μπορεί να αποβάλει 1 γραμμάριο ουρικού οξέος σε μόνο 1,5 έως 3 ml νερού, ενώ ένα θηλαστικό χρειάζεται 60 ml νερού.
  
Η ανάπτυξη και η ανατομική κατασκευή του πεπτικού συστήματος κατά κύριο λόγο καθορίζει και τον τύπο της τροφής που ταιριάζει σε κάθε είδος. Τα σαρκοφάγα έχουν πολύ μικρό πεπτικό χώρο ενώ στα φυτοφάγα το μήκος του είναι σχετικά μεγάλο. Η σχέση του μήκους του σώματος προς το μήκος του πεπτικού συστήματος στην όρνιθα είναι 1:4. Η όρνιθα έχει ένα απλό πεπτικό σύστημα, στο οποίο τον κύριο λόγο για τη διάσπαση της τροφής δεν έχουν οι μικροοργανισμοί αλλά διάφορα ένζυμα που εκκρίνονται από κατάλληλα τμήματα του πεπτικού συστήματος. Το πεπτικό σύστημα των [[πτηνά |πτηνών]] αποτελείται από τα εξής μέρη:
+
Ο νεφρός των πουλιών είναι λιγότερο αποτελεσματικός από το νεφρό των θηλαστικών στην αφαίρεση διαλυμένων ουσιών, κυρίως ιόντων νατρίου, καλίου και χλωρίου. Ορισμένα είδη πουλιών, κυρίως θαλάσσια, για να αποβάλλουν τα υψηλά φορτία αλάτων που προσλαμβάνουν με τη τροφή τους και το θαλασσινό νερό που πίνουν, χρησιμοποιούν εξωνεφρικούς σχηματισμούς (αδένες αλάτων).
*στόμα,
+
*οισοφάγος,
+
*πρόλοβο,
+
*αδενώδη στόμαχο,
+
*μυώδη στόμαχο,
+
*δωδεκαδάκτυλο,
+
*λεπτό έντερο,
+
*παχύ έντερο. Μεταξύ του λεπτού και του παχέως εντέρου βρίσκεται το τυφλό έντερο. Το πεπτικό σύστημα συνοδεύεται από το πάγκρεας και το ήπαρ.
+
  
{{{top_heading|===}}}Στόμα{{{top_heading|===}}}
+
{{{top_heading|==}}}Νευρικό σύστημα{{{top_heading|==}}}
  
Το κύριο χαρακτηριστικό του στόματος των πτηνών είναι η απουσία δοντιών και χειλέων. Αυτά αντικαθίστανται από δύο κερατινώδεις σιαγόνες που σχηματίζουν το ράμφος. Η κατασκευή της γλώσσας και οι σιελογόνοι αδένες διευκολύνουν το πέρασμα της τροφής προς τον οισοφάγο.
+
Ο εγκέφαλος των πτηνών, που είναι σχετικά μεγαλύτερος από τον εγκέφαλο των ερπετών, αποτελείται από τα καλά ανεπτυγμένα εγκεφαλικά ημισφαίρια, την παρεγκεφαλίδα και τον μέσο εγκέφαλο (οπτικοί λοβοί). Με εξαίρεση τα πουλιά που δεν πετούν, τις πάπιες και τους γύπες, οι αισθήσεις της όσφρησης και της γεύσης είναι λίγο ανεπτυγμένες στα πουλιά. Αντιθέτως, διαθέτουν καλή ακοή και εξαίρετη όραση.
  
{{{top_heading|===}}}Οισοφάγος{{{top_heading|===}}}
+
{{{top_heading|==}}}Πεπτικό σύστημα{{{top_heading|==}}}
  
Ο οισοφάγος χαρακτηρίζεται από μεγάλο μήκος. Μια διεύρυνση αυτού, ο πρόλοβος, χρησιμεύει για την αποθήκευση της τροφής.
+
Τα πουλιά είναι [[κατάλογος ζώων |ζώα]] σαρκοφάγα, που τρέφονται κυρίως με [[έντομα]]. Στη δίαιτα των πουλιών, ανάλογα με το είδος, περιλαμβάνονται διάφορα ζώα, όπως σκουλήκια, μαλάκια, καρκινοειδή, [[ιχθυηρά |ψάρια]], βατράχια, ερπετά, θηλαστικά, καθώς και άλλα πουλιά. Μια πολύ μεγάλη ομάδα πουλιών, σχεδόν το 1/5, τρέφεται με νέκταρ, ενώ μερικά είδη είναι παμφάγα και τρώνε οτιδήποτε είναι άφθονο κάθε εποχή.
  
{{{top_heading|===}}}Αδενώδης στόμαχος{{{top_heading|===}}}
+
Τα πουλιά διαθέτουν ένα πολύ αποτελεσματικό πεπτικό σύστημα και πέπτουν γρήγορα την τροφή τους. Επειδή τα πουλιά δεν έχουν δόντια, οι τροφές που χρειάζονται μάσηση υφίστανται επεξεργασία στον προστόμαχο. Οι σιελογόνοι αδένες είναι λίγο ανεπτυγμένοι και κυρίως εκκρίνουν βλέννα για τη λίπανση της τροφής και της λεπτής γλώσσας που καλύπτεται με κερατίνη. Υπάρχουν λίγοι γευστικοί κάλυκες. Μετά το βραχύ φάρυγγα ακολουθεί ο σχετικά μακρύς, μυώδης, ελαστικός οισοφάγος, που φθάνει μέχρι το στόμαχο. Πολλά πουλιά διαθέτουν μια διεύρυνση, τον πρόλοβο, στο κάτω τμήμα του οισοφάγου που χρησιμεύει ως χώρος αποθήκευσης. Ο στόμαχος αποτελείται από δύο τμήματα, το προκοιλίδιο, που εκκρίνει γαστρικό υγρό και τον μυώδη προστόμαχο, που επενδύεται με κεράτινες πλάκες που χρησιμεύουν ως «μυλόπετρες» για το άλεσμα της τροφής. Για να διευκολύνουν τη λειοτρίβηση τα πουλιά καταπίνουν χαλίκια και άλλα σκληρά αντικείμενα που τα αποθηκεύουν στον προστόμαχο. Ορισμένα αρπακτικά πουλιά (κουκουβάγιες) σχηματίζουν συσσωματώματα από άπεπτα υλικά, όπως οστά, τρίχες, στο προκοιλίδιο και τα εγκλείουν σε μια θήκη που σχηματίζεται από αποβαλλόμενα κύτταρα του επιθηλίου του εντέρου (έμεσμα). Το τελικό τμήμα του πεπτικού συστήματος είναι η αμάρα, όπου καταλήγουν οι ουρητήρες και οι γεννητικοί αγωγοί.
 
+
Παρουσιάζεται σαν μια μεγέθυνση στο τέλος του οισοφάγου. Έχει ατρακτοειδές σχήμα και ενώνεται απ' ευθείας με τον μυώδη στόμαχο. Η τροφή παραμένει πολύ λίγο στο χώρο αυτό, περιβάλλεται όμως από HCI και πεψίνη κατά την διέλευσή της.
+
 
+
{{{top_heading|===}}}Μυώδης στόμαχος{{{top_heading|===}}}
+
 
+
Ο μυώδης στόμαχος έχει σχήμα ωοειδές. Αποτελείται από δυο ζεύγη ερυθρών, χονδρών, ισχυρών μυών που καλύπτονται εσωτερικά με ένα κεράτινο επιθήλιο. Όταν είναι κενός από τροφή δεν κινείται, αλλά μόλις διέρχεται τροφή κινείται ρυθμικά και με πολύ μεγάλη δύναμη. Η κύρια λειτουργία του είναι το άλεσμα, σπάσιμο της τροφής. η οποία όταν πρόκειται ειδικά για σπόρους ολόκληρους είναι τελείως απαραίτητος για την πέψη αυτών. Το άλεσμα διευκολύνεται με την παρουσία μικρών χαλικιών που παίρνονται κατά την πρόσληψη της τροφής.
+
 
+
{{{top_heading|===}}}Έντερο{{{top_heading|===}}}
+
 
+
Το έντερο διακρίνεται στο δωδεκαδάκτυλο και στο λεπτό έντερο. Στο λεπτό έντερο εκκρίνονται ένζυμα που συμπληρώνουν την υδρόλυση των τροφών από το παγκρεατικό υγρό. Έτσι οι πρωτεΐνες αποδομούνται σε πεπτίδια και οι δισακχαρίτες σε απλά σάκχαρα. Το επιθήλιο που καλύπτει το λεπτό έντερο έχει μια τρομερή επιφάνεια ώστε γίνεται ταχύτατα η απορρόφηση των συστατικών. Σχεδόν όλα τα συστατικά, τα απαραίτητα από έναν οργανισμό πέπτονται και απορροφώνται από το λεπτό έντερο. Μια [[όρνιθες |όρνιθα]] μπορεί να πέψει και να απορροφήσει ένα πλήρες γεύμα σε λιγότερο από τρεις ώρες.
+
 
+
{{{top_heading|===}}}Πάγκρεας{{{top_heading|===}}}
+
 
+
Παράλληλα προς το δωδεκαδάκτυλο βρίσκεται εγκλωβισμένο το πάγκρεας που εκκρίνει το παγκρεατικό υγρό στο κατώτερο τμήμα του δωδεκαδάκτυλου. Το υγρό αυτού εξουδετερώνει την έκκριση των οξέων του αδενώδους στομάχου, περιέχει ένζυμα που υδρολύουν πρωτεΐνες, άμυλο και λίπη.
+
 
+
{{{top_heading|===}}}Ήπαρ (συκώτι){{{top_heading|===}}}
+
 
+
Η χολή είναι απαραίτητη για την κατάλληλη απορρόφηση των λιπών από το λεπτό έντερο. Παράγεται στο συκώτι και μεταφέρεται στο κατώτερο τμήμα του δωδεκαδάκτυλου από δυο χοληφόρους αγωγούς. Ο ένας στο δεξιό λοβό του συκωτιού έχει μεγέθυνση και σχηματίζει την χοληδόχο κύστη, όπου συγκεντρώνεται και αποθηκεύεται η χολή. Η απρουσία τροφής στο δωδεκαδάκτυλο προκαλεί συστολές στην χοληδόχο κύστη που αδειάζει στο λεπτό έντερο.
+
 
+
{{{top_heading|===}}}Τυφλό έντερο{{{top_heading|===}}}
+
 
+
Στο σημείο που ενώνεται το λεπτό έντερο με το παχύ έντερο υπάρχουν δυο τυφλά τμήματα εντέρου, που είναι πλήρη από υλικό κοπριάς. Με τα μοντέρνα σιτηρέσια υψηλής πεπτικότητας η σημασία του τυφλού εντέρου στην πέψη είναι περιορισμένη. Στα [[πτηνά]] όμως που τρέφονται με σιτηρέσια πλούσια σε ινώδεις ουσίες, κάποια πέψη των ινών γίνεται στο τμήμα αυτό με τη βοήθεια μικροοργανισμών.
+
 
+
{{{top_heading|===}}}Παχύ έντερο{{{top_heading|===}}}
+
 
+
Το παχύ έντερο είναι πολύ μικρού μήκους και αποτελείται από το απηυθυσμένο και την αμάρα. Η αμάρα είναι κοιλότητα κοινή του ουρογεννητικού συστήματος και του πεπτικού συστήματος και επικοινωνεί με τον πρωκτό. 
+
 
+
{{{top_heading|==}}}Το ουροποιητικό σύστημα{{{top_heading|==}}}
+
 
+
Το ουροποιητικό σύστημα περιλαμβάνει τους δυο νεφρούς που βρίσκονται πίσω από τους πνεύμονες και τους ουρητήρες. Τα ούρα αποβάλλονται δια των ουρητήρων στην αμάρα και εξέρχονται μαζί με τα περιττώματα. Το λευκό πολτώδες υγρό στην όρνιθα είναι κυρίως ουρικό οξύ. Στα πτηνά το μεγαλύτερο τμήμα του N που αποβάλλουν είναι υπό μορφή ουρικού οξέως ενώ στα θηλαστικά υπό μορφή ουρίας. Τα νεφρά φιλτράρουν το αίμα καθώς διέρχεται από τους σωλινίσκους. Παίζουν βασικό ρόλο στην ισορροπία οξέων και βάσεων του οργανισμού και διατήρηση της ωσμοτικής ισορροπίας των υγρών του σώματος.
+
 
+
{{{top_heading|==}}}Το κυκλοφορικό σύστημα{{{top_heading|==}}}
+
 
+
Η καρδιά της όρνιθας έχει 4 χώρους, δύο κόλπους και δύο κοιλίες, που επιτρέπουν επαρκή κυκλοφορία προς τους πνεύμονες για να εξασφαλίζεται επαρκής ανταλλαγή O<sub>2</sub> και CO<sub>2</sub> για έναν έντονο μεταβολισμό. Το αίμα στην όρνιθα αποτελεί το 5-6% του βάρους του και περιέχει πλάσμα, ερυθρά κύτταρ, λευκοκύτταρα, άλατα. Τα ερυθροκύτταρα των πτηνών περιέχουν πυρήνα σε αντίθεση με των θηλαστικών. Ο ρυθμός της καρδιάς σε μια μικρόσωμη όρνιθα είναι περίπου 350 χτύποι το λεπτό. Σε μεγαλόσωμα πτηνά γύρω στους 250 χτύπους το λεπτό. Η σπλήνα βρίσκεται κοντά στο μυώδη στόμαχο, αποτελεί μια αποθήκη ερυθροκυττάρων, εκεί σχηματίζει ερυθρά και λευκά αιμοσφαίρια και αδειάζει το περιεχόμενό της στο κυκλοφορικό σύστημα. Η λειτουργία του αίματος συνίσταται:
+
*Στη μεταφορά του O<sub>2</sub> στα κύτταρα και απομάκρυνση του CO<sub>2</sub>,
+
*Στην απορρόφηση θρεπτικών στοιχείων από τον πεπτικό σωλήνα και προώθηση προς τους ιστούς,
+
*Στη ρύθμιση της θερμοκρασίας και απομάκρυνση των άχρηστων ουσιών και
+
*Στη μεταφορά ορμονών από ορισμένους ενδοκρινείς αδένες στα διάφορα τμήματα του σώματος.
+
 
+
{{{top_heading|==}}}Το νευρικό σύστημα{{{top_heading|==}}}
+
 
+
Το νευρικό σύστημα ρυθμίζει και τη λειτουργία του σώματος. Τα κύρια στοιχεία του νευρικού συστήματος είναι τα νευρικά κύτταρα και οι απολήξεις τους. Το κύριο μέρος των νευρικών κυττάρων βρίσκεται συγκεντρωμένο στον εγκέφαλο, καθώς επίσης στο νωτιαίο μυελό και στα γάγγλια. Συνήθως το νευρικό σύστημα διακρίνεται σε δύο τμήματα, το σωματικό ή εγκεφαλονωτιαίο που είναι υπεύθυνο για την εκούσια λειτουργία του σώματος και το αυτόνομο τμήμα που είναι υπεύθυνο για την ακούσια λειτουργία οργάνων, όπως έντερα, αγγεία αίματος και αδένων.
+
 
+
Η όρνιθα έχει ένα πολυ μικρό εγκεφαλικό φλοιό συγκριτικά με τα ζώα. Ο υποθάλαμος είναι καλά αναπτυγμένος όπως σε πολλά θηλαστικά. Είναι υπεύθυνος για τη ρύθμιση της τροφής και την πρόσληψη νερού, τη ρύθμιση των εκκρίσεων πρόσθιου λοβού υποφύσεως, για την επιθετικότητα και τη σεξουαλική συμπεριφορά.
+
 
+
Η όραση είναι καλά αναπτυγμένη, η όρνιθα ανήκει στους οπτικούς οργανισμούς. Τα μάτια αποτελούν, αναλογικά προς το κεφάλι μεγαλύτερο τμήμα απ' ό,τι στα θηλαστικά. Φανερά μπορεί να διακρίνει χρώματα, διαφορές στο σχήμα και στο μέγεθος. Η ακοή επίσης είναι πολύ καλά αναπτυγμένη. Η κλώσσα όρνιθα και οι νεοσσοί της βρίσκονται σε μια επικοινωνία από τους ήχους μεταξύ τους. Το αυτί της όρνιθας είναι καλά αναπτυγμένο. Η όσφρηση δεν είναι σαν αίσθηση καλα αναπτυγμένη αν και νευροανατομικώς υπάρχει υποδομή γι' αυτό. Έτσι δεν μπορεί να διακρίνει γεύσεις ή οσμές, αν και η γεύση δεν είναι καθοριστικός παράγοντας για την αποδοχή τροφής. Γενικώς η όρνιθα έχει περιορισμένη εφυΐα
+
 
+
{{{top_heading|==}}}Το ενδοκρινικό σύστημα{{{top_heading|==}}}
+
 
+
Πληροφορίες για το αναπαραγωγικό σύστημα υπάρχουν στη σελίδα: [[Αναπαραγωγή όρνιθας]]
+
  
 
Στο pdf που ακολουθεί με τίτλο "Ανατομία-φυσιολογία αγροτικών ζώων" υπάρχουν αναλυτικές πληροφορίες για το σκελετό των πτηνών. [[media:Ανατομία-φυσιολογία αγροτικών ζώων.pdf|Ανατομία-φυσιολογία αγροτικών ζώων]]
 
Στο pdf που ακολουθεί με τίτλο "Ανατομία-φυσιολογία αγροτικών ζώων" υπάρχουν αναλυτικές πληροφορίες για το σκελετό των πτηνών. [[media:Ανατομία-φυσιολογία αγροτικών ζώων.pdf|Ανατομία-φυσιολογία αγροτικών ζώων]]
Γραμμή 121: Γραμμή 56:
 
[[πόσο αφορά σε εκπαιδευτικό-ακαδημαϊκό-ερευνητικό φορέα::30| ]]
 
[[πόσο αφορά σε εκπαιδευτικό-ακαδημαϊκό-ερευνητικό φορέα::30| ]]
 
__NOTOC__
 
__NOTOC__
 +
 +
==Βιβλιογραφία==
 +
 +
<references>
 +
 +
<ref name="Μορφολογία και ανατομία κοτόπουλου"> [[media:Μορφολογία και ανατομία κοτόπουλου.pdf|"Μορφολογία και ανατομία κοτόπουλου", Εργαστήριο Ζωολογίας, Πανεπιστήμιο Κρήτης, Πουλακάκης Νίκος, Ηράκλειο 2009]]</ref>
 +
 +
</references>
 +
[[κατάσταση δημοσίευσης::10| ]]

Τελευταία αναθεώρηση της 09:14, 23 Ιουνίου 2015

Σκελετός πτηνών
Το δεξιό πόδι του πετεινού

Φτερά

Το κυριότερο χαρακτηριστικό των πτηνών που τα διαχωρίζει από τις άλλες ομάδες των σπονδυλωτών είναι τα φτερά. Τα πιο τυπικά φτερά [1] πουλιών είναι τα καλυπτήρια φτερά, που είναι τα φτερά που φέρουν ελάσματα και καλύπτουν το σώμα του πουλιού. Τα καλυπτήρια φτερά αποτελούνται από έναν κοίλο κάλαμο, δηλ. το γυμνό μέρος, που ξεκινά από ένα θύλακα του δέρματος και τη ράχη που αποτελεί προέκταση του καλάμου και φέρει πολυάριθμους μύστακες. Οι μύστακες είναι τοποθετημένοι σε πυκνές παράλληλες σειρές που αναπτύσσονται διαγωνίως προς τα έξω και από τις δύο πλευρές του κεντρικού μίσχου, σχηματίζοντας μια πλατειά μεμβρανώδη επιφάνεια, το έλασμα. Το χρώμα του φτερώματος των πτηνών ποικίλλει. Τουλάχιστον μια φορά το χρόνο, τα φτερά των πτηνών πέφτουν και ξαναφυτρώνουν άλλα (πτερόρροια).

Σκελετός

Μια σημαντική προϋπόθεση για την πτήση είναι ο ελαφρύς και ταυτόχρονα στέρεος σκελετός. Συγκρινόμενα με τα πρωτόγονα πουλιά και τα ερπετά, τα οστά των αρτίγονων πουλιών είναι ελαφρά, λεπτεπίλεπτα και φέρουν αεροφόρους σάκους. Όμως τα οστά αυτά που είναι γνωστά ως πνευματικά οστά είναι πολύ ισχυρά. Ο σκελετός του φρεγατοπουλιού που έχει άνοιγμα φτερών 205–230 cm ζυγίζει μόνο 114 γραμμάρια, που είναι λιγότερο από το συνολικό βάρος των φτερών.

Τα περισσότερα πουλιά έχουν την ικανότητα του πετάγματος και σε αυτό συνετέλεσε τόσο η διαμόρφωση των άνω άκρων με την ανάπτυξη των πτερύγων (άνω άκρα) που βοηθούν στο πέταγμα όσο και αυτή καθ’ αυτή η μορφολογία των οστών (πνευματικά οστά) και η ανάπτυξη/διαμόρφωση του σκελετού τους (συνοστεώσεις), συμβάλλοντας στην μείωση του ειδικού βάρους του σώματος.

Σε γενικές γραμμές, οι αρθρώσεις συμβάλλουν στην αύξηση του βάρους. Ο σκελετός του κοτόπουλου είναι συνοστεωμένος. Τα μόνα κινητά οστά είναι αυτά των άκρων (άνω και κάτω) και του λαιμού. Τα υπόλοιπα έχουν συνοστεωθεί και μάλιστα έχουν μικρύνει πάρα πολύ.

Το πλέον διακριτικό γνώρισμα της σπονδυλικής στήλης των πτηνών είναι η ακαμψία της. Οι περισσότεροι σπόνδυλοι, εκτός από τους αυχενικούς (σπόνδυλοι του λαιμού) είναι συντετηγμένοι (συνοστεωμένοι) τόσο μεταξύ τους μέσω πρόσθετων οστέινων κατασκευών που ονομάζονται αγκιστροειδείς σχηματισμοί, όσο και με την πυελική ζώνη, σχηματίζοντας ένα σκληρό και άκαμπτο, αλλά ελαφρύ πλέγμα για τη στήριξη των ποδιών και τη σταθερότητα της πτήσης. Οι τέσσερις ακραίοι ουραίοι σπόνδυλοι είναι ελεύθεροι, κινητοί και βραχείς, ο τελευταίος εκ των οποίων είναι πλευρικά συμπιεσμένος και αποτελεί τον κόκκυγα, ο οποίος υποβαστάζει το πυγόστυλο. Για να συμβάλουν στην απαραίτητη για την πτήση σταθερότητα, οι πλευρές συντήκονται με τους σπονδύλους, την πυελική ζώνη και το στέρνο. Με εξαίρεση τα πουλιά που δεν πετούν, το στέρνο διαθέτει μια μεγάλη και λεπτή, οστέινη κατασκευή (τρόπιδα) που επιτρέπει την πρόσφυση των ισχυρών, πτητικών μυών. Διακρίνουμε δύο τύπους πετάγματος, το ενεργητικό και το παθητικό πέταγμα. Στο ενεργητικό πέταγμα απαιτείται μυική δύναμη, ενώ στο παθητικό η χρησιμοποίηση του ανέμου για ολίσθηση. Ορισμένα πουλιά, τα οποία προσαρμόστηκαν στο έδαφος, έχασαν εξελικτικά την ικανότητα του πετάγματος (όχι όπως η κότα, την οποία εμείς κάναμε οικοδίαιτο ζώο για αύξηση βάρους). Ετσι λοιπόν σε μερικά πουλιά, που προσαρμόστηκαν σε περιοχές χωρίς εχθρούς και με αφθονία τροφής, χάθηκε η ικανότητα του πετάγματος και εξαφανίστηκαν σταδιακά η τρόπιδα ή τα άνω άκρα (π.χ. το κίβι, η στρουθοκάμηλος).

Μύες-Μυϊκό σύστημα

Οι κινητικοί μύες των πτηνών είναι σχετικά ογκώδεις, ώστε να ανταπεξέρχονται στις ανάγκες της πτήσης. Μεγαλύτερος εξ αυτών είναι ο θωρακικός μυς που κατά την πτήση κατεβάζει τις πτέρυγες. Ο ανταγωνιστικός προς αυτόν ο υπερκορακοειδής μυς ανεβάζει τις πτέρυγες. Τόσο ο θωρακικός όσο και υπερκορακοειδής προσφύονται στην τρόπιδα.

Η κύρια μυϊκή μάζα του ποδιού βρίσκεται στο μηρό και περιβάλει το μηριαίο οστό, ενώ μια μικρότερη μάζα βρίσκεται στο ταρσοκνημικό (κνήμη).

Κυκλοφορικό σύστημα

Η γενική οργάνωση του κυκλοφορικού συστήματος των πτηνών δε διαφέρει σημαντικά από των θηλαστικών, αν και τα κοινά χαρακτηριστικά που προέκυψαν κατά την εξέλιξη αναπτύχθηκαν κατά παράλληλο τρόπο. Η καρδιά είναι μεγάλη και τετράχωρη. Έτσι τα πουλιά όπως και τα θηλαστικά διαχωρίζουν πλήρως την αναπνευστική από τη σωματική κυκλοφορία.

Η καρδιά των πτηνών αποτελείται από δύο κόλπους και δύο κοιλίες καλά διαχωρισμένες. Περιβάλλεται από το περικάρδιο, πίσω από το οποίο υπάρχει το λεπτό λοξό διάφραγμα, που διαχωρίζει την καρδιά και τους πνεύμονες από τα άλλα σπλάγχνα. Το φλεβικό αίμα (μη οξυγονωμένο) φέρεται από τον κορμό με την οπίσθια ή την κάτω κοίλη φλέβα και από την κεφαλή με τις πρόσθιες άνω κοίλες φλέβες στο δεξιό κόλπο της καρδιάς. Από εκεί διέρχεται στη δεξιά κοιλία και στη συνέχεια με τις πνευμονικές αρτηρίες οδηγείται στους πνεύμονες. Από αυτούς, αφού οξυγονωθεί, επιστρέφει με τις τέσσερις πνευμονικές φλέβες στον αριστερό κόλπο, από όπου διέρχεται στην αριστερή κοιλία και από εκεί στο δεξιό αορτικό τόξο. Από το δεξιό αορτικό τόξο εκπορεύονται οι δύο ανώνυμες αρτηρίες, καθεμιά από τις οποίες δίνει τρεις κλάδους, δηλαδή τις καρωτίδες προς την κεφαλή και το λαιμό, τις υποκλείδιες αρτηρίες ή βραχιόνιες προς τις φτερούγες και τις θωρακικές προς τους θωρακικούς μύες. Στη συνέχεια, το δεξιό αορτικό τόξο κάμπτεται προς τα πίσω, ακολουθεί την κοιλιακή επιφάνεια της σπονδυλικής στήλης και σχηματίζει τη ραχιαία ή κατιούσα αορτή, με την οποία το αίμα φέρεται στα σπλάγχνα και το οπίσθιο μέρος του σώματος. Οι σφαγίτιδες φλέβες που επιστρέφουν το αίμα από την κεφαλή, εμφανίζουν εγκάρσια αναστόμωση μετά την κεφαλή, ώστε κατά την περιστροφή της κεφαλής να πιέζεται μόνο η μία από αυτές και να αποφεύγεται η παύση-διακοπή της κυκλοφορίας σε αυτές. Η πυλαία φλέβα φέρει τα θρεπτικά συστατικά και το αίμα από το έντερο στο ήπαρ και η ηπατική φλέβα με την κάτω κοίλη φλέβα φέρουν το αίμα από το ήπαρ στην καρδιά.

Αναπνευστικό σύστημα

Το αναπνευστικό σύστημα των πτηνών διαφέρει ριζικά από των ερπετών και των θηλαστικών και είναι θαυμάσια προσαρμοσμένο για να ανταποκρίνεται στις υψηλές μεταβολικές ανάγκες της πτήσης.

Στα πουλιά οι πολύ λεπτές διακλαδώσεις των βρόγχων σχηματίζουν τα σωληνοειδή παραβρόγχια και δεν καταλήγουν σε σακοειδείς κυψελίδες, όπως συμβαίνει στα θηλαστικά. Ο αέρας κινείται συνεχώς δια μέσου των παραβρογχίων. Ενα ακόμη αποκλειστικό χαρακτηριστικό των πουλιών είναι το σύστημα των 9 εσωτερικών αεροφόρων σάκων (εικόνα 11), οι οποίοι επικοινωνούν μεταξύ τους και είναι τοποθετημένοι ανά ζεύγη στον θώρακα και στην κοιλία και επιπλέον επεκτείνονται με μικρότατα σωληνάρια στα κέντρα των επιμήκων οστών. Οι σάκοι συνδέονται με τους πνεύμονες με τέτοιο τρόπο ώστε το μεγαλύτερο μέρος του εισπνεόμενου αέρα να προσπερνά τους πνεύμονες και να περνά απευθείας στους οπίσθιους σάκους, οι οποίοι χρησιμεύουν ως αποθήκες καθαρού αέρα. Κατά την εκπνοή ο οξυγονωμένος αέρας περνά διαμέσου των πνευμόνων και συγκεντρώνεται στους πρόσθιους σάκους. Από εκεί κατευθύνεται απευθείας στο εξωτερικό περιβάλλον. Έτσι για κάθε αναπνοή χρειάζονται 2 αναπνευστικοί κύκλοι, προκειμένου ο αέρας να περάσει δια του αναπνευστικού συστήματος. Έτσι επιτυγχάνεται η συνεχής, κατά μία κατεύθυνση, ροή διαμέσου των παραβογχίων που αποτελούν τους θαλάμους αναπνευστικών ανταλλαγών (εικόνα 12 & 13). Το πλεονέκτημα έγκειται στο ότι οι πνεύμονες δέχονται καθαρό αέρα τόσο κατά την εισπνοή όσο και κατά την εκπνοή.

Απεκκριτικό σύστημα

Το σχετικά μεγάλο ζεύγος των μετανεφρικών νεφρών αποτελείται από πολλές χιλιάδες νεφρώνων, καθένας από τους οποίους περιλαμβάνει ένα νεφρικό σωμάτιο και έναν νεφρικό αγωγό. Όπως και στα άλλα σπονδυλόζωα, τα ούρα σχηματίζονται μετά από διήθηση στο σπείρωμα και τροποποίηση του διηθήματος στους σωληνίσκους. Τα ούρα περνούν δια των ουρητήρων και καταλήγουν στην αμάρα. Δεν υπάρχει ουροδόχος κύστη. Τα πουλιά όπως και τα ερπετά αποβάλλουν τα αζωτούχα απόβλητά τους ως ουρικό οξύ, μια προσαρμογή που προήλθε από τη δημιουργία του αμνιωτικού αβγού που φέρει κέλυφος. Στα αβγά που έχουν κέλυφος όλα τα απεκκριτικά προϊόντα πρέπει να παραμείνουν μέσα στο αβγό μαζί με το αναπτυσσόμενο έμβρυο. Αν είχε παραχθεί ουρία, θα συσσωρευόταν στο διάλυμα φθάνοντας σε τοξικά επίπεδα. Αντίθετα το ουρικό οξύ κρυσταλλώνεται, διαχωρίζεται από τα διαλύματα και αποθηκεύεται μέσα στο αβγό χωρίς να προκαλεί βλάβες. Έτσι από μια εμβρυϊκή ανάγκη δημιουργήθηκε ένα τεράστιο πλεονέκτημα για τα ώριμα άτομα. Λόγω της χαμηλής διαλυτότητας του ουρικού οξέος ένα πουλί μπορεί να αποβάλει 1 γραμμάριο ουρικού οξέος σε μόνο 1,5 έως 3 ml νερού, ενώ ένα θηλαστικό χρειάζεται 60 ml νερού.

Ο νεφρός των πουλιών είναι λιγότερο αποτελεσματικός από το νεφρό των θηλαστικών στην αφαίρεση διαλυμένων ουσιών, κυρίως ιόντων νατρίου, καλίου και χλωρίου. Ορισμένα είδη πουλιών, κυρίως θαλάσσια, για να αποβάλλουν τα υψηλά φορτία αλάτων που προσλαμβάνουν με τη τροφή τους και το θαλασσινό νερό που πίνουν, χρησιμοποιούν εξωνεφρικούς σχηματισμούς (αδένες αλάτων).

Νευρικό σύστημα

Ο εγκέφαλος των πτηνών, που είναι σχετικά μεγαλύτερος από τον εγκέφαλο των ερπετών, αποτελείται από τα καλά ανεπτυγμένα εγκεφαλικά ημισφαίρια, την παρεγκεφαλίδα και τον μέσο εγκέφαλο (οπτικοί λοβοί). Με εξαίρεση τα πουλιά που δεν πετούν, τις πάπιες και τους γύπες, οι αισθήσεις της όσφρησης και της γεύσης είναι λίγο ανεπτυγμένες στα πουλιά. Αντιθέτως, διαθέτουν καλή ακοή και εξαίρετη όραση.

Πεπτικό σύστημα

Τα πουλιά είναι ζώα σαρκοφάγα, που τρέφονται κυρίως με έντομα. Στη δίαιτα των πουλιών, ανάλογα με το είδος, περιλαμβάνονται διάφορα ζώα, όπως σκουλήκια, μαλάκια, καρκινοειδή, ψάρια, βατράχια, ερπετά, θηλαστικά, καθώς και άλλα πουλιά. Μια πολύ μεγάλη ομάδα πουλιών, σχεδόν το 1/5, τρέφεται με νέκταρ, ενώ μερικά είδη είναι παμφάγα και τρώνε οτιδήποτε είναι άφθονο κάθε εποχή.

Τα πουλιά διαθέτουν ένα πολύ αποτελεσματικό πεπτικό σύστημα και πέπτουν γρήγορα την τροφή τους. Επειδή τα πουλιά δεν έχουν δόντια, οι τροφές που χρειάζονται μάσηση υφίστανται επεξεργασία στον προστόμαχο. Οι σιελογόνοι αδένες είναι λίγο ανεπτυγμένοι και κυρίως εκκρίνουν βλέννα για τη λίπανση της τροφής και της λεπτής γλώσσας που καλύπτεται με κερατίνη. Υπάρχουν λίγοι γευστικοί κάλυκες. Μετά το βραχύ φάρυγγα ακολουθεί ο σχετικά μακρύς, μυώδης, ελαστικός οισοφάγος, που φθάνει μέχρι το στόμαχο. Πολλά πουλιά διαθέτουν μια διεύρυνση, τον πρόλοβο, στο κάτω τμήμα του οισοφάγου που χρησιμεύει ως χώρος αποθήκευσης. Ο στόμαχος αποτελείται από δύο τμήματα, το προκοιλίδιο, που εκκρίνει γαστρικό υγρό και τον μυώδη προστόμαχο, που επενδύεται με κεράτινες πλάκες που χρησιμεύουν ως «μυλόπετρες» για το άλεσμα της τροφής. Για να διευκολύνουν τη λειοτρίβηση τα πουλιά καταπίνουν χαλίκια και άλλα σκληρά αντικείμενα που τα αποθηκεύουν στον προστόμαχο. Ορισμένα αρπακτικά πουλιά (κουκουβάγιες) σχηματίζουν συσσωματώματα από άπεπτα υλικά, όπως οστά, τρίχες, στο προκοιλίδιο και τα εγκλείουν σε μια θήκη που σχηματίζεται από αποβαλλόμενα κύτταρα του επιθηλίου του εντέρου (έμεσμα). Το τελικό τμήμα του πεπτικού συστήματος είναι η αμάρα, όπου καταλήγουν οι ουρητήρες και οι γεννητικοί αγωγοί.

Στο pdf που ακολουθεί με τίτλο "Ανατομία-φυσιολογία αγροτικών ζώων" υπάρχουν αναλυτικές πληροφορίες για το σκελετό των πτηνών. Ανατομία-φυσιολογία αγροτικών ζώων




Βιβλιογραφία

  1. "Μορφολογία και ανατομία κοτόπουλου", Εργαστήριο Ζωολογίας, Πανεπιστήμιο Κρήτης, Πουλακάκης Νίκος, Ηράκλειο 2009