Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Κυπρίνος (Cyprinus carpio)"

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
 
(7 ενδιάμεσες αναθεωρήσεις από ένα χρήστη δεν εμφανίζονται)
Γραμμή 3: Γραμμή 3:
 
[[Image:Κυπρίνος (Cyprinus carpio) III.jpg|thumb|px100|Κυπρίνος]]
 
[[Image:Κυπρίνος (Cyprinus carpio) III.jpg|thumb|px100|Κυπρίνος]]
  
Ο κυπρίνος προέρχεται από την Άπω Ανατολή. Είναι όμως πολύ δύσκολο να προσδιοριστεί πότε ακριβώς εισήχθη στην Ευρώπη. Εικάζεται ότι η εισαγωγή του [[Ιχθυηρά |ψαριού]] έγινε κατά τη ρωμαϊκή εποχή. Πάντως, η εκτροφή του επεκτάθηκε στα ύδατα της μεγάλης ευρωπαϊκής πεδιάδας κατά τον Μεσαίωνα. Ο κυπρίνος ξεχώρισε ως πολύτιμη πηγή πρωτεϊνών για τις πολυήμερες νηστείες που επέβαλε η χριστιανική θρησκεία. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι η [[Υδατοκαλλιέργεια |εκτροφή]] του αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στα μοναστήρια.
+
Η "άγρια" μορφή του [[Είδη ψαριών των γλυκών νερών |κυπρίνου]] περιγράφεται ως [[ιχθυηρά |ψάρι]] δυνατό, μακρόστενο σε σχήμα "οβίδας" με μεγάλα λέπια και χρώμα κίτρινο–καφέ.
  
Οι γεννήτορες, που επιλέγονται με γνώμονα τα φυσικά τους χαρακτηριστικά, αλιεύονται μέσα από τη λίμνη λίγο πριν την έναρξη της περιόδου ωοτοκίας.
+
Πολλοί ερευνητές υποστήριζαν ότι τέσσερα ήταν τα υποείδη του "άγριου" κυπρίνου. Οι τελευταίες όμως έρευνες κατέληξαν σε δύο υποείδη: το Ευρωπαϊκό (Cyprinus carpio carpio) και το Ασιατικό υποείδος (Cyprinus carpio haematopterus) με κύρια μορφολογική διαφορά στις βραγχιακές άκανθες.
  
Τα αυγά και το σπέρμα αφαιρούνται με χειρωνακτικό τρόπο από το θηλυκό και το αρσενικό αντίστοιχα και αναμειγνύονται τεχνητά μέσα σε δεξαμενή γονιμοποίησης. Στη συνέχεια, τοποθετούνται σε μικρές λεκάνες επώασης όπου εκκολάπτονται ύστερα από 3 έως 5 ημέρες. Οι αιώνες γενετικής επιλογής οδήγησαν στην ανάπτυξη πολλών τοπικών ποικιλιών. Από τη δεκαετία του 1960, οι εν λόγω ποικιλίες αποτελούν αντικείμενο γενετικών μελετών με σκοπό τη δημιουργία των πλέον αποδοτικών υβριδίων και των καλύτερα προσαρμοζόμενων στις διάφορες συνθήκες εκτροφής που απαντώνται σε ολόκληρη την Ευρώπη, από το βορρά μέχρι το νότο.
+
Αξιόλογες διαφορές των πλαστικών χαρακτηριστικών εντοπίζονται μεταξύ αρσενικών και θηλυκών όπως:
 +
*τα αρσενικά έχουν μεγαλύτερο μήκος κεφαλής από τα θηλυκά
 +
*τα αρσενικά έχουν μικρότερο ύψος σώματος
 +
*τα αρσενικά έχουν ελαφρά μεγαλύτερους μύστακες και μήκος πτερυγίων.
  
Αμέσως μόλις εκκολαφθούν, οι προνύμφες μεταφέρονται σε μικρές αβαθείς λεκάνες που τροφοδοτούνται με νερό θερμοκρασίας 18 έως 24 <sup>o</sup>C, πλούσιο σε ζωοπλαγκτόν, με το οποίο τρέφονται μόλις εξαντλήσουν τα λεκιθικά τους αποθέματα.
+
Ο κυπρίνος <ref name="Κυπρίνος"/> εμφανίζει συνήθως τέσσερις ποικιλίες: τη <span style="font-weight:bold;">λεπιδωτή ποικιλία</span> με λέπια διασκορπισμένα σε όλο το σώμα, την <span style="font-weight:bold;">καθρεπτοειδή ποικιλία</span> με λέπια μεγάλα και ακανόνιστα, τη <span style="font-weight:bold;">γραμμική ποικιλία</span> με μικρά λέπια στην ράχη και κατά μήκος της πλευρικής γραμμής και τη <span style="font-weight:bold;">γυμνή ποικιλία</span>.
  
Σε αυτές τις λεκάνες παραμένουν περίπου έναν μήνα μέχρι να είναι σε θέση να κολυμπήσουν. Τότε μεταφέρονται για πρώτη φορά σε φυσικό περιβάλλον, σε μικρή αβαθή υδάτινη λεκάνη. Κατά τον ετήσιο καθαρισμό της εν λόγω λεκάνης, δίδεται βάρος στην ανάπτυξη μικροφυκιών και ζωοπλαγκτόν, των μοναδικών δηλαδή τροφών με τις οποίες τρέφονται τα ιχθύδια του κυπρίνου. Τα τελευταία παραμένουν εκεί περίπου ένα μήνα, κατά τη διάρκεια του οποίου απογαλακτίζονται σταδιακά με τη βοήθεια τροφής σε μορφή ιδιαίτερα λεπτής σκόνης η οποία περιέχει ιχθυάλευρα και φυτικά άλευρα σε ίση αναλογία. Όταν φτάνουν σε μήκος τα 3 εκατοστά περίπου, τα ιχθύδια συλλέγονται και μεταφέρονται σε υδάτινη λεκάνη για γόνους.
+
O κυπρίνος μπορεί να ζήσει σε θερμοκρασίες από 4–30<sup>o</sup>C, και σε συνθήκες σχετικά χαμηλών επιπέδων διαλυμένου οξυγόνου, μικρότερα των 4mgl-1. Η καλύτερη θερμοκρασία για ανάπτυξη κυμαίνεται μεταξύ 20–27<sup>o</sup>C, ενώ για αναπαραγωγή από 18–22<sup>o</sup>C.
  
Την άνοιξη οι γόνοι του κυπρίνου μεταφέρονται σε ειδικά για τον σκοπό αυτό διαμορφωμένη υδάτινη λεκάνη όπου παραμένουν μέχρι το χειμώνα. Στην αρχή, η φυσική παραγωγή της εν λόγω λεκάνης σε πλαγκτόν, βλάστηση, μαλάκια, σκουλήκια και μικρά μαλακόστρακα αρκεί για να θρέψει τους νεαρούς κυπρίνους.
+
Η φυσική αναπαραγωγή του κυπρίνου εξαρτάται από τις εποχές και από τα ιδιαίτερα κλιματικά χαρακτηριστικά. Στις περιοχές με ηπειρωτικό κλίμα, συνήθως ο κυπρίνος είναι "γεννητικά ώριμος" την άνοιξη και στις τροπικές περιοχές, συνήθως, η φυσική αναπαραγωγή συμπίπτει με την εποχή των βροχών.
  
Γρήγορα όμως πρέπει να ενισχυθεί με κάποιο φυτικό ως επί το πλείστον συμπλήρωμα διατροφής. Στις αρχές του χειμώνα, η υδάτινη λεκάνη καθαρίζεται και οι κυπρίνοι μεταφέρονται σε δεξαμενή διαχείμασης. Εισέρχονται σε περίοδο μειωμένης δραστηριότητας κατά τη διάρκεια της οποίας τρέφονται ελάχιστα ή και καθόλου στις περιοχές με περισσότερο κρύο. Στη φάση αυτή, ο κυπρίνος έχει μήκος δέκα περίπου εκατοστά και βάρος 30 έως 40 γραμμάρια.
+
Ο κυπρίνος, μπορεί να αναπαραχθεί με φυσικό ή τεχνητό τρόπο σε οποιοδήποτε μέρος της γης, αν η θερμοκρασία του νερού, φθάνει στους 20<sup>o</sup>C για 3–4 μήνες και βρεθεί το κατάλληλο "περιβάλλον αναπαραγωγής" (spawning environment).
  
Την άνοιξη του τρίτου χρόνου της ζωής τους, οι κυπρίνοι μεταφέρονται σε μεγάλες υδάτινες λεκάνες πάχυνσης όπου ζουν τρεφόμενοι από το οικοσύστημα, λαμβάνοντας παράλληλα ένα συμπλήρωμα διατροφής σε κόκκους το οποίο περιέχει ιχθυέλαια, ιχθυάλευρα, φυτικά άλευρα και συμπληρώματα με βιταμίνες και ανόργανες ουσίες.
+
Το "περιβάλλον αναπαραγωγής" καθορίζεται από τους παρακάτω παράγοντες:
 +
*θερμοκρασία νερού 16 – 20 °C σταδιακά αυξανόμενη,
 +
*πλούσια υδρόβια βλάστηση, όπου θα "προσκολληθούν" τα ωάρια και θα προστατευθούν οι προνύμφες (τα ωάρια του κυπρίνου μετά τη γονιμοποίηση "προσκολλώνται" σε κάθε επιφάνεια και ιδιαίτερα στην υδρόβια βλάστηση προκειμένου να μην "χαθούν" μέσα στην λάσπη του πυθμένα η δε προνύμφη εκμεταλλεύεται την υδρόβια βλάστηση, για να προστατευθεί και να διατραφεί από μικρούς ζωοπλαγκτονικούς οργανισμούς (rotatoria) που και αυτοί αναπαράγονται στις ίδιες περιοχές),
 +
*παρουσία και των δύο φύλων (αρσενικού – θηλυκού),
 +
*απουσία τοξικών ουσιών και σχετικά υψηλή τιμή διαλυμένου οξυγόνου (> 5 mgl-1).
  
Τα [[Ιχθυηρά |ψάρια]] αυτά συλλέγονται κατά τη διάρκεια του χειμερινού καθαρισμού της λεκάνης και, αναλόγως του μεγέθους τους, διατίθενται στην αγορά ή μεταφέρονται σε λεκάνη διαχείμασης ενόψει της νέας χρονιάς πάχυνσης ή της επιλογής τους για τον ρόλο του γεννήτορα. Το βάρος ενός κυπρίνου μεγάλης ηλικίας μπορεί να φτάνει τα 40 κιλά και το μήκος του το ένα μέτρο. Όμως, στην αγορά διατίθεται συνήθως όταν έχει μήκος 30 έως 50 εκατοστά και βάρος 1,5 κιλό.
+
Ο κυπρίνος είναι ανθεκτικός στις [[Ασθένειες ψαριών |ασθένειες]] σε όλα τα στάδια της ζωής του. Οι συνήθεις ασθένειες και παθολογικά προβλήματα που έχουν παρατηρηθεί είναι: η Saprolegnia κατά την διάρκεια της επώασης των ωαρίων, παρασιτικές ασθένειες στο στάδιο του γόνου που οφείλονται στα είδη των γενών Costia sp., Trichondina sp., Dactylogyrus sp. κ.λ.π, ενώ σπάνια εμφανίζονται ασθένειες βακτηριακής ή ιoγενούς αιτιολογίας.
  
Σήμερα ο κυπρίνος παράγεται ως επί το πλείστον στις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης καθώς αποτελεί βασικό έδεσμα των παραδοσιακών γευμάτων κατά τη διάρκεια των εορτών λήξης του έτους και του Πάσχα.
+
Σε υποβαθμισμένο όμως περιβάλλον και σε περιοχές με λίγη τροφή και χαμηλές θερμοκρασίες, πολλές ασθένειες εμφανίζονται και είναι ιδιαίτερα απειλητικές, προκαλώντας μαζικούς θανάτους. Έχει ταυτοποιηθεί σε πολλές περιοχές, βακτήρια του γένους Aeromonas sp. Και παράσιτα του γένους Ichthiophthirius sp., κ.ά.
 
+
Οι άνθρωποι εκεί έχουν τη συνήθεια να τον αγοράζουν ζωντανό και να τον βάζουν σε καθαρό νερό για μερικές μέρες προκειμένου να φύγει η μυρωδιά της λάσπης. Οι παραγωγοί επιχειρούν επί του παρόντος να διαφοροποιήσουν τα προϊόντα που προσφέρουν φτιάχνοντας μικρές μονάδες μεταποίησης με στόχο τη διάθεση ημι-παρασκευασμένων προϊόντων (τεμαχισμένα, νωπά ή καπνιστά, σε φιλέτα ή σε φέτες) ή παρασκευασμένων σύμφωνα με παραδοσιακές συνταγές. Σημαντικό μέρος της παραγωγής προορίζεται επίσης για την αναπλήρωση των αποθεμάτων των υδάτινων λεκανών προς όφελος της ερασιτεχνικής αλιείας.
+
  
 
[[είναι είδος του ζώου::Ιχθυηρά| ]]
 
[[είναι είδος του ζώου::Ιχθυηρά| ]]
 
[[πόσο αφορά σε αλιέα::30| ]]
 
[[πόσο αφορά σε αλιέα::30| ]]
 
[[Category:Ψάρι γλυκού νερού]]
 
[[Category:Ψάρι γλυκού νερού]]
 +
[[Category:Εκτρεφόμενο ψάρι]]
 +
 +
==Βιβλιογραφία==
 +
 +
<references>
 +
 +
<ref name="Κυπρίνος"> [[media:Κυπρίνος.pdf|Βιολογικά και γενικά στοιχεία εκτροφής κοινού κυπρίνου]]</ref>
 +
 +
</references>
 +
[[κατάσταση δημοσίευσης::10| ]]
 +
__NOTOC__

Τελευταία αναθεώρηση της 10:57, 25 Ιουνίου 2015

Κυπρίνος
Κυπρίνος
Κυπρίνος

Η "άγρια" μορφή του κυπρίνου περιγράφεται ως ψάρι δυνατό, μακρόστενο σε σχήμα "οβίδας" με μεγάλα λέπια και χρώμα κίτρινο–καφέ.

Πολλοί ερευνητές υποστήριζαν ότι τέσσερα ήταν τα υποείδη του "άγριου" κυπρίνου. Οι τελευταίες όμως έρευνες κατέληξαν σε δύο υποείδη: το Ευρωπαϊκό (Cyprinus carpio carpio) και το Ασιατικό υποείδος (Cyprinus carpio haematopterus) με κύρια μορφολογική διαφορά στις βραγχιακές άκανθες.

Αξιόλογες διαφορές των πλαστικών χαρακτηριστικών εντοπίζονται μεταξύ αρσενικών και θηλυκών όπως:

  • τα αρσενικά έχουν μεγαλύτερο μήκος κεφαλής από τα θηλυκά
  • τα αρσενικά έχουν μικρότερο ύψος σώματος
  • τα αρσενικά έχουν ελαφρά μεγαλύτερους μύστακες και μήκος πτερυγίων.

Ο κυπρίνος [1] εμφανίζει συνήθως τέσσερις ποικιλίες: τη λεπιδωτή ποικιλία με λέπια διασκορπισμένα σε όλο το σώμα, την καθρεπτοειδή ποικιλία με λέπια μεγάλα και ακανόνιστα, τη γραμμική ποικιλία με μικρά λέπια στην ράχη και κατά μήκος της πλευρικής γραμμής και τη γυμνή ποικιλία.

O κυπρίνος μπορεί να ζήσει σε θερμοκρασίες από 4–30oC, και σε συνθήκες σχετικά χαμηλών επιπέδων διαλυμένου οξυγόνου, μικρότερα των 4mgl-1. Η καλύτερη θερμοκρασία για ανάπτυξη κυμαίνεται μεταξύ 20–27oC, ενώ για αναπαραγωγή από 18–22oC.

Η φυσική αναπαραγωγή του κυπρίνου εξαρτάται από τις εποχές και από τα ιδιαίτερα κλιματικά χαρακτηριστικά. Στις περιοχές με ηπειρωτικό κλίμα, συνήθως ο κυπρίνος είναι "γεννητικά ώριμος" την άνοιξη και στις τροπικές περιοχές, συνήθως, η φυσική αναπαραγωγή συμπίπτει με την εποχή των βροχών.

Ο κυπρίνος, μπορεί να αναπαραχθεί με φυσικό ή τεχνητό τρόπο σε οποιοδήποτε μέρος της γης, αν η θερμοκρασία του νερού, φθάνει στους 20oC για 3–4 μήνες και βρεθεί το κατάλληλο "περιβάλλον αναπαραγωγής" (spawning environment).

Το "περιβάλλον αναπαραγωγής" καθορίζεται από τους παρακάτω παράγοντες:

  • θερμοκρασία νερού 16 – 20 °C σταδιακά αυξανόμενη,
  • πλούσια υδρόβια βλάστηση, όπου θα "προσκολληθούν" τα ωάρια και θα προστατευθούν οι προνύμφες (τα ωάρια του κυπρίνου μετά τη γονιμοποίηση "προσκολλώνται" σε κάθε επιφάνεια και ιδιαίτερα στην υδρόβια βλάστηση προκειμένου να μην "χαθούν" μέσα στην λάσπη του πυθμένα η δε προνύμφη εκμεταλλεύεται την υδρόβια βλάστηση, για να προστατευθεί και να διατραφεί από μικρούς ζωοπλαγκτονικούς οργανισμούς (rotatoria) που και αυτοί αναπαράγονται στις ίδιες περιοχές),
  • παρουσία και των δύο φύλων (αρσενικού – θηλυκού),
  • απουσία τοξικών ουσιών και σχετικά υψηλή τιμή διαλυμένου οξυγόνου (> 5 mgl-1).

Ο κυπρίνος είναι ανθεκτικός στις ασθένειες σε όλα τα στάδια της ζωής του. Οι συνήθεις ασθένειες και παθολογικά προβλήματα που έχουν παρατηρηθεί είναι: η Saprolegnia κατά την διάρκεια της επώασης των ωαρίων, παρασιτικές ασθένειες στο στάδιο του γόνου που οφείλονται στα είδη των γενών Costia sp., Trichondina sp., Dactylogyrus sp. κ.λ.π, ενώ σπάνια εμφανίζονται ασθένειες βακτηριακής ή ιoγενούς αιτιολογίας.

Σε υποβαθμισμένο όμως περιβάλλον και σε περιοχές με λίγη τροφή και χαμηλές θερμοκρασίες, πολλές ασθένειες εμφανίζονται και είναι ιδιαίτερα απειλητικές, προκαλώντας μαζικούς θανάτους. Έχει ταυτοποιηθεί σε πολλές περιοχές, βακτήρια του γένους Aeromonas sp. Και παράσιτα του γένους Ichthiophthirius sp., κ.ά.

Βιβλιογραφία

  1. Βιολογικά και γενικά στοιχεία εκτροφής κοινού κυπρίνου