Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Ασθένειες ιτιάς"
(Νέα σελίδα με '{{{top_heading|==}}}Σκωρίαση{{{top_heading|==}}} {{:Ασθένεια ιτιάς Σκωρίαση|top_heading={...') |
|||
(2 ενδιάμεσες αναθεωρήσεις από ένα χρήστη δεν εμφανίζονται) | |||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
+ | {{{top_heading|==}}}[[Ασθένεια ιτιάς Σηψιρριζίες|Σηψιρριζίες]]{{{top_heading|==}}} | ||
+ | |||
+ | {{:Ασθένεια ιτιάς Σηψιρριζίες|top_heading={{{top_heading|==}}}=}} | ||
+ | |||
+ | {{{top_heading|==}}}[[Ασθένεια ιτιάς Έλκος|Έλκος]]{{{top_heading|==}}} | ||
+ | |||
+ | {{:Ασθένεια ιτιάς Έλκος|top_heading={{{top_heading|==}}}=}} | ||
+ | |||
{{{top_heading|==}}}[[Ασθένεια ιτιάς Σκωρίαση|Σκωρίαση]]{{{top_heading|==}}} | {{{top_heading|==}}}[[Ασθένεια ιτιάς Σκωρίαση|Σκωρίαση]]{{{top_heading|==}}} | ||
{{:Ασθένεια ιτιάς Σκωρίαση|top_heading={{{top_heading|==}}}=}} | {{:Ασθένεια ιτιάς Σκωρίαση|top_heading={{{top_heading|==}}}=}} | ||
+ | |||
+ | <ref name="Ιτιά φυτό"/>,<ref name="Ασθένειες ιτιάς"/> | ||
+ | |||
+ | ==Βιβλιογραφία== | ||
+ | <references> | ||
+ | <ref name="Ιτιά φυτό"> Ενεργειακές Καλλιέργειες - Βιοκαύσιμα, των Σκαράκη Γεώργιου (Καθηγητής ΓΠΑ), Κορρέ Νικολάου (MSc, PhD) και Παυλή Ουρανίας (MSc, PhD), Αθήνα 2008.</ref> | ||
+ | <ref name="Ασθένειες ιτιάς"> Ασθένειες και αντιμετώπιση στα κυριότερα καλλωπιστικά δέντρα, πτυχιακή μελέτη του φοιτητή Παπαδόπουλου Αθανάσιο, Ηράκλειο 2006.</ref> | ||
+ | </references> | ||
+ | |||
[[σχετίζεται με::Ιτιά φυτό| ]] | [[σχετίζεται με::Ιτιά φυτό| ]] | ||
Γραμμή 7: | Γραμμή 24: | ||
[[πόσο αφορά σε γεωπόνο::30| ]] | [[πόσο αφορά σε γεωπόνο::30| ]] | ||
[[Category:Κατάλογος]] | [[Category:Κατάλογος]] | ||
+ | [[κατάσταση δημοσίευσης::10| ]] |
Τελευταία αναθεώρηση της 10:39, 3 Ιουλίου 2015
Περιεχόμενα
Σηψιρριζίες
Οι σηψιρριζίες είναι χρόνιες ασθένειες που οφείλονται σε προσβολή του ριζικού συστήματος των φυτών από βασιδιομύκητες (κυρίως τον Armillaria melea). Είναι ασθένειες που έχουν παγκόσμια εξάπλωση, εμφανίζονται όμως τοπικά σε μεμονομένα η μερικά δένδρα. Τα προσβεβλημένα δένδρα δείχνουν συμπτώματα καχεξίας λόγω μειωμένης ικανότητάς των να απορροφούν από το έδαφος νερό και θρεπτικά στοιχεία, βαθμιαία φθίνουν και τελικά ξηραίνονται.
Ο μύκητας A. melea ζει σαπροφυτικά στις ρίζες νεκρών δένδρων ή σε πρέμνα, σε όξινα εδάφη και ευνοείται μάλλον σε υγρά εδάφη. Προκαλεί σήψη στις ρίζες και στον ριζικό κόμβο, κυρίως στον δεύτερο. Υπάρχουν άσπρες μυκηλιακές πλάκες μεταξύ φλοιού και ξύλου, ρίζες σάπιες και παρουσία μαύρων κορδονοειδών ριζόμορφων. Σε δένδρα μεγαλύτερης ηλικίας υπάρχει άσπρη σήψη στο ξύλο ή και παρουσία (μεταξύ φλοιού και ξύλου) πλατιών μαύρων ριζόμορφων. Tα συμπτώματα που παρατηρούμε στην αρχή είναι ελάττωση της αυξητικής ικανότητας του δένδρου, που αρχίζει να φαίνεται άρρωστο. Αυτό μπορεί να γίνει σε ολόκληρο το δένδρο ή σε μέρος μόνο της κόμης του. Τα φύλλα μπορεί να κιτρινίσουν και να πέσουν πρόωρα ή να είναι μικρότερα και αραιότερα. Ακόμη μπορεί να έχουμε στην αρχή νέκρωση κλαδιών και στην συνέχεια νέκρωση ολόκληρων δένδρων. Σε προχωρημένο όμως στάδιο της ασθένειας βρίσκονται χαρακτηριστικά, μεταξύ φλοιού και ξύλου ή στο έδαφος, σκοτεινά καφετιά ή μαύρα ριζόμορφα, τα οποία σχηματίζουν πλέγμα. Αυτά είναι ελαφρά ή πολύ πιεσμένα, πλάτους 1 – 3mm, όταν βρίσκονται μεταξύ φλοιού και ξύλου ή κυλινδρικά όταν βρίσκονται στο έδαφος. Στην συνέχεια όταν το δένδρο νεκρωθεί, παρουσιάζονται στο έδαφος, γύρω στον ριζικό κόμβο το φθινόπωρο, αλλά και σε άλλες εποχές, κατά ομάδες, οι χαρακτηριστικές καρποφορίες του μύκητα. Τα σαν ομπρέλα βασιδιοκάρπιά του έχουν χρώμα μελί, κίτρινο ή καφετί, ύψους 7,5 – 25 cm και το πιλίδιο ή καπέλο έχει διάμετρο 5 – 15cm και χρώμα πάνω επίσης σαν μελί – κίτρινο, σχεδιασμένο με λέπια σκοτεινά καφετιά. Τα ελάσματα στην κάτω πλευρά του πιλίδιου έχουν χρώμα ασπρουλό και είναι προσκολλημένα στο πιλίδιο. Η προσβολή γίνεται κυρίως μέσω των ριζών και ο κυριότερος παράγοντας που ευνοεί την ασθένεια είναι η υγρασία.
Ο Armillaria melea ανήκει στους βασιδιομύκητες. Έχει ευρύτατο κύκλο ξενιστών (210 είδη φυτών που ανήκουν σε 137 γένη). Διαχειμάζει υπό μορφή μυκηλίου η ριζομόρφων στα προσβεβλημένα δένδρα, στις σηπόμενες ρίζες ή μέσα στο έδαφος. Οι μολύνσεις των ριζών στα υγιή δένδρα γίνονται με τα ριζόμορφα που κυκλοφορούν μέσα στο έδαφος ή με απ’ ευθείας επαφή ασθενών ριζών με υγιείς. Το παθογόνο προκαλεί τη σήψη των ιστών του φλοιού και του ξύλου των ριζών με τη δράση, των κυτταρινολυτικών και λιγνινολυτικών ενζύμων που παράγει. Ο μύκητας μπορεί προφανώς να διασπαρεί και με τα βασιδιοσπόρια του (έχουν διαστάσεις 7-12Χ5-7,5 μm και είναι ωοειδή ή ελλειψοειδή, υαλώδη) αλλά τα σπόρια αυτά δεν είναι ικανά να προκαλέσουν μολύνσεις σε υγιή δένδρα. Στις περιπτώσεις αυτές ο μύκητας αναπτύσσεται πρώτα σαπροφυτικά στους νεκρούς ιστούς ριζών ή υπολειμμάτων νεκρών δένδρων και στη συνέχεια σχηματίζει ριζόμορφα τα οποία και μολύνουν τις ρίζες υγειών δένδρων.
Για την αντιμετώπιση της ασθένειας μπορούν να χρησιμοποιηθούν, ο διθειούχος άνθρακας, χλωροπικρίνη, θειϊκός χαλκός, και ασβέστης. Συνιστώνται επιπλέον εκσκαφή γύρω από τα προσβεβλημένα δένδρα και αραιές φυτεύσεις, καθώς και κάψιμο των καρποφοριών όταν τις εντοπίζουμε.
Έλκος
Η ασθένεια οφείλεται στο μύκητα Cytospora chrysosperma, προσβάλλει την ιτιά και προκαλεί ξηράνσεις των κλαδίσκων και του κορμού. Στη χώρα μας έχει διαπιστωθεί ότι είναι αρκετά σοβαρή, ιδιαίτερα σε ορισμένες περιοχές.
Η ασθένεια γενικά προκαλεί έλκη διαφόρων μορφών στον κορμό και στους πιο χοντρούς βραχίονες, ενώ οι μικρότεροι βραχίονες και οι κλαδίσκοι μπορεί να νεκρωθούν χωρίς να έχουν σχηματιστεί έλκη. Τα έλκη σε νέο, λείο φλοιό προκαλούν βυθισμένες καστανού χρώματος περιοχές οι οποίες εκτείνονται περιβάλλοντας τον βραχίωνα. Χαρακτηριστικά συμπτώματα είναι η έντονη δυσάρεστη οσμή και ο σκούρος χρωματισμός στο εσωτερικό των ιστών των μολυσμένων τμημάτων.
Το αίτιο της ασθένειας είναι ο αδηλομύκητας Cytospora chrysosperma. Δεν είναι γνωστή η τέλεια μορφή του μύκητα. Διαχειμάζει υπό μορφή μυκηλίου στα έλκη των κλαδίσκων και του κορμού. Στα προσβεβλημένα όργανα σχηματίζονται άφθονα μελανά πυκνίδια που περιέχουν υαλώδη, μονοκύτταρα, ωοειδή πυκνίδιοσπόρια. Τα μολύσματα ελευθερώνονται και διασπείρωνται με το νερό (βροχές, δρόσος, κ.τ.λ.) και προκαλούν μολύνσεις στους βλαστούς από τις ουλές των φύλλων και καρπών και τα λέπια των οφθαλμών. Πάντως έχει διαπιστωθεί διασπορά μολυσμάτων και με τον αέρα, πιθανότητα με τη μεταφορά τεμαχίων πυκνιδιοσπορίων ή και τεμαχίων προσβεβλημένων ιστών. Οι ιστοί είναι ευπαθείς στις μολύνσεις καθ’ όλο το έτος και προσβολές είναι δυνατές, ιδίως κατά τη βλαστική περίοδο, εφόσον επικρατεί υγρός και βροχερός καιρός.
Για την αντιμετώπιση της ασθένειας εφαρμόζονται όλα εκείνα τα καλλιεργητικά μέτρα όπως πλήρης και ισορροπημένη λίπανση, τακτική άρδευση καθώς και συστηματική καταπολέμιση των εντόμων και ειδικά των φλοιοφάγων που είναι η κυριότερη αιτία μετάδοσης του παθογόνου. Επιπλέον θα πρέπει να απολυμαίνονται τα εργαλεία κλαδέματος σε διάλυμα φορμόλης και να επουλώνονται οι τομές με κατάλληλα σκευάσματα, καθώς και να κόβονται και να απομακρύνονται τα ξερά και μολυσμένα κλαδιά τουλάχιστον 15cm κάτω από το σημείο εμφάνισης της προσβολής.
Σκωρίαση
Το παθογόνο αίτιο της σκωρίασης είναι τα είδη του μύκητα Melampsora spp. Τα συμπτώματα εμφανίζονται συνήθως στα φύλλα της ιτιάς. Στο πάνω μέρος του ελάσματος των φύλλων εμφανίζονται μικρές, σχεδόν πολυγωνικές, κίτρινες κι αργότερα καστανές κηλίδες. Στο κάτω μέρος των φύλλων σχηματίζονται επίσης αργά το καλοκαίρι καστανόμαυρες φλύκταινες. Τα έντονα προσβεβλημένα φύλλα κιτρινίζουν και πέφτουν πρόωρα. Η χρήση μυκητοκτόνων για οικονομικούς κυρίως λόγους δεν συνιστάται. Η καταπολέμηση συνήθως πραγματοποιείται με την ταυτόχρονη φύτευση διαφορετικών ποικιλιών (mix types) ιτιάς που παρουσιάζουν διαφορετικά επίπεδα ανθεκτικότητας στον μύκητα.