Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Διαθρεπτική αξία λίτσι"
(Νέα σελίδα με 'Πολλές μελέτες αναφέρουν την σύσταση του καρπού παρουσιάζοντας σαν κύριο συ...') |
|||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
− | Πολλές μελέτες αναφέρουν την σύσταση του [[Λίτσι προϊόν|καρπού]] παρουσιάζοντας σαν κύριο συστατικό του το νερό, το οποίο υπολογίζεται να καταλαμβάνει περίπου το 76 - 80% του βάρους της πούλπας. Η περιεκτικότητα σε πρωτεΐνες είναι μάλλον χαμηλή, συνήθως κυμαίνεται μεταξύ 0,8 - 0,9%, αν και σε κάποιες αναλύσεις έχουν δείξει ότι φτάνει το 1,5%. Η πούλπα επίσης περιέχει μικρές ποσότητες σε λίπη από 0,5 - 1,6%. Η περιεκτικότητα σε σάκχαρα (συμπεριλαμβανομένου σάκχαρα και σακχαρόζη) διαφέρει και εξαρτάται από την [[Ποικιλίες λίτσι|ποικιλία]], υπολογίζεται μεταξύ 11,8% - 20,6%. Αξίζει να αναφερθεί ότι το λίτσι δεν είναι κλιμακτηρικός καρπός, γι’ αυτό τον λόγο η συνολική περιεκτικότητα σε διαλυτά στερεά δεν αυξάνεται μετά την [[Συγκομιδή λίτσι|συγκομιδή]]. Επίσης η οξύτητα του καρπού μεταβάλλεται και εξαρτάται από την ποικιλία, η συνολική οξύτητα κυμαίνεται μεταξύ 0,2 - 1,1%. Όπως συμβαίνει με τους περισσότερους καρπούς, η οξύτητα μειώνεται καθώς ωριμάζει ο καρπός, συμπεριλαμβάνοντας και την διάρκεια της αποθήκευσης. Το μηλικό οξύ αποτελεί κατά προσέγγιση το 80% των μη πτητικών οξέων του καρπού, το υπόλοιπο 20% αποτελείται από λουβελινικό, φωσφονικό, γλουταρικό, μηλονικό και γαλακτικό οξύ. Οι καρποί του Λίτσι περιλαμβάνουν κατά προσέγγιση 65 θερμίδες και είναι μια πολύτιμη πηγή βιταμίνης C, εδώ πάλι οι τιμές διαφέρουν από ποικιλία σε ποικιλία, υπολογίζονται μεταξύ 40,2 έως 90 mg /100 gr. Το ποσοστό αυτό είναι υψηλό παρόμοιο με τα πορτοκάλια, όπου η περιεκτικότητα σε βιταμίνη C είναι της τάξης των 50,5 - 71.5 mg /100 gr. Πράγματι τα 100 gr Λίτσι μπορούν να καλύψουν τις καθημερινές ανάγκες του οργανισμού. Το Λίτσι περιέχει αξιόλογα ποσοστά σε θειαμίνη (0,011 mg), ριβοφλαβίνη (0,065 mg), νιασίνη (0,603 mg), καθώς και σε μαγνήσιο (10 mg), ασβέστιο (5 mg), φώσφορο (31 mg), σίδηρο (0.31 mg), αλλά περιέχει μεγάλες ποσότητες καλίου (171 mg). Η κατανάλωση του καρπού, μέχρι τα πρόσφατα χρόνια, ήταν κυρίως σε ξηρή μορφή, γνωστή με το όνομα «ξηροί καρποί του λίτσι», οι οποίοι έχουν παρόμοια γεύση με την σταφίδα και τελείως διαφορετική από αυτή των φρέσκων καρπών. Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά την διάρκεια της διαδικασίας της ξήρανσης, συρρικνώνεται συγχρόνως η πούλπα και το σπέρμα, σκληραίνει η επιδερμίδα αλλά διατηρεί το μέγεθος και το χρώμα της. Σε μερικές [[Ποικιλίες λίτσι|ποικιλίες]], όπως η «Brewster», συρρικνώνεται η επιδερμίδα και χάνει ένα μεγάλο μέρος από την οπτική ελκυστικότητα του καρπού. Οι καρποί του λίτσι μπορούν να διατηρηθούν με την μορφή σιροπιού ή να κονσερβοποιηθούν, με αυτό τον τρόπο οι καρποί ξεφλουδίζονται, αφαιρούνται τα σπέρματα και παραμένουν ολόκληροι ή κόβονται σε μικρά κομμάτια. Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μεγάλη ζήτηση στο εμπόριο για τους φρέσκους καρπούς, οι οποίοι έχουν παύσει να είναι μια λιχουδιά που τρώγεται σχεδόν αποκλειστικά στα κινέζικα εστιατόρια, αφού σήμερα είναι διαθέσιμοι σε πολλά ράφια των supermarket σε συσκευασία δίσκων. Το λίτσι επίσης μπορεί να ψύχεται και να διατηρείται για 2 χρόνια χωρίς να χάσει τις ιδιότητες του. Τέλος μπορεί να διατηρηθεί με την μορφή μελιού είτε να μετατραπεί σε ποτό. | + | Πολλές μελέτες αναφέρουν την σύσταση του [[Λίτσι προϊόν|καρπού]] παρουσιάζοντας σαν κύριο συστατικό του το νερό, το οποίο υπολογίζεται να καταλαμβάνει περίπου το 76 - 80% του βάρους της πούλπας. Η περιεκτικότητα σε πρωτεΐνες είναι μάλλον χαμηλή, συνήθως κυμαίνεται μεταξύ 0,8 - 0,9%, αν και σε κάποιες αναλύσεις έχουν δείξει ότι φτάνει το 1,5%. Η πούλπα επίσης περιέχει μικρές ποσότητες σε λίπη από 0,5 - 1,6%. Η περιεκτικότητα σε σάκχαρα (συμπεριλαμβανομένου σάκχαρα και σακχαρόζη) διαφέρει και εξαρτάται από την [[Ποικιλίες λίτσι|ποικιλία]], υπολογίζεται μεταξύ 11,8% - 20,6%. Αξίζει να αναφερθεί ότι το λίτσι δεν είναι κλιμακτηρικός καρπός, γι’ αυτό τον λόγο η συνολική περιεκτικότητα σε διαλυτά στερεά δεν αυξάνεται μετά την [[Συγκομιδή λίτσι|συγκομιδή]]. Επίσης η οξύτητα του καρπού μεταβάλλεται και εξαρτάται από την ποικιλία, η συνολική οξύτητα κυμαίνεται μεταξύ 0,2 - 1,1%. Όπως συμβαίνει με τους περισσότερους καρπούς, η οξύτητα μειώνεται καθώς ωριμάζει ο καρπός, συμπεριλαμβάνοντας και την διάρκεια της αποθήκευσης. Το μηλικό οξύ αποτελεί κατά προσέγγιση το 80% των μη πτητικών οξέων του καρπού, το υπόλοιπο 20% αποτελείται από λουβελινικό, φωσφονικό, γλουταρικό, μηλονικό και γαλακτικό οξύ. Οι καρποί του Λίτσι περιλαμβάνουν κατά προσέγγιση 65 θερμίδες και είναι μια πολύτιμη πηγή βιταμίνης C, εδώ πάλι οι τιμές διαφέρουν από ποικιλία σε ποικιλία, υπολογίζονται μεταξύ 40,2 έως 90 mg /100 gr. Το ποσοστό αυτό είναι υψηλό παρόμοιο με τα πορτοκάλια, όπου η περιεκτικότητα σε βιταμίνη C είναι της τάξης των 50,5 - 71.5 mg /100 gr. Πράγματι τα 100 gr Λίτσι μπορούν να καλύψουν τις καθημερινές ανάγκες του οργανισμού. Το Λίτσι περιέχει αξιόλογα ποσοστά σε θειαμίνη (0,011 mg), ριβοφλαβίνη (0,065 mg), νιασίνη (0,603 mg), καθώς και σε μαγνήσιο (10 mg), ασβέστιο (5 mg), φώσφορο (31 mg), σίδηρο (0.31 mg), αλλά περιέχει μεγάλες ποσότητες καλίου (171 mg). Η κατανάλωση του καρπού, μέχρι τα πρόσφατα χρόνια, ήταν κυρίως σε ξηρή μορφή, γνωστή με το όνομα «ξηροί καρποί του λίτσι», οι οποίοι έχουν παρόμοια γεύση με την σταφίδα και τελείως διαφορετική από αυτή των φρέσκων καρπών. Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά την διάρκεια της διαδικασίας της ξήρανσης, συρρικνώνεται συγχρόνως η πούλπα και το σπέρμα, σκληραίνει η επιδερμίδα αλλά διατηρεί το μέγεθος και το χρώμα της. Σε μερικές [[Ποικιλίες λίτσι|ποικιλίες]], όπως η «Brewster», συρρικνώνεται η επιδερμίδα και χάνει ένα μεγάλο μέρος από την οπτική ελκυστικότητα του καρπού. Οι καρποί του λίτσι μπορούν να διατηρηθούν με την μορφή σιροπιού ή να κονσερβοποιηθούν, με αυτό τον τρόπο οι καρποί ξεφλουδίζονται, αφαιρούνται τα σπέρματα και παραμένουν ολόκληροι ή κόβονται σε μικρά κομμάτια. Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μεγάλη ζήτηση στο εμπόριο για τους φρέσκους καρπούς, οι οποίοι έχουν παύσει να είναι μια λιχουδιά που τρώγεται σχεδόν αποκλειστικά στα κινέζικα εστιατόρια, αφού σήμερα είναι διαθέσιμοι σε πολλά ράφια των supermarket σε συσκευασία δίσκων. Το λίτσι επίσης μπορεί να ψύχεται και να διατηρείται για 2 χρόνια χωρίς να χάσει τις ιδιότητες του. Τέλος μπορεί να διατηρηθεί με την μορφή μελιού είτε να μετατραπεί σε ποτό.<ref name="Λίτσι προϊόν"/> |
+ | |||
+ | |||
+ | ==Βιβλιογραφία== | ||
+ | <references> | ||
+ | <ref name="Λίτσι προϊόν"> Η καλλιέργεια του λίτσι, πτυχιακή μελέτη της φοιτήτριας Κολοκοτρώνη Μαρίας, Ηράκλειο 2006.</ref> | ||
+ | </references> | ||
[[πόσο αφορά σε καταναλωτή::30| ]] | [[πόσο αφορά σε καταναλωτή::30| ]] | ||
[[σχετίζεται με::Λίτσι προϊόν| ]] | [[σχετίζεται με::Λίτσι προϊόν| ]] | ||
+ | [[κατάσταση δημοσίευσης::10| ]] |
Τελευταία αναθεώρηση της 10:18, 21 Ιουλίου 2015
Πολλές μελέτες αναφέρουν την σύσταση του καρπού παρουσιάζοντας σαν κύριο συστατικό του το νερό, το οποίο υπολογίζεται να καταλαμβάνει περίπου το 76 - 80% του βάρους της πούλπας. Η περιεκτικότητα σε πρωτεΐνες είναι μάλλον χαμηλή, συνήθως κυμαίνεται μεταξύ 0,8 - 0,9%, αν και σε κάποιες αναλύσεις έχουν δείξει ότι φτάνει το 1,5%. Η πούλπα επίσης περιέχει μικρές ποσότητες σε λίπη από 0,5 - 1,6%. Η περιεκτικότητα σε σάκχαρα (συμπεριλαμβανομένου σάκχαρα και σακχαρόζη) διαφέρει και εξαρτάται από την ποικιλία, υπολογίζεται μεταξύ 11,8% - 20,6%. Αξίζει να αναφερθεί ότι το λίτσι δεν είναι κλιμακτηρικός καρπός, γι’ αυτό τον λόγο η συνολική περιεκτικότητα σε διαλυτά στερεά δεν αυξάνεται μετά την συγκομιδή. Επίσης η οξύτητα του καρπού μεταβάλλεται και εξαρτάται από την ποικιλία, η συνολική οξύτητα κυμαίνεται μεταξύ 0,2 - 1,1%. Όπως συμβαίνει με τους περισσότερους καρπούς, η οξύτητα μειώνεται καθώς ωριμάζει ο καρπός, συμπεριλαμβάνοντας και την διάρκεια της αποθήκευσης. Το μηλικό οξύ αποτελεί κατά προσέγγιση το 80% των μη πτητικών οξέων του καρπού, το υπόλοιπο 20% αποτελείται από λουβελινικό, φωσφονικό, γλουταρικό, μηλονικό και γαλακτικό οξύ. Οι καρποί του Λίτσι περιλαμβάνουν κατά προσέγγιση 65 θερμίδες και είναι μια πολύτιμη πηγή βιταμίνης C, εδώ πάλι οι τιμές διαφέρουν από ποικιλία σε ποικιλία, υπολογίζονται μεταξύ 40,2 έως 90 mg /100 gr. Το ποσοστό αυτό είναι υψηλό παρόμοιο με τα πορτοκάλια, όπου η περιεκτικότητα σε βιταμίνη C είναι της τάξης των 50,5 - 71.5 mg /100 gr. Πράγματι τα 100 gr Λίτσι μπορούν να καλύψουν τις καθημερινές ανάγκες του οργανισμού. Το Λίτσι περιέχει αξιόλογα ποσοστά σε θειαμίνη (0,011 mg), ριβοφλαβίνη (0,065 mg), νιασίνη (0,603 mg), καθώς και σε μαγνήσιο (10 mg), ασβέστιο (5 mg), φώσφορο (31 mg), σίδηρο (0.31 mg), αλλά περιέχει μεγάλες ποσότητες καλίου (171 mg). Η κατανάλωση του καρπού, μέχρι τα πρόσφατα χρόνια, ήταν κυρίως σε ξηρή μορφή, γνωστή με το όνομα «ξηροί καρποί του λίτσι», οι οποίοι έχουν παρόμοια γεύση με την σταφίδα και τελείως διαφορετική από αυτή των φρέσκων καρπών. Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά την διάρκεια της διαδικασίας της ξήρανσης, συρρικνώνεται συγχρόνως η πούλπα και το σπέρμα, σκληραίνει η επιδερμίδα αλλά διατηρεί το μέγεθος και το χρώμα της. Σε μερικές ποικιλίες, όπως η «Brewster», συρρικνώνεται η επιδερμίδα και χάνει ένα μεγάλο μέρος από την οπτική ελκυστικότητα του καρπού. Οι καρποί του λίτσι μπορούν να διατηρηθούν με την μορφή σιροπιού ή να κονσερβοποιηθούν, με αυτό τον τρόπο οι καρποί ξεφλουδίζονται, αφαιρούνται τα σπέρματα και παραμένουν ολόκληροι ή κόβονται σε μικρά κομμάτια. Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μεγάλη ζήτηση στο εμπόριο για τους φρέσκους καρπούς, οι οποίοι έχουν παύσει να είναι μια λιχουδιά που τρώγεται σχεδόν αποκλειστικά στα κινέζικα εστιατόρια, αφού σήμερα είναι διαθέσιμοι σε πολλά ράφια των supermarket σε συσκευασία δίσκων. Το λίτσι επίσης μπορεί να ψύχεται και να διατηρείται για 2 χρόνια χωρίς να χάσει τις ιδιότητες του. Τέλος μπορεί να διατηρηθεί με την μορφή μελιού είτε να μετατραπεί σε ποτό.[1]
Βιβλιογραφία
- ↑ Η καλλιέργεια του λίτσι, πτυχιακή μελέτη της φοιτήτριας Κολοκοτρώνη Μαρίας, Ηράκλειο 2006.