Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Καρποί"
Γραμμή 12: | Γραμμή 12: | ||
ξυλώδες. Στους απλούς ξηρούς καρπούς από δενδροκομικής απόψεως υπάγονται τα αχαίνια και τα κάρυα. | ξυλώδες. Στους απλούς ξηρούς καρπούς από δενδροκομικής απόψεως υπάγονται τα αχαίνια και τα κάρυα. | ||
− | Τα αχαίνια και τα κάρυα δεν ανοίγουν κατά την | + | Τα αχαίνια και τα κάρυα δεν ανοίγουν κατά την ωρίμαση. Με άλλα λόγια δε σχίζονται. Το αχαίνιο είναι ένας μικρός ξηρός καρπός, που περιέχει ένα σπέρμα. |
− | Το σπέρμα συνήθως γεμίζει την κοιλότητα του καρπού, αλλά το περίβλημα του σπέρματος δεν προσκολλάται στο περικάρπιο (π.χ. οι σπόροι της [[Φράουλα|φράουλας]]) | + | Το σπέρμα συνήθως γεμίζει την κοιλότητα του καρπού, αλλά το περίβλημα του σπέρματος δεν προσκολλάται στο περικάρπιο (π.χ. οι σπόροι της [[Φράουλα|φράουλας]]). Ο όρος κάρυο αναφέρεται σ' ένα μονόσπερμο (σπανιότερα σε δίσπερμους) μάλλον μεγάλο καρπό, το τοίχωμα του οποίου είναι σκληρό, ή ξυλοποιημένο κατά την ωρίμαση (π.χ. [[Φουντούκι|φουντούκι]], [[Κάστανο|κάστανο]], [[Καρύδι|καρύδι]], [[Πεκάν|πεκάν]]). |
+ | |||
+ | |||
+ | |||
Αναθεώρηση της 12:16, 3 Αυγούστου 2016
Μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη μαζί με τους σπόρους της, αναπτύσσεται σε καρπό. Το ώριμο τοίχωμα της ωοθήκης, που ονομάζεται περικάρπιο περικλείει τους σπόρους των ανθοφόρων φυτών. Στη δενδροκομία καρπός καλείται η ώριμη ωοθήκη (ή μερικές φορές μια ομάδα ωοθηκών) και το περιεχόμενο της, μαζί με οποιαδήποτε άλλα παρακείμενα ανθικά μέρη, τα οποία μπορεί να συγχωνευθούν μ' αυτή.
Οι καρποί κατατάσσονται σε τρεις μεγάλες ομάδες:
- Τους απλούς
- Τους συγκάρπιους
- Τους πολλαπλούς
Απλοί καρποί ονομάζονται οι καρποί που προέρχονται από μια ωοθήκη απλή ή σύνθετη. Οι απλοί καρποί μπορεί να είναι ξηροί ή νωποί. Απλοί ξηροί καρποί: Στους απλούς ξηρούς καρπούς το τοίχωμα του καρπού, όταν ωριμάσει γίνεται δερματώδες ή αφρατώδες ή ξυλώδες. Στους απλούς ξηρούς καρπούς από δενδροκομικής απόψεως υπάγονται τα αχαίνια και τα κάρυα.
Τα αχαίνια και τα κάρυα δεν ανοίγουν κατά την ωρίμαση. Με άλλα λόγια δε σχίζονται. Το αχαίνιο είναι ένας μικρός ξηρός καρπός, που περιέχει ένα σπέρμα.
Το σπέρμα συνήθως γεμίζει την κοιλότητα του καρπού, αλλά το περίβλημα του σπέρματος δεν προσκολλάται στο περικάρπιο (π.χ. οι σπόροι της φράουλας). Ο όρος κάρυο αναφέρεται σ' ένα μονόσπερμο (σπανιότερα σε δίσπερμους) μάλλον μεγάλο καρπό, το τοίχωμα του οποίου είναι σκληρό, ή ξυλοποιημένο κατά την ωρίμαση (π.χ. φουντούκι, κάστανο, καρύδι, πεκάν).
Βιβλιογραφία
- ↑ Γενική Δενδροκομία, του Καθηγητή Δενδροκομίας Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Κωνσταντίνου Α. Ποντίκη, 1997