Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Επιλόχεια υπασβεστιαιμική πάρεση των βοοειδών"

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
 
(Μία ενδιάμεση αναθεώρηση από ένα χρήστη δεν εμφανίζεται)
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
Η Επιλόχεια υπασβεστιαιμική πάρεση συμβαίνει κατά ή λίγο μετά τον τοκετό στις [[βοοειδή |αγελάδες]] και χαρακτηρίζεται από καρδιακή εξασθένιση, κατάπτωση της συνείδησης και γενικευμένη πάρεση. Αν και η ακριβής αιτιολογία της νόσου είναι άγνωστη, είναι γνωστό ότι η εμφάνισή της συνδέεται με την απότομη έναρξη της γαλακτοπαραγωγής των αγελάδων. Πάντως είναι γνωστό ότι η κατάσταση αυτή συνοδεύεται από υπασβεστιαιμία. Έτσι, ενώ η φυσιολογική στάθμη του ασβεστίου στο αίμα των αγελάδων είναι περίπου 10 mg %, στην περίπτωση υπασβεστιαιμίας πέφτει κάτω των 7 mg %. Η στάθμη του μαγνησίου μπορεί να είναι χαμηλή, οπότε συνοδεύεται από τετανία ή να είναι υψηλή , οπότε συνοδεύεται από χαλαρή παράλυση και υπνηλία.
+
Η Επιλόχεια υπασβεστιαιμική πάρεση <ref name="Ασθένειες αγροτικών ζώων"/> συμβαίνει κατά ή λίγο μετά τον τοκετό στις [[βοοειδή |αγελάδες]] και χαρακτηρίζεται από καρδιακή εξασθένιση, κατάπτωση της συνείδησης και γενικευμένη πάρεση. Αν και η ακριβής αιτιολογία της νόσου είναι άγνωστη, είναι γνωστό ότι η εμφάνισή της συνδέεται με την απότομη έναρξη της γαλακτοπαραγωγής των αγελάδων. Πάντως είναι γνωστό ότι η κατάσταση αυτή συνοδεύεται από υπασβεστιαιμία. Έτσι, ενώ η φυσιολογική στάθμη του ασβεστίου στο αίμα των αγελάδων είναι περίπου 10 mg %, στην περίπτωση υπασβεστιαιμίας πέφτει κάτω των 7 mg %. Η στάθμη του μαγνησίου μπορεί να είναι χαμηλή, οπότε συνοδεύεται από τετανία ή να είναι υψηλή , οπότε συνοδεύεται από χαλαρή παράλυση και υπνηλία.
  
 
Τα συμπτώματα της νόσου παρουσιάζονται συνήθως μέσα σε 48 ώρες μετά τον τοκετό και σπάνια λίγο πριν απ' αυτόν. Μερικές φορές μπορεί να εμφανιστούν αργότερα και μέχρι 2-3 μήνες. Το πρώτο σύμπτωμα μπορεί να είναι μια αστάθεια στο βάδισμα. Αν δεν αντιμετωπισθεί σύντομα η κατάσταση επιβαρύνεται και η αγελάδα πέφτει κάτω και παρουσιάζει αδυναμία ανέγερσης. Το συνηθέστερο που συμβαίνει είναι το τελευταίο. Η αγελάδα βρίσκεται καθισμένη και δεν μπορεί να ανεγερθεί με κανέναν τρόπο. Έχει το κεφάλι της γυρισμένο και το ακουμπά επάνω στη μια πλευρά του σώματός της ενώ το βλέμμα της είναι απλανές. Παρουσιάζει πλήρη ανορεξία. Τα άκρα της και όλο σχεδόν το δέρμα της είναι κρύα, ενώ συνήθως παρουσιάζει και υποθερμία και υποαισθησία. Αν καθυστερήσει η θεραπεία για μερικές ώρες, τα συμπτώματα επιβαρύνονται και καταλήγουν σε κώμα και τελικά επέρχεται ο θάνατος. Ενώ πλησιάζει το κώμα λόγω της συνεχούς μονόπλευρης κατάκλισης, μπορεί να παρουσιασθούν τυμπανισμός και έμετοι με κίνδυνο να συμβεί πνευμονική αναρρόφηση τροφών.
 
Τα συμπτώματα της νόσου παρουσιάζονται συνήθως μέσα σε 48 ώρες μετά τον τοκετό και σπάνια λίγο πριν απ' αυτόν. Μερικές φορές μπορεί να εμφανιστούν αργότερα και μέχρι 2-3 μήνες. Το πρώτο σύμπτωμα μπορεί να είναι μια αστάθεια στο βάδισμα. Αν δεν αντιμετωπισθεί σύντομα η κατάσταση επιβαρύνεται και η αγελάδα πέφτει κάτω και παρουσιάζει αδυναμία ανέγερσης. Το συνηθέστερο που συμβαίνει είναι το τελευταίο. Η αγελάδα βρίσκεται καθισμένη και δεν μπορεί να ανεγερθεί με κανέναν τρόπο. Έχει το κεφάλι της γυρισμένο και το ακουμπά επάνω στη μια πλευρά του σώματός της ενώ το βλέμμα της είναι απλανές. Παρουσιάζει πλήρη ανορεξία. Τα άκρα της και όλο σχεδόν το δέρμα της είναι κρύα, ενώ συνήθως παρουσιάζει και υποθερμία και υποαισθησία. Αν καθυστερήσει η θεραπεία για μερικές ώρες, τα συμπτώματα επιβαρύνονται και καταλήγουν σε κώμα και τελικά επέρχεται ο θάνατος. Ενώ πλησιάζει το κώμα λόγω της συνεχούς μονόπλευρης κατάκλισης, μπορεί να παρουσιασθούν τυμπανισμός και έμετοι με κίνδυνο να συμβεί πνευμονική αναρρόφηση τροφών.
  
Έχει παρατηρηθεί ότι οι περιπτώσεις που εμφανίζονται κατά ή λίγο μετα τον τοκετό θεραπεύονται ευκολότερα από εκείνες που εκδηλώνονται αργότερα, καθώς και από εκείνες που συμβαίνουν πριν από τον τοκετό. διάγνωση στηρίζεται κυρίως στα παραπάνω συμπτώματα, πλην όμως πρέπει να γίνεται διαφορική διάγνωση από τις εξής παθήσεις: οξοναιμία, εξάρθρημα της λεκανομηριαίας άρθρωσης, κατάγματα της λεκάνης και άλλες κακώσεις κατά τη διάρκεια δυστοκίας ή μαιευτικής επέμβασης, νεοπλασίες στη λεκάνη και τη σπονδυλική στήλη, τετανία βοσκής κ.λπ. Ορισμένες από αυτές τις παθήσεις μπορεί να συνυπάρχουν με την υπασβεστιαιμική πάρεση ή να είναι επιπλοκές της. Άλλες επιπλοκές της νόσου είναι η πνευμονία λόγω αναρρόφησης και η εκφυλιστική μυοπάθεια.
+
Έχει παρατηρηθεί ότι οι περιπτώσεις που εμφανίζονται κατά ή λίγο μετα τον τοκετό θεραπεύονται ευκολότερα από εκείνες που εκδηλώνονται αργότερα, καθώς και από εκείνες που συμβαίνουν πριν από τον τοκετό. Η διάγνωση στηρίζεται κυρίως στα παραπάνω συμπτώματα, πλην όμως πρέπει να γίνεται διαφορική διάγνωση από τις εξής παθήσεις: οξοναιμία, εξάρθρημα της λεκανομηριαίας άρθρωσης, κατάγματα της λεκάνης και άλλες κακώσεις κατά τη διάρκεια δυστοκίας ή μαιευτικής επέμβασης, νεοπλασίες στη λεκάνη και τη σπονδυλική στήλη, τετανία βοσκής κ.λπ. Ορισμένες από αυτές τις παθήσεις μπορεί να συνυπάρχουν με την υπασβεστιαιμική πάρεση ή να είναι επιπλοκές της. Άλλες επιπλοκές της νόσου είναι η πνευμονία λόγω αναρρόφησης και η εκφυλιστική μυοπάθεια.
  
 
Για τη θεραπεία γίνεται χορήγηση διαλύματος βορογλυκονικού ασβεστίου κατά προτίμηση ενδοφλεβίως. Μέρος του διαλύματος μπορεί να γίνει υποδορίως, οπότε η απορρόφησή του είναι βραδύτερη και έτσι παρατείνεται η διάρκεια της ενέργειά του, όταν αυτό κρίνεται σκόπιμο από τον θεράποντα κτηνίατρο. Ακόμη μπορεί να χορηγηθεί και ενδοπεριτοναϊκώς. Η έγχυση του φαρμάκου γίνεται αυστηρά με τους κανόνες της αντισηψίας και ιδιαίτερα, όταν γίνεται υποδορίως ή ενδοπεριτοναϊκώς. Σε περίπτωση που η παραπάνω θεραπεία δεν έχει ευνοϊκό αποτέλεσμα ή συμβεί υποτροπή, επαναλαμβάνεται η έγχυση μετά 8-12 ώρες για δεύτερη και τρίτη φορά. Όταν η [[ασθένειες βοοειδών |νόσος]] συνοδεύεται και από υπομαγνησιαιμία, στο παραπάνω διάλυμα προστίθεται βορογλυκονικό ή θειικό μαγνήσιο 5%. Σε περιπτώσεις που η νόσος συνυπάρχει με την οξοναιμία παράλληλα εφαρμόζεται και η θεραπεία της πάθησης αυτής. Μερικές φορές η παραπάνω θεραπεία δε φέρει κανένα αποτέλεσμα ή μόνο κάποια βελτίωση της κατάστασης. Μπορεί τότε να δοκιμαστεί η εμφύσηση των μαστών με την ειδική συσκευή Evers. Κάθε μαστός εμφυσάται και προσδένεται η θηλή του με επίδεσμο για 3-4 ώρες. Αυτό μπορεί να επαναλαμβάνεται κάθε 6-12 ώρες. Αν δεν επιτευχθεί ευνοϊκό αποτέλεσμα, τότε η διάγνωση πρέπει να στραφεί σε κάποια από τις παραπάνω περιπτώσεις, που αναφέρονται για διαφορική διάγνωση.
 
Για τη θεραπεία γίνεται χορήγηση διαλύματος βορογλυκονικού ασβεστίου κατά προτίμηση ενδοφλεβίως. Μέρος του διαλύματος μπορεί να γίνει υποδορίως, οπότε η απορρόφησή του είναι βραδύτερη και έτσι παρατείνεται η διάρκεια της ενέργειά του, όταν αυτό κρίνεται σκόπιμο από τον θεράποντα κτηνίατρο. Ακόμη μπορεί να χορηγηθεί και ενδοπεριτοναϊκώς. Η έγχυση του φαρμάκου γίνεται αυστηρά με τους κανόνες της αντισηψίας και ιδιαίτερα, όταν γίνεται υποδορίως ή ενδοπεριτοναϊκώς. Σε περίπτωση που η παραπάνω θεραπεία δεν έχει ευνοϊκό αποτέλεσμα ή συμβεί υποτροπή, επαναλαμβάνεται η έγχυση μετά 8-12 ώρες για δεύτερη και τρίτη φορά. Όταν η [[ασθένειες βοοειδών |νόσος]] συνοδεύεται και από υπομαγνησιαιμία, στο παραπάνω διάλυμα προστίθεται βορογλυκονικό ή θειικό μαγνήσιο 5%. Σε περιπτώσεις που η νόσος συνυπάρχει με την οξοναιμία παράλληλα εφαρμόζεται και η θεραπεία της πάθησης αυτής. Μερικές φορές η παραπάνω θεραπεία δε φέρει κανένα αποτέλεσμα ή μόνο κάποια βελτίωση της κατάστασης. Μπορεί τότε να δοκιμαστεί η εμφύσηση των μαστών με την ειδική συσκευή Evers. Κάθε μαστός εμφυσάται και προσδένεται η θηλή του με επίδεσμο για 3-4 ώρες. Αυτό μπορεί να επαναλαμβάνεται κάθε 6-12 ώρες. Αν δεν επιτευχθεί ευνοϊκό αποτέλεσμα, τότε η διάγνωση πρέπει να στραφεί σε κάποια από τις παραπάνω περιπτώσεις, που αναφέρονται για διαφορική διάγνωση.
Γραμμή 10: Γραμμή 10:
  
 
Η πρόληψη της νόσου στηρίζεται στη χορήγηση επαρκούς και ισορροπημένου σιτηρεσίου από απόψεως περιεκτικότητας σε ανόργανα στοιχεία και ιδιαίτερα σε ασβέστιο, φωσφόρο και μαγνήσιο καθώς και σε λευκώματα, βιταμίνες και υδατάνθρακες. Σε [[εκτροφή βοοειδών |εκτροφές]], όπου εμφανίζονται συχνά περιπτώσεις της νόσου, συνιστάται οι αγελάδες τις 2-3 πρώτες ημέρες μετά τον τοκετό να μην αρμέγονται τέλεια, αλλά να αφήνεται μέσα στους μαστούς μέρος του [[Αγελαδινό γάλα|γάλακτος]].
 
Η πρόληψη της νόσου στηρίζεται στη χορήγηση επαρκούς και ισορροπημένου σιτηρεσίου από απόψεως περιεκτικότητας σε ανόργανα στοιχεία και ιδιαίτερα σε ασβέστιο, φωσφόρο και μαγνήσιο καθώς και σε λευκώματα, βιταμίνες και υδατάνθρακες. Σε [[εκτροφή βοοειδών |εκτροφές]], όπου εμφανίζονται συχνά περιπτώσεις της νόσου, συνιστάται οι αγελάδες τις 2-3 πρώτες ημέρες μετά τον τοκετό να μην αρμέγονται τέλεια, αλλά να αφήνεται μέσα στους μαστούς μέρος του [[Αγελαδινό γάλα|γάλακτος]].
 +
 +
==Βιβλιογραφία==
 +
 +
<references>
 +
 +
<ref name="Ασθένειες αγροτικών ζώων"> "Υγιεινή και στοιχεία παθολογίας των αγροτικών ζώων" Αποστόλου Μ. Ζαφράκα</ref>
 +
 +
</references>
  
 
[[είναι ασθένεια του ζώου::Βοοειδή| ]]
 
[[είναι ασθένεια του ζώου::Βοοειδή| ]]

Τελευταία αναθεώρηση της 12:29, 7 Απριλίου 2015

Η Επιλόχεια υπασβεστιαιμική πάρεση [1] συμβαίνει κατά ή λίγο μετά τον τοκετό στις αγελάδες και χαρακτηρίζεται από καρδιακή εξασθένιση, κατάπτωση της συνείδησης και γενικευμένη πάρεση. Αν και η ακριβής αιτιολογία της νόσου είναι άγνωστη, είναι γνωστό ότι η εμφάνισή της συνδέεται με την απότομη έναρξη της γαλακτοπαραγωγής των αγελάδων. Πάντως είναι γνωστό ότι η κατάσταση αυτή συνοδεύεται από υπασβεστιαιμία. Έτσι, ενώ η φυσιολογική στάθμη του ασβεστίου στο αίμα των αγελάδων είναι περίπου 10 mg %, στην περίπτωση υπασβεστιαιμίας πέφτει κάτω των 7 mg %. Η στάθμη του μαγνησίου μπορεί να είναι χαμηλή, οπότε συνοδεύεται από τετανία ή να είναι υψηλή , οπότε συνοδεύεται από χαλαρή παράλυση και υπνηλία.

Τα συμπτώματα της νόσου παρουσιάζονται συνήθως μέσα σε 48 ώρες μετά τον τοκετό και σπάνια λίγο πριν απ' αυτόν. Μερικές φορές μπορεί να εμφανιστούν αργότερα και μέχρι 2-3 μήνες. Το πρώτο σύμπτωμα μπορεί να είναι μια αστάθεια στο βάδισμα. Αν δεν αντιμετωπισθεί σύντομα η κατάσταση επιβαρύνεται και η αγελάδα πέφτει κάτω και παρουσιάζει αδυναμία ανέγερσης. Το συνηθέστερο που συμβαίνει είναι το τελευταίο. Η αγελάδα βρίσκεται καθισμένη και δεν μπορεί να ανεγερθεί με κανέναν τρόπο. Έχει το κεφάλι της γυρισμένο και το ακουμπά επάνω στη μια πλευρά του σώματός της ενώ το βλέμμα της είναι απλανές. Παρουσιάζει πλήρη ανορεξία. Τα άκρα της και όλο σχεδόν το δέρμα της είναι κρύα, ενώ συνήθως παρουσιάζει και υποθερμία και υποαισθησία. Αν καθυστερήσει η θεραπεία για μερικές ώρες, τα συμπτώματα επιβαρύνονται και καταλήγουν σε κώμα και τελικά επέρχεται ο θάνατος. Ενώ πλησιάζει το κώμα λόγω της συνεχούς μονόπλευρης κατάκλισης, μπορεί να παρουσιασθούν τυμπανισμός και έμετοι με κίνδυνο να συμβεί πνευμονική αναρρόφηση τροφών.

Έχει παρατηρηθεί ότι οι περιπτώσεις που εμφανίζονται κατά ή λίγο μετα τον τοκετό θεραπεύονται ευκολότερα από εκείνες που εκδηλώνονται αργότερα, καθώς και από εκείνες που συμβαίνουν πριν από τον τοκετό. Η διάγνωση στηρίζεται κυρίως στα παραπάνω συμπτώματα, πλην όμως πρέπει να γίνεται διαφορική διάγνωση από τις εξής παθήσεις: οξοναιμία, εξάρθρημα της λεκανομηριαίας άρθρωσης, κατάγματα της λεκάνης και άλλες κακώσεις κατά τη διάρκεια δυστοκίας ή μαιευτικής επέμβασης, νεοπλασίες στη λεκάνη και τη σπονδυλική στήλη, τετανία βοσκής κ.λπ. Ορισμένες από αυτές τις παθήσεις μπορεί να συνυπάρχουν με την υπασβεστιαιμική πάρεση ή να είναι επιπλοκές της. Άλλες επιπλοκές της νόσου είναι η πνευμονία λόγω αναρρόφησης και η εκφυλιστική μυοπάθεια.

Για τη θεραπεία γίνεται χορήγηση διαλύματος βορογλυκονικού ασβεστίου κατά προτίμηση ενδοφλεβίως. Μέρος του διαλύματος μπορεί να γίνει υποδορίως, οπότε η απορρόφησή του είναι βραδύτερη και έτσι παρατείνεται η διάρκεια της ενέργειά του, όταν αυτό κρίνεται σκόπιμο από τον θεράποντα κτηνίατρο. Ακόμη μπορεί να χορηγηθεί και ενδοπεριτοναϊκώς. Η έγχυση του φαρμάκου γίνεται αυστηρά με τους κανόνες της αντισηψίας και ιδιαίτερα, όταν γίνεται υποδορίως ή ενδοπεριτοναϊκώς. Σε περίπτωση που η παραπάνω θεραπεία δεν έχει ευνοϊκό αποτέλεσμα ή συμβεί υποτροπή, επαναλαμβάνεται η έγχυση μετά 8-12 ώρες για δεύτερη και τρίτη φορά. Όταν η νόσος συνοδεύεται και από υπομαγνησιαιμία, στο παραπάνω διάλυμα προστίθεται βορογλυκονικό ή θειικό μαγνήσιο 5%. Σε περιπτώσεις που η νόσος συνυπάρχει με την οξοναιμία παράλληλα εφαρμόζεται και η θεραπεία της πάθησης αυτής. Μερικές φορές η παραπάνω θεραπεία δε φέρει κανένα αποτέλεσμα ή μόνο κάποια βελτίωση της κατάστασης. Μπορεί τότε να δοκιμαστεί η εμφύσηση των μαστών με την ειδική συσκευή Evers. Κάθε μαστός εμφυσάται και προσδένεται η θηλή του με επίδεσμο για 3-4 ώρες. Αυτό μπορεί να επαναλαμβάνεται κάθε 6-12 ώρες. Αν δεν επιτευχθεί ευνοϊκό αποτέλεσμα, τότε η διάγνωση πρέπει να στραφεί σε κάποια από τις παραπάνω περιπτώσεις, που αναφέρονται για διαφορική διάγνωση.

Η αποτελεσματικότητα της θεραπείας είναι μικρότερη όταν η πάθηση εμφανίζεται πριν από τον τοκετό.

Η πρόληψη της νόσου στηρίζεται στη χορήγηση επαρκούς και ισορροπημένου σιτηρεσίου από απόψεως περιεκτικότητας σε ανόργανα στοιχεία και ιδιαίτερα σε ασβέστιο, φωσφόρο και μαγνήσιο καθώς και σε λευκώματα, βιταμίνες και υδατάνθρακες. Σε εκτροφές, όπου εμφανίζονται συχνά περιπτώσεις της νόσου, συνιστάται οι αγελάδες τις 2-3 πρώτες ημέρες μετά τον τοκετό να μην αρμέγονται τέλεια, αλλά να αφήνεται μέσα στους μαστούς μέρος του γάλακτος.

Βιβλιογραφία

  1. "Υγιεινή και στοιχεία παθολογίας των αγροτικών ζώων" Αποστόλου Μ. Ζαφράκα