Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Φυλή Χίου"
(5 ενδιάμεσες αναθεωρήσεις από ένα χρήστη δεν εμφανίζονται) | |||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
[[Image:Φυλή Χίου.jpg|thumb|px100|Φυλή Χίου]] | [[Image:Φυλή Χίου.jpg|thumb|px100|Φυλή Χίου]] | ||
− | <ref name="Φυλή προβάτου Χίου"/> | + | Το πρόβατο της [[Αυτόχθονες φυλές προβάτων στην Ελλάδα |φυλής Χίου]] <ref name="Φυλή προβάτου Χίου"/> κατάγεται από το νότιο πεδινό τμήμα της νήσου Χίου. Προήλθε πιθανόν από διασταυρώσεις ομοιόμαλλων λεπτόουρων προβάτων της Χίου με αναμικτόμαλλα παχύουρα πρόβατα της Μικράς Ασίας. |
− | <ref name="Αυτόχθονες φυλές αιγοπροβάτων II"/> | + | Σήμερα θεωρείται μία από τις πιο περιζήτητες φυλές για την αναβάθμιση των ποιμνίων και τα ζώα αναπαραγωγής πωλούνται σε ιδιαίτερα υψηλές τιμές. [[εκτροφή αιγοπροβάτων |Εκτρέφεται]] κυρίως στους νομούς Κιλκίς, Μαγνησίας, Πέλλας, Θεσ/νίκης, Χαλκιδικής, Σερρών. Ημαθίας, Έβρου, Γρεβενών, Βοιωτίας, Πιερίας, Καρδίτσας και Τρικάλων. |
+ | |||
+ | Είναι η πιο γνωστή ελληνική φυλή προβάτων στο εξωτερικό και ιδιαίτερα δημοφιλής σε όλη την επικράτεια λόγω των υψηλών του αποδόσεων σε γάλα, της υψηλής πολυδυμίας της και προσαρμοστικότητάς της στις διάφορες κλιματολογικές συνθήκες. | ||
+ | |||
+ | Ο χρωματισμός της [[Αυτόχθονες φυλές αιγοπροβάτων στην Ελλάδα |φυλής]] είναι λευκός με μαύρες κηλίδες στο πρόσωπο, τα αυτιά, τα άκρα και την κοιλιακή χώρα. Δεν υπάρχει πρόβατο της φυλής χωρίς μαύρες κηλίδες στο πρόσωπο και τα άκρα. Η κεφαλή του χιώτικου προβάτου είναι κωνική με σχετικά μακρύ πρόσωπο. Τα αυτιά είναι μεγάλου μεγέθους, ημικρεμάμενα. Τα άκρα του είναι ιδιαίτερα υψηλά, λεπτά και ευθύγραμμα, αλλά ευαίσθητα σε ανώμαλες επιφάνειες. Οι προβατίνες είναι ακέρατες, μόνο σε ένα ποσοστό 30% των θηλυκών παρατηρούνται υποτυπώδη κέρατα. Τα αρσενικά φέρουν ισχυρά, αναπτυγμένα, μαύρα ελικοειδή κέρατα. | ||
+ | |||
+ | Η ουρά των [[αιγοπρόβατα |προβάτων]] αυτών είναι κωνοειδής και φθάνει μέχρι το ακροτάρσιο. Η διάπλαση της ουράς αποτελεί μειονέκτημα της φυλής επειδή δυσκολεύει τη φυσική οχεία και το άρμεγμα των προβατίνων. Για την αντιμετώπιση των προβλημάτων αυτών πολλοί εκτροφείς κόβουν την ουρά των θηλυκών αμνών λίγες ημέρες μετά τη γέννησή τους. Το χιώτικο πρόβατο ανήκει στα ομοιόμαλλα πρόβατα. Η ποιότητα του μαλλιού δεν είναι ιδιαίτερα καλή, αλλά και η παραγόμενη ποσότητα μαλλιού είναι χαμηλή.. Συνήθως η κεφαλή, τα άκρα, το κάτω τμήμα του τραχήλου και του κορμού δεν καλύπτονται από μαλλί. Η πρόσφυση του μαστού συχνά δεν είναι καλή, με αποτέλεσμα ο μαστός να είναι κρεμάμενος και κατά το τελυεταίο στάδιο της κυήσεως και το πρώτο διάστημα της γαλουχίας να αγγίζει το έδαφος. Το πρόβατο Χίου είναι από τα πιο μεγαλόσωμα ελληνικά πρόβατα. Το μέσο σωματικό βάρος των αρσενικών είναι 87 κιλά και των θηλυκών 66 κιλά. | ||
+ | |||
+ | Η φυλή είναι σχετικά πρώιμη και συγκαταλέγεται στις πολύδυμες φυλές. Τα καλά διατρεφόμενα θηλυκά εισέρχονται στην αναπαραγωγή στην ηλικία τω 8-9 μηνών. Οι νεαροί κριοί θεωρούνται κατάλληλοι για είσοδο στην αναπαραγωγική διαδικασία στην ηλικία των 8 μηνών. | ||
+ | |||
+ | Το ποσοστό σύλληψης μετά από συγχρονισμό του οίστρου και διενέργεια τεχνητής σπερματέγχυσης μπορεί να ανέλθει στο 45%. Η πολυδυμία κυμαίνεται από 1,6-2,0 αρνιά ανά τοκετό, ανάλογα με το σύστημα εκτροφής και την ηλικία της προβατίνας και το μέσο βάρος γέννησης των αρνιών κυμαίνεται από 3,2 έως 4,5 κιλά. | ||
+ | |||
+ | Είναι [[κατάλογος ζώων |ζώο]] υψηλών αποδόσεων με μέση γαλακτοπαραγωγή 260 έως 380 κιλά αμελγόμενου γάλακτος για μέση περίοδο αρμέγματος 174-230 ημέρες. Για να επιτευχθούν οι υψηλές αποδόσεις απαιτείται να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στη διατροφή των ζώων και στις συνθήκες σταβλισμού. Η φυλή είναι κατάλληλη για εκτατικά και ημιεκτατικά συστήματα εκτροφής. Το σωματικό βάρος των αρνιών κατά τον απογαλακτισμό, που γίνεται 42 ημέρες μετά τη γέννηση κυμαίνεται από 12 έως 14 κιλά. Το πρόβατο Χίου αντιμετωπίζει κατά κανόνα προβλήματα υγείας σε περιοχές όπου επικρατεί υψηλή υγρασία. | ||
+ | |||
+ | Υπάρχουν ενδείξεις ότι η φυλή <ref name="Αυτόχθονες φυλές αιγοπροβάτων II"/> παρουσιάζει αυξημένη ευαισθησία στην προσβολή από τη νόσο της προϊούσας πνευμονίας και ότι προσβάλλονται τα ζώα υψηλής γαλακτοπαραγωγής. Είναι επίσης ευάλωτο και στις μαστίτιδες. | ||
+ | |||
+ | Λόγω των υψηλών αποδόσεων τα ζώα έχουν αυξημένες διατροφικές ανάγκες οι οποίες καλύπτονται εκτός από τη βόσκησή τους σε βοσκοτόπους και με τη χορήγηση συμπληρωματικών [[ζωοτροφές |ζωοτροφών]] κατά το τέλος της περιόδου εγκυμοσύνης και της πρώτης περιόδου της γαλουχίας. | ||
==Βιβλιογραφία== | ==Βιβλιογραφία== |
Τελευταία αναθεώρηση της 11:43, 24 Απριλίου 2015
Το πρόβατο της φυλής Χίου [1] κατάγεται από το νότιο πεδινό τμήμα της νήσου Χίου. Προήλθε πιθανόν από διασταυρώσεις ομοιόμαλλων λεπτόουρων προβάτων της Χίου με αναμικτόμαλλα παχύουρα πρόβατα της Μικράς Ασίας.
Σήμερα θεωρείται μία από τις πιο περιζήτητες φυλές για την αναβάθμιση των ποιμνίων και τα ζώα αναπαραγωγής πωλούνται σε ιδιαίτερα υψηλές τιμές. Εκτρέφεται κυρίως στους νομούς Κιλκίς, Μαγνησίας, Πέλλας, Θεσ/νίκης, Χαλκιδικής, Σερρών. Ημαθίας, Έβρου, Γρεβενών, Βοιωτίας, Πιερίας, Καρδίτσας και Τρικάλων.
Είναι η πιο γνωστή ελληνική φυλή προβάτων στο εξωτερικό και ιδιαίτερα δημοφιλής σε όλη την επικράτεια λόγω των υψηλών του αποδόσεων σε γάλα, της υψηλής πολυδυμίας της και προσαρμοστικότητάς της στις διάφορες κλιματολογικές συνθήκες.
Ο χρωματισμός της φυλής είναι λευκός με μαύρες κηλίδες στο πρόσωπο, τα αυτιά, τα άκρα και την κοιλιακή χώρα. Δεν υπάρχει πρόβατο της φυλής χωρίς μαύρες κηλίδες στο πρόσωπο και τα άκρα. Η κεφαλή του χιώτικου προβάτου είναι κωνική με σχετικά μακρύ πρόσωπο. Τα αυτιά είναι μεγάλου μεγέθους, ημικρεμάμενα. Τα άκρα του είναι ιδιαίτερα υψηλά, λεπτά και ευθύγραμμα, αλλά ευαίσθητα σε ανώμαλες επιφάνειες. Οι προβατίνες είναι ακέρατες, μόνο σε ένα ποσοστό 30% των θηλυκών παρατηρούνται υποτυπώδη κέρατα. Τα αρσενικά φέρουν ισχυρά, αναπτυγμένα, μαύρα ελικοειδή κέρατα.
Η ουρά των προβάτων αυτών είναι κωνοειδής και φθάνει μέχρι το ακροτάρσιο. Η διάπλαση της ουράς αποτελεί μειονέκτημα της φυλής επειδή δυσκολεύει τη φυσική οχεία και το άρμεγμα των προβατίνων. Για την αντιμετώπιση των προβλημάτων αυτών πολλοί εκτροφείς κόβουν την ουρά των θηλυκών αμνών λίγες ημέρες μετά τη γέννησή τους. Το χιώτικο πρόβατο ανήκει στα ομοιόμαλλα πρόβατα. Η ποιότητα του μαλλιού δεν είναι ιδιαίτερα καλή, αλλά και η παραγόμενη ποσότητα μαλλιού είναι χαμηλή.. Συνήθως η κεφαλή, τα άκρα, το κάτω τμήμα του τραχήλου και του κορμού δεν καλύπτονται από μαλλί. Η πρόσφυση του μαστού συχνά δεν είναι καλή, με αποτέλεσμα ο μαστός να είναι κρεμάμενος και κατά το τελυεταίο στάδιο της κυήσεως και το πρώτο διάστημα της γαλουχίας να αγγίζει το έδαφος. Το πρόβατο Χίου είναι από τα πιο μεγαλόσωμα ελληνικά πρόβατα. Το μέσο σωματικό βάρος των αρσενικών είναι 87 κιλά και των θηλυκών 66 κιλά.
Η φυλή είναι σχετικά πρώιμη και συγκαταλέγεται στις πολύδυμες φυλές. Τα καλά διατρεφόμενα θηλυκά εισέρχονται στην αναπαραγωγή στην ηλικία τω 8-9 μηνών. Οι νεαροί κριοί θεωρούνται κατάλληλοι για είσοδο στην αναπαραγωγική διαδικασία στην ηλικία των 8 μηνών.
Το ποσοστό σύλληψης μετά από συγχρονισμό του οίστρου και διενέργεια τεχνητής σπερματέγχυσης μπορεί να ανέλθει στο 45%. Η πολυδυμία κυμαίνεται από 1,6-2,0 αρνιά ανά τοκετό, ανάλογα με το σύστημα εκτροφής και την ηλικία της προβατίνας και το μέσο βάρος γέννησης των αρνιών κυμαίνεται από 3,2 έως 4,5 κιλά.
Είναι ζώο υψηλών αποδόσεων με μέση γαλακτοπαραγωγή 260 έως 380 κιλά αμελγόμενου γάλακτος για μέση περίοδο αρμέγματος 174-230 ημέρες. Για να επιτευχθούν οι υψηλές αποδόσεις απαιτείται να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στη διατροφή των ζώων και στις συνθήκες σταβλισμού. Η φυλή είναι κατάλληλη για εκτατικά και ημιεκτατικά συστήματα εκτροφής. Το σωματικό βάρος των αρνιών κατά τον απογαλακτισμό, που γίνεται 42 ημέρες μετά τη γέννηση κυμαίνεται από 12 έως 14 κιλά. Το πρόβατο Χίου αντιμετωπίζει κατά κανόνα προβλήματα υγείας σε περιοχές όπου επικρατεί υψηλή υγρασία.
Υπάρχουν ενδείξεις ότι η φυλή [2] παρουσιάζει αυξημένη ευαισθησία στην προσβολή από τη νόσο της προϊούσας πνευμονίας και ότι προσβάλλονται τα ζώα υψηλής γαλακτοπαραγωγής. Είναι επίσης ευάλωτο και στις μαστίτιδες.
Λόγω των υψηλών αποδόσεων τα ζώα έχουν αυξημένες διατροφικές ανάγκες οι οποίες καλύπτονται εκτός από τη βόσκησή τους σε βοσκοτόπους και με τη χορήγηση συμπληρωματικών ζωοτροφών κατά το τέλος της περιόδου εγκυμοσύνης και της πρώτης περιόδου της γαλουχίας.