Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Helix aspersa"
(Μία ενδιάμεση αναθεώρηση από ένα χρήστη δεν εμφανίζεται) | |||
Γραμμή 23: | Γραμμή 23: | ||
<references> | <references> | ||
− | <ref name="Είδη σαλιγκαριών"> [[media:"Διαφορές στην κατανάλωση, πληθυσμιακές εκτιμήσεις και διατροφικές προτιμήσεις σε είδη γαστερόποδων", Πτυχιακή εργασία της Μαρτάκη Ειρήνης, Ανώτατο Τεχνολογικό Ίδρυμα Κρήτης, Σχολή Τεχνολογίας Γεωπονίας, Τμήμα Βιολογικών Θερμοκηπιακών Καλλιεργειών & Ανθοκομίας, Ηράκλειο 2011 | + | <ref name="Είδη σαλιγκαριών"> [[media:Διαφορές στην κατανάλωση, πληθυσμιακές εκτιμήσεις και διατροφικές προτιμήσεις σε είδη γαστερόποδων.pdf|"Διαφορές στην κατανάλωση, πληθυσμιακές εκτιμήσεις και διατροφικές προτιμήσεις σε είδη γαστερόποδων", Πτυχιακή εργασία της Μαρτάκη Ειρήνης, Ανώτατο Τεχνολογικό Ίδρυμα Κρήτης, Σχολή Τεχνολογίας Γεωπονίας, Τμήμα Βιολογικών Θερμοκηπιακών Καλλιεργειών & Ανθοκομίας, Ηράκλειο 2011]] </ref> |
</references> | </references> | ||
+ | [[κατάσταση δημοσίευσης::10| ]] | ||
+ | __NOTOC__ |
Τελευταία αναθεώρηση της 08:44, 8 Ιουνίου 2015
Πρόσφατα μετονομάσθηκε σε Cornu aspersum. Το όνομα Helix aspersa [1] διατηρείται σε πολλές επιστημονικές αναφορές και ειδικά σε επίπεδο ζωοτεχνικό και εμπορικό. Το πλήρες ιστορικό της ονοματολογίας του αναφέρεται στη συνέχεια:
Για πρώτη φορά, το είδος περιγράφηκε ως Helix aspersa από τον O. F. Müller το 1774. Το Helix aspersa στα λατινικά σηµαίνει διάστικτο σαλιγκάρι. Στον κατάλογο Ευρωπαϊκών ειδών χερσαίων Μαλακίων το είδος αναφέρεται ως Cornu aspersum aspersum (Müller, 1774) και εντάσσεται δηλαδή στο γένος Cornu Born, 1778.
Αυτό το είδος είναι ιθαγενές στη Μεσογειακή περιοχή (συµπεριλαµβανοµένης της Αιγύπτου), από τη βορειοδυτική Αφρική και την Ιβηρική χερσόνησο έως τη Μικρά Ασία ανατολικά και έως τα Βρετανικά νησιά. Περιλαµβάνει ένα σύνολο από βορειοαφρικανικές ενδηµικές µορφές και υποείδη, που περιγράφτηκαν στις αρχές του 20ου αιώνα µε βάση τα χαρακτηριστικά του κελύφους. Το σαλιγκάρι αυτό πολλοί το προτιµούν για την νοστιµιά του καθώς και δεσπόζει στην αγορά. Είναι γνωστό στην Κρήτη περισσότερο ως χοχλιός. Μεταφέρθηκε από τη Μεσογειακή περιοχή από όπου και κατάγεται, καθώς απολιθώµατα από το ανώτερο πλειόκαινο στη Β. Αφρική, καθώς επίσης και στη Ν. Γαλλία, στην Ισπανία και στην Κορσική δείχνουν κατανοµή του και στη δυτική Μεσόγειο.
Το H. αspersa έφθασε στα βρετανικά νησιά µε τους Κέλτες πολύ πριν από τους Ρωµαίους, ενώ σε πολλές περιοχές της Ευρώπης διαδόθηκε από τους Ρωµαίους. Η εξάπλωσή του H. αspersa συνέβη κατά τη διάρκεια των σύγχρονων χρόνων, µέσω της µεταφοράς φρούτων και λαχανικών. Πιο πρόσφατα, πάλι από τον άνθρωπο εξαπλώθηκε σε πολλές εύκρατες και τροπικές περιοχές (π.χ. Κ. Ευρώπη, Α. Ασία, Ν. Αφρική, Μεξικό, Ν. Αµερική, Ωκεανία). Το συγκεκριµένο είδος είναι ερµαφρόδιτο και υποχρεωτικά ετερογονιµοποιούµενο. Από το 1859 το είδος αυτό έχει µεταφερθεί και στην περιοχή της Καλιφόρνιας και από εκεί εξαπλώθηκε και σε άλλες δυτικές πολιτείες των Η.Π.Α.
Επειδή µεταφέρεται πολύ εύκολα (άµεσα ή έµµεσα) από τον άνθρωπο, σήµερα πλέον υπάρχει σε όλες τις ηπείρους. Χαρακτηρίζεται έτσι ως ένα τυπικά ανθρωπόχωρο είδος, δηλαδή είδος που διαδίδεται σε διάφορες γεωγραφικές περιοχές µε τον άνθρωπο εκούσια ή ακούσια. Σε βάρος µπορεί να υπερβεί τα 15 γραµµάρια. Είναι το πιο κοινό είδος σαλιγκαριού στη νότια Ελλάδα. Υπάρχει στα περισσότερα νησιά των Κυκλάδων και της ∆ωδεκανήσου.
Ζει παντού, σε όλους τους τύπους βιοτόπων, ανθρωπογενείς, όπως κήπους, πάρκα, αγρούς, διαχωριστικούς φυσικούς φράκτες και µη ανθρωπογενείς, όπως δάση. Έχει διαστάσεις 25–40mm σε διάµετρο και 25–35 mm ύψος. Εµπορικά αποκαλείται µε διάφορα κοινά ονόµατα όπως σαλιγκάρι Βουργουνδίας, escargot ή petit gris στα γαλλικά, Brown garden snail στα αγγλικά, ρωµαϊκό και στην Ελλάδα Κρητικός κοχλιός. Το είδος αυτό χρησιµοποιείται κατά κανόνα στη µεταπρατική βιοµηχανία σαλιγκαριών. Συναντάται σε βουνά µε πλούσια βλάστηση και οροπέδια, µέχρι 2.000 µ., αλλά και σε χαµηλά υψόµετρα σε κήπους. Προτιµά τα ασβεστούχα εδάφη για τη λήψη ασβεστίου το οποίο είναι απαραίτητο για την κατασκευή του κελύφους του και την αναπαραγωγική δραστηριότητα. Επίσης οικολογικές µελέτες έχουν αποδείξει τη συσχέτιση της δοµής και της χηµικής σύστασης του εδάφους µε τη γεωγραφική εξάπλωση και την αφθονία των σαλιγκαριών. Οι κυριότεροι παράγοντες είναι η περιεκτικότητα του εδάφους σε άργιλο και άµµο, το pH, η οργανική ύλη καθώς και η περιεκτικότητα του εδάφους σε ασβέστιο-ανθρακικά άλατα και µαγνήσιο.
Το όστρακό του Helix aspersa είναι κωνοειδές, σφαιρικό, παχουλό, πολύ κυρτό στην κορυφή και λοξά ξαπλωµένο στη βάση. Το άνοιγµα είναι λοξό οβάλ, µε άκρες πολύ συγκλίνουσες ενωµένες µε απαλές κυµατοειδείς προεξοχές χρώµατος λευκού. Οι σπείρες που είναι 4 ή 5 είναι πολύ τονισµένες, η τελευταία είναι µεγάλη, στρογγυλοποιηµένη. Το βασικό χρώµα του κελύφους του είναι γκρίζο ή κιτρινωπό διακοπτόµενο από σκούρες λωρίδες, µε ποικιλία αριθµού και πλάτους, διασταυρούµενες µε ζώνες πιο ανοιχτόχρωµες από το βασικό χρώµα. Το χρώµα του σώµατος είναι καστανό σκούρο, κιτρινωπό/γκρίζο διακοσµηµένο µε γλωσσίτσες πιο ανοιχτόχρωµες. Η καταγωγή του είναι µεσογειακή, απ’ όπου διαδόθηκε στη συνέχεια στην Ευρώπη και πρόσφατα στη Ν. Αφρική, Η.Π.Α, Μεξικό, Αυστραλία. Είναι πολύ διαδεδοµένο στη Ν. Γαλλία καθώς επίσης και στην χώρα µας κυρίως στην κεντρική και νότια Ελλάδα, την Πελοπόννησο. Απαντάται κυρίως στην πεδιάδα, ενώ προτιµά µικροπεριβάλλοντα µε υγρασία, όπως κήπους, θάµνους, κούτσουρα, βράχους, καθώς και αµµώδη εδάφη.
Βιβλιογραφία
- ↑ "Διαφορές στην κατανάλωση, πληθυσμιακές εκτιμήσεις και διατροφικές προτιμήσεις σε είδη γαστερόποδων", Πτυχιακή εργασία της Μαρτάκη Ειρήνης, Ανώτατο Τεχνολογικό Ίδρυμα Κρήτης, Σχολή Τεχνολογίας Γεωπονίας, Τμήμα Βιολογικών Θερμοκηπιακών Καλλιεργειών & Ανθοκομίας, Ηράκλειο 2011