Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Ασθένεια γαρυφαλλιάς αλτερναρίωση"
(2 ενδιάμεσες αναθεωρήσεις από ένα χρήστη δεν εμφανίζονται) | |||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
− | Η ασθένεια είναι πολύ διαδεδομένη στις ευρωπαϊκές χώρες και τις Η.Π.Α. και είναι γνωστή με διάφορα κοινά ονόματα στην αγγλική γλώσσα (αγγλ. Alternaria leaf spot, blight, branch rot, black mould). Παρατηρείται προσβολή της βάσεως των φύλλων και του στελέχους γύρω από τους κόμβους. Συχνά ο μύκης προσβάλλει τα κατώτερα φύλλα και το στέλεχος στην περιοχή του λαιμού (ιδιαίτερα στις καλλιέργειες που τα φυτά είναι πυκνοφυτεμένα). Συχνά το παράσιτο προκαλεί σήψη στη βάση των μοσχευμάτων, χρώματος καστανού σκούρου μέχρι μαύρου, λίγο μετά τη φύτευση τους. Στα φύλλα οι κηλίδες είναι συνήθως μικρές χρώματος ιώδους και με συνθήκες υψηλής υγρασίας μεγαλώνουν και αποκτούν διάμετρο μέχρι 1 cm. Προσβάλλεται επίσης ο κάλυκας και τα άνθη παραμορφώνονται ή δεν ανοίγουν. Οι κηλίδες στην αρχή είναι σταχτιές και αργότερα γίνονται καστανές μέχρι μαύρες, μεγέθους 1-3mm, με ιώδες περιθώριο λόγω του σχηματισμού πολυάριθμων σπορίων του παρασίτου σε αλυσίδες. Τελικά, οι προσβεβλημένοι ιστοί γίνονται λευκοί-αχυρώδεις και ξηραίνονται. Τα φυτά δεν ανθίζουν και γίνονται νάνα ή ξηραίνονται. Τα παραπάνω συμπτώματα προκαλούνται συνήθως από το μύκητα Alternaria dianthi F. Stevens & J.G. Hall, συν.(?) Alternaria saponariae (Peck) Neergaard. Η ασθένεια περιγράφηκε για πρώτη φορά το 1909 στις Η.Π.Α. (Πολιτεία North Carolina). Στη χώρα μας η ασθένεια διαπιστώθηκε το 1987 σε θερμοκηπιακές καλλιέργειες γαρυφαλλιάς. Ο παθογόνος μύκητας είναι συχνός στις καλλιέργειες της γαρυφαλλιάς και έχει αναφερθεί σε πολλές περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδος και την Κρήτη. Τα κονίδια του παθογόνου μύκητα έχουν μήκος 39- | + | |
− | Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία και τα δυο είδη του παθογόνου προσβάλλουν τα φύλλα και τα άνθη αλλά ο Alternaria dianthi προκαλεί ακόμη και σήψη των στελεχών. Οι κονιδιοφόροι του A. dianthicola είναι συνήθως μεμονωμένοι, έχουν χρώμα ελαιοκαστανό, εγκάρσια χωρίσματα, μήκος μέχρι | + | Η [[Ασθένειες γαρυφαλλιάς|ασθένεια]] είναι πολύ διαδεδομένη στις ευρωπαϊκές χώρες και τις Η.Π.Α. και είναι γνωστή με διάφορα κοινά ονόματα στην αγγλική γλώσσα (αγγλ. Alternaria leaf spot, blight, branch rot, black mould). Παρατηρείται προσβολή της βάσεως των φύλλων και του στελέχους γύρω από τους κόμβους. Συχνά ο μύκης προσβάλλει τα κατώτερα φύλλα και το στέλεχος στην περιοχή του λαιμού (ιδιαίτερα στις καλλιέργειες που τα φυτά είναι πυκνοφυτεμένα). Συχνά το παράσιτο προκαλεί σήψη στη βάση των μοσχευμάτων, χρώματος καστανού σκούρου μέχρι μαύρου, λίγο μετά τη φύτευση τους. Στα φύλλα οι κηλίδες είναι συνήθως μικρές χρώματος ιώδους και με συνθήκες υψηλής υγρασίας μεγαλώνουν και αποκτούν διάμετρο μέχρι 1 cm. Προσβάλλεται επίσης ο κάλυκας και τα άνθη παραμορφώνονται ή δεν ανοίγουν. Οι κηλίδες στην αρχή είναι σταχτιές και αργότερα γίνονται καστανές μέχρι μαύρες, μεγέθους 1-3mm, με ιώδες περιθώριο λόγω του σχηματισμού πολυάριθμων σπορίων του παρασίτου σε αλυσίδες. Τελικά, οι προσβεβλημένοι ιστοί γίνονται λευκοί-αχυρώδεις και ξηραίνονται. Τα φυτά δεν ανθίζουν και γίνονται νάνα ή ξηραίνονται. Τα παραπάνω συμπτώματα προκαλούνται συνήθως από το μύκητα Alternaria dianthi F. Stevens & J.G. Hall, συν.(?) Alternaria saponariae (Peck) Neergaard. |
− | + | ||
− | + | Η ασθένεια περιγράφηκε για πρώτη φορά το 1909 στις Η.Π.Α. (Πολιτεία North Carolina). Στη χώρα μας η ασθένεια διαπιστώθηκε το 1987 σε [[Γεωργικές καλλιέργειες κλειστού τύπου|θερμοκηπιακές καλλιέργειες]] γαρυφαλλιάς. Ο παθογόνος μύκητας είναι συχνός στις καλλιέργειες της γαρυφαλλιάς και έχει αναφερθεί σε πολλές περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδος και την Κρήτη. Τα κονίδια του παθογόνου μύκητα έχουν μήκος 39 - 120μm και πλάτος 13 - 34μm και φέρουν μέχρι 5 - 9 εγκάρσια και από 0 - 6 επιμήκη χωρίσματα. Μια νέα [[Αλτερναρίωση|αλτερναρίωση]] της γαρυφαλλιάς που εκδηλώνεται με σοβαρές προσβολές των πετάλων διαπιστώθηκε το 1993 σε πολλές υπαίθριες καλλιέργειες της περιοχής του Μαραθώνα. Η ασθένεια αυτή οφείλεται στο μύκητα Alternaria dianthicola Neergaard. Αρχικά στην περιφέρεια των πετάλων σχηματίζονται νεκρωτικές κηλίδες χρώματος καστανού, οι οποίες στη συνέχεια μεγαλώνουν και μπορεί να καταλάβουν ολόκληρα τα πέταλα ή το μεγαλύτερο μέρος αυτών. Τελικά προσβάλλονται και τα σέπαλα. Σε συνθήκες υψηλής υγρασίας στους προσβεβλημένους ιστούς παρατηρείται καστανόμαυρη εξάνθηση η οποία αποτελείται από τους κονιδιοφόρους και τα κονίδια του παθογόνου. | |
− | + | ||
− | + | Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία και τα δυο είδη του παθογόνου προσβάλλουν τα φύλλα και τα άνθη αλλά ο Alternaria dianthi προκαλεί ακόμη και σήψη των στελεχών. Οι κονιδιοφόροι του A. dianthicola είναι συνήθως μεμονωμένοι, έχουν χρώμα ελαιοκαστανό, εγκάρσια χωρίσματα, μήκος μέχρι 145μm και πλάτος 4 - 7μm. Τα κονίδια σχηματίζονται σε αλυσίδες 4 - 5, έχουν σχήμα ροπαλοειδές ή κυλινδρικό, χρώμα ελαιοκαστανό, μέχρι 15 εγκάρσια και από 0 - 2 κατά μήκος ή λοξά χωρίσματα και διαστάσεις 36 - 135 x 10 - 18μm. | |
+ | |||
+ | Σημαντικοί τρόποι καταπολέμησης της γαρυφαλλιάς είναι οι κάτωθι: | ||
+ | |||
+ | * Αποφυγή υγράνσεως του φυλλώματος | ||
+ | |||
+ | * Καταστροφή μολυσμένων βλαστών και των υπολειμμάτων της καλλιέργειας. | ||
+ | |||
+ | * Ψεκασμός των φυτών, κάθε 7 ημέρες, με maneb, mancozeb, zineb, captan, folpet, thiram, triflumizole, fludioxonil, chlorothalonil ή iprodione. <ref name="Ασθένειες καλλωπιστικών φυτών"/> | ||
==Βιβλιογραφία== | ==Βιβλιογραφία== |
Τελευταία αναθεώρηση της 11:00, 25 Ιανουαρίου 2016
Η ασθένεια είναι πολύ διαδεδομένη στις ευρωπαϊκές χώρες και τις Η.Π.Α. και είναι γνωστή με διάφορα κοινά ονόματα στην αγγλική γλώσσα (αγγλ. Alternaria leaf spot, blight, branch rot, black mould). Παρατηρείται προσβολή της βάσεως των φύλλων και του στελέχους γύρω από τους κόμβους. Συχνά ο μύκης προσβάλλει τα κατώτερα φύλλα και το στέλεχος στην περιοχή του λαιμού (ιδιαίτερα στις καλλιέργειες που τα φυτά είναι πυκνοφυτεμένα). Συχνά το παράσιτο προκαλεί σήψη στη βάση των μοσχευμάτων, χρώματος καστανού σκούρου μέχρι μαύρου, λίγο μετά τη φύτευση τους. Στα φύλλα οι κηλίδες είναι συνήθως μικρές χρώματος ιώδους και με συνθήκες υψηλής υγρασίας μεγαλώνουν και αποκτούν διάμετρο μέχρι 1 cm. Προσβάλλεται επίσης ο κάλυκας και τα άνθη παραμορφώνονται ή δεν ανοίγουν. Οι κηλίδες στην αρχή είναι σταχτιές και αργότερα γίνονται καστανές μέχρι μαύρες, μεγέθους 1-3mm, με ιώδες περιθώριο λόγω του σχηματισμού πολυάριθμων σπορίων του παρασίτου σε αλυσίδες. Τελικά, οι προσβεβλημένοι ιστοί γίνονται λευκοί-αχυρώδεις και ξηραίνονται. Τα φυτά δεν ανθίζουν και γίνονται νάνα ή ξηραίνονται. Τα παραπάνω συμπτώματα προκαλούνται συνήθως από το μύκητα Alternaria dianthi F. Stevens & J.G. Hall, συν.(?) Alternaria saponariae (Peck) Neergaard.
Η ασθένεια περιγράφηκε για πρώτη φορά το 1909 στις Η.Π.Α. (Πολιτεία North Carolina). Στη χώρα μας η ασθένεια διαπιστώθηκε το 1987 σε θερμοκηπιακές καλλιέργειες γαρυφαλλιάς. Ο παθογόνος μύκητας είναι συχνός στις καλλιέργειες της γαρυφαλλιάς και έχει αναφερθεί σε πολλές περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδος και την Κρήτη. Τα κονίδια του παθογόνου μύκητα έχουν μήκος 39 - 120μm και πλάτος 13 - 34μm και φέρουν μέχρι 5 - 9 εγκάρσια και από 0 - 6 επιμήκη χωρίσματα. Μια νέα αλτερναρίωση της γαρυφαλλιάς που εκδηλώνεται με σοβαρές προσβολές των πετάλων διαπιστώθηκε το 1993 σε πολλές υπαίθριες καλλιέργειες της περιοχής του Μαραθώνα. Η ασθένεια αυτή οφείλεται στο μύκητα Alternaria dianthicola Neergaard. Αρχικά στην περιφέρεια των πετάλων σχηματίζονται νεκρωτικές κηλίδες χρώματος καστανού, οι οποίες στη συνέχεια μεγαλώνουν και μπορεί να καταλάβουν ολόκληρα τα πέταλα ή το μεγαλύτερο μέρος αυτών. Τελικά προσβάλλονται και τα σέπαλα. Σε συνθήκες υψηλής υγρασίας στους προσβεβλημένους ιστούς παρατηρείται καστανόμαυρη εξάνθηση η οποία αποτελείται από τους κονιδιοφόρους και τα κονίδια του παθογόνου.
Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία και τα δυο είδη του παθογόνου προσβάλλουν τα φύλλα και τα άνθη αλλά ο Alternaria dianthi προκαλεί ακόμη και σήψη των στελεχών. Οι κονιδιοφόροι του A. dianthicola είναι συνήθως μεμονωμένοι, έχουν χρώμα ελαιοκαστανό, εγκάρσια χωρίσματα, μήκος μέχρι 145μm και πλάτος 4 - 7μm. Τα κονίδια σχηματίζονται σε αλυσίδες 4 - 5, έχουν σχήμα ροπαλοειδές ή κυλινδρικό, χρώμα ελαιοκαστανό, μέχρι 15 εγκάρσια και από 0 - 2 κατά μήκος ή λοξά χωρίσματα και διαστάσεις 36 - 135 x 10 - 18μm.
Σημαντικοί τρόποι καταπολέμησης της γαρυφαλλιάς είναι οι κάτωθι:
- Αποφυγή υγράνσεως του φυλλώματος
- Καταστροφή μολυσμένων βλαστών και των υπολειμμάτων της καλλιέργειας.
- Ψεκασμός των φυτών, κάθε 7 ημέρες, με maneb, mancozeb, zineb, captan, folpet, thiram, triflumizole, fludioxonil, chlorothalonil ή iprodione. [1]
Βιβλιογραφία
- ↑ Ασθένειες καλλωπιστικών φυτών, του Ομότιμου Καθηγητή Φυτοπαθολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Χ.Γ.Παναγόπουλου, Αθήνα 2003.