Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Καρπός κάππαρης"
Γραμμή 15: | Γραμμή 15: | ||
</references> | </references> | ||
− | [[Category: | + | [[Category:Προϊόν αρωματικού-φαρμακευτικού φυτού]] |
[[πόσο αφορά σε καταναλωτή::30| ]] | [[πόσο αφορά σε καταναλωτή::30| ]] | ||
[[πόσο αφορά σε επιχείρηση μεταποίησης-τυποποίησης::30| ]] | [[πόσο αφορά σε επιχείρηση μεταποίησης-τυποποίησης::30| ]] |
Τελευταία αναθεώρηση της 09:23, 19 Αυγούστου 2013
Οι Έλληνες αρέσκονται στα φύλλα του φυτού, τα οποία βράζουν, όπως άλλωστε κάνουν και με άλλα είδη χόρτων, και τα περιχύνουν με λάδι και ξύδι ή χυμό λεμονιού ή ακόμα τα κάνουν τουρσί και τα σερβίρουν πάλι ως σαλατικό, στο οποίο συχνά προσθέτουν ντομάτες, ελαιόλαδο και κατσικίσια τυριά από τα νησιά. Εκτιμούν ακόμα τον καρπό της κάπαρης, που προκύπτει μετά την ολοκλήρωση της ανθοφορίας. Ο καρπός αυτός είναι μακρόστενος και παχύς και θυμίζει κάπως σταφύλι, ενώ η υφή του είναι τραχιά και ελαφρώς ινώδης. Τουρσί γίνονται και οι καρποί. Η κάπαρη θεωρείται ορεκτικό και διουρητικό βότανο. Με την κάπαρη αρωματίζεται το λάδι, ξίδι ή βούτυρο, προστίθεται σε τυριά, γαρνιτούρες ή γίνονται τουρσιά και πίκλες. Οι Έλληνες χρησιμοποιούμε την κάππαρη για να γαρνίρουμε σαλάτες, από μια κλασική χωριάτικη μέχρι κρητικούς ντάκους. Η μεγαλύτερη ποικιλία εδεσμάτων που περιλαμβάνουν κάπαρη συναντάται αναμφίβολα στις Κυκλάδες. Οι μικροί καρποί μαγειρεύονται με ψάρι και κυρίως παστό μπακαλιάρο, φτιάχνονται ακόμα με κροκέτες, χρησιμοποιούνται ως καρύκευμα στη μελιτζανοσαλάτα, ενώ είναι δυνατόν να τους βράσουν για να τους σερβίρουν συνήθως με φάβα, φαγητό που αποτελεί τοπική σπεσιαλιτέ της Σαντορίνης. Στην κάππαρη, επίσης, αποδόθηκαν θεραπευτικές ιδιότητες. Ο φλοιός της ρίζας χρησιμοποιείται στη θεραπεία διαφόρων παθήσεων όπως αρθρίτιδες, ρευματισμοί, πονόδοντοι και σε παθήσεις του δέρματος. Στην αρχαιότητα πίστευαν ότι το φυτό έχει θεραπευτικές αλλά και μαγικές ιδιότητες. Ο αρχαίος γιατρός Διοσκουρίδης συνιστούσε τα φύλλα και τη ρίζα του φυτού για να εξαφανίζονται τα πρηξίματα. Στη φαρμακευτική χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις αδυναμίας, ως διεγερτικό της κυκλοφορίας και των αναπνευστικών λειτουργιών. Δίνεται στις έγκυες πριν από τη γέννα για να προκαλέσει συσπάσεις στη μήτρα. Σταματά τη διάρροια και τους σπασμούς στο στομάχι και το έντερο, ενώ χρησιμοποιείται και κατά της ανικανότητας. Τέλος, χρησιμοποιείται στα τσιμπήματα από σφήκες και στα δαγκώματα φιδιών.[1]