Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Ασθένειες αμπέλου"
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
+ | {{{top_heading|==}}}[[Μυκητολογικές ασθένειες αμπέλου|Μυκητολογικές ασθένειες]]{{{top_heading|==}}} | ||
+ | {{:Μυκητολογικές ασθένειες αμπέλου|top_heading={{{top_heading|==}}}=}} | ||
+ | |||
{{{top_heading|==}}}[[Ιολογικές ασθένειες αμπέλου]]{{{top_heading|==}}} | {{{top_heading|==}}}[[Ιολογικές ασθένειες αμπέλου]]{{{top_heading|==}}} | ||
− | |||
{{:Ιολογικές ασθένειες αμπέλου|top_heading={{{top_heading|==}}}=}} | {{:Ιολογικές ασθένειες αμπέλου|top_heading={{{top_heading|==}}}=}} | ||
{{{top_heading|==}}}[[Μη μεταδοτικές ασθένειες αμπέλου]]{{{top_heading|==}}} | {{{top_heading|==}}}[[Μη μεταδοτικές ασθένειες αμπέλου]]{{{top_heading|==}}} | ||
− | |||
{{:Μη μεταδοτικές ασθένειες αμπέλου|top_heading={{{top_heading|==}}}=}} | {{:Μη μεταδοτικές ασθένειες αμπέλου|top_heading={{{top_heading|==}}}=}} | ||
− | |||
− | |||
− | |||
− | |||
{{{top_heading|==}}}[[Προκαρυωτικές ασθένειες αμπέλου]]{{{top_heading|==}}} | {{{top_heading|==}}}[[Προκαρυωτικές ασθένειες αμπέλου]]{{{top_heading|==}}} | ||
− | |||
{{:Προκαρυωτικές ασθένειες αμπέλου|top_heading={{{top_heading|==}}}=}} | {{:Προκαρυωτικές ασθένειες αμπέλου|top_heading={{{top_heading|==}}}=}} | ||
[[σχετίζεται με::Αμπέλι| ]] | [[σχετίζεται με::Αμπέλι| ]] | ||
− | |||
[[Category:Κατάλογος]] | [[Category:Κατάλογος]] |
Αναθεώρηση της 09:32, 17 Δεκεμβρίου 2013
Μυκητολογικές ασθένειες
Περονόσπορος
Ο περονόσπορος αποτελεί τη σπουδαιότερη μυκητολογική ασθένεια της αμπέλου η οποία είναι ευρύτατα διαδεδομένη στις περισσότερες χώρες του κόσμου. Το έτος 1900 σημειώθηκε η πρώτη σοβαρή επιδημία περονόσπορου στην Ελλάδα, η οποία κατέστρεψε τα 2/3 της αναμενόμενης παραγωγής. Από τότε η ασθένεια ενδημεί στη χώρα μας και απειλεί κατά έτος την παραγωγή στις υγρές και με συχνές βροχοπτώσεις περιφέρειες. Οι ξηρές περιοχές δεν κινδυνεύουν από την ασθένεια.
Ο περονόσπορος προσβάλλει όλα τα νέα όργανα του φυτού τα οποία είναι ακόμα πράσινα (φύλλα, νεαρούς βλαστούς, σταφύλια). Τα ξυλοποιημένα όργανα δεν προσβάλλονται. Στα νεαρά φύλλα σχηματίζονται κηλίδες κυκλικές χρώματος ανοιχτού πράσινου ή κιτρινοπράσινου. Επειδή οι κηλίδες δίνουν την εντύπωση «λαδιάς» είναι γνωστές σαν «κηλίδες ελαίου» και εμφανίζονται στην περιφέρεια του ελάσματος. Πάντως πολλές φορές οι κηλίδες μπορεί να καταλάβουν μεγαλύτερη ή ολόκληρη την επιφάνεια των φύλλων. Το κέντρο της κηλίδας αργότερα αποκτά χρώμα καστανό και τελικά αποξηραίνεται και συχνά σχίζεται. Τα έντονα προσβεβλημένα φύλλα αποξηραίνονται και πέφτουν. Εφόσον υπάρχει υψηλή ατμοσφαιρική υγρασία, στην κάτω επιφάνεια του ελάσματος σχηματίζονται οι λευκές χιονώδεις εξανθήσεις των καρποφοριών του μύκητα που βγαίνουν από τα στόματα του φύλλου.
Στα ώριμα και ηλικιωμένα φύλλα ή στα φύλλα των ανθεκτικών ποικιλιών, η εξάπλωση του παθογόνου μέσα στους ιστούς δυσχεραίνεται από τις νευρώσεις του ελάσματος και έτσι σχηματίζονται μικρές, πολυγωνικές κηλίδες διαμέτρου 1–7 mm και χρώματος ανοιχτού πράσινου, κίτρινου, καστανού ή ενδιάμεσων αποχρώσεων. Οι κηλίδες είναι συχνά πολυάριθμες, σχηματίζονται η μια δίπλα στην άλλη, συνήθως κατά μήκος των κεντρικών νευρώσεων και δίνουν την εντύπωση μωσαϊκού. Το σύμπτωμα που προκαλείται ονομάζεται κηλίδες μωσαϊκού ή σταυροβελονιά.
Με πολύ υγρό καιρό, είναι δυνατόν να εμφανιστούν στα φύλλα οι λευκές εξανθήσεις του παράσιτου χωρίς προηγουμένως να έχει σχηματισθεί κηλίδα στο έλασμα.
Οι προσβολές των άνθεων και σταφυλιών εκδηλώνονται με ποικιλία συμπτωμάτων ανάλογα με την εποχή μολύνσεως και του προσβαλλόμενου μέρους. Η μόλυνση μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε σημείο του κεντρικού ή των πλαγίων αξόνων της ταξιανθίας. Από το σημείο της εισόδου το παθογόνο μπορεί να προχωρήσει σε μεγάλο μήκος του άξονα ή να σχηματίσει περιορισμένη κηλίδα. Όταν η μόλυνση γίνει πριν την άνθηση, τα άνθη μαραίνονται και πέφτουν. Τα άνθη μπορεί να μολυνθούν είτε με απευθείας διάτρηση είτε έμμεσα από τον ποδίσκο τους.
Μετά τη γονιμοποίηση οι ράγες μολύνονται μόνο εμμέσως από τον ποδίσκο. Οι νεαρές προσβεβλημένες ράγες έχουν χρώμα καστανοπράσινο, αλλά όταν καλύπτονται από εξανθήσεις που βγαίνουν από σχισμές της επιδερμίδας αποκτούν μια τεφρή απόχρωση. Η ασθένεια σε αυτό το στάδιο λέγεται «τεφρή σήψη». Τα σταφύλια γίνονται όλο και πιο ανθεκτικά στις μολύνσεις καθώς ωριμάζουν. Έτσι στις ράγες που προσβάλλονται αργότερα και μέχρι της εποχής του «γυαλίσματος» η εξάπλωση του παράσιτου γίνεται μόνο στους εσωτερικούς ιστούς της ράγας οι οποίοι αποκτούν χρώμα καστανό και διακρίνονται εξωτερικώς από τη διαφάνεια της υγιούς σάρκας. Οι ράγες αυτές γίνονται δερματώδεις, ζαρώνουν, αποκτούν χρώμα καστανό με πράσινες αποχρώσεις και συχνά πέφτουν. Η μορφή αυτή των συμπτωμάτων ονομάζεται καστανή σήψη και δεν καλύπτεται από εξανθήσεις του μύκητα.
Οι βλαστοί προσβάλλονται όταν είναι νέοι και τρυφεροί και κατά τα έτη που επικρατούν ιδιαίτερα ευνοϊκές συνθήκες για την ασθένεια. Η ασθένεια οφείλεται στον μύκητα Plasmopara viticola. Διαχειμάζει κυρίως με τα ωοσπόρια (εγγενής μορφή), που απαιτούν μια «περίοδο ωρίμανσης» και ελεύθερη υγρασία (σταγόνες νερού π.χ. λόγω βροχής ή άλλης αιτίας) για να βλαστήσουν. Αυτά είναι υπεύθυνα για τις πρωτογενείς μολύνσεις, που ξεκινούν από βλαστούς και φύλλα κοντά στο έδαφος. Ευνοϊκές συνθήκες για μολύνσεις είναι όταν επικρατούν θερμοκρασίες 15-27oC, σχετική υγρασία >85% κι ακολουθήσει βροχή. Το παθογόνο μολύνει τα βλαστικά όργανα του αμπελιού από τα στομάτια και το μυκήλιο αναπτύσσεται στους μεσοκυττάριους χώρους. Εκεί ο μύκητας αναπαράγεται αγενώς, σχηματίζοντας κονίδια. Αυτά μεταφέρονται με τον άνεμο και αποτελούν μολύσματα για την πραγματοποίηση των δευτερογενών μολύνσεων. Προσβάλλουν τα νέα φύλα στο ίδιο ή σε άλλα πρέμνα. Για να είναι επιτυχής η μόλυνση θα πρέπει τα φύλλα να παραμείνουν βρεγμένα για κάποιες ώρες, ανάλογα με την θερμοκρασία.
Κρίσιμη περίοδος για την ανάπτυξη της ασθένειας θεωρείται ο Μάιος, διότι ανεβαίνει η θερμοκρασία, ο μύκητας συμπληρώνει το βιολογικό του κύκλο συντομότερα και προκαλεί πολυάριθμες νέες προσβολές. Επιπλέον, την ίδια περίοδο η βλαστική ανάπτυξη της αμπέλου είναι ταχύτατη, με αποτέλεσμα να σχηματίζει συνεχώς νέους ιστούς, οι οποίοι είναι ευπαθείς στις μολύνσεις. Για την καταπολέμηση της ασθένειας, εκτελούνται προληπτικοί ψεκασμοί με κατάλληλα μυκητοκτόνα αποτελεί τη βάση αντιμετώπισης του περονόσπορου . Για να είναι αποτελεσματικοί αυτοί οι ψεκασμοί θα πρέπει είτε να γίνονται πολύ συχνές επεμβάσεις, ώστε οι συνεχώς σχηματιζόμενοι ευπαθείς ιστοί της αμπέλου να είναι πάντοτε καλυμμένοι με μυκητοκτόνο, είτε να λειτουργεί η λεγόμενη υπηρεσία προειδοποιήσεων στις διάφορες αμπελουργικές περιφέρειες που θα προειδοποιεί τους αμπελουργούς να επέμβουν. Στη χώρα μας η αντιμετώπιση της ασθένειας γίνεται με ένα πρόγραμμα προληπτικών ψεκασμών το οποίο βασίζεται στα στάδια βλάστησης της αμπέλου, τις καιρικές συνθήκες των αμπελουργικών περιοχών και την πορεία της ασθένειας. Έτσι στις περιοχές που δεν υφίσταται συνήθως πρόβλημα (π,χ Αττική), συνιστάται ένας ψεκασμός ασφαλείας όταν οι βότρεις απομακρυνθούν από τα φύλλα που τους περιβάλλουν. Στις περιοχές όπου υφίσταται πρόβλημα (περιοχές με πολύ υψηλή σχετική υγρασία και συχνές βροχοπτώσεις κατά την άνοιξη) συνιστώνται οι ακόλουθοι 4 ψεκασμοί.
- Όταν οι βλαστοί έχουν μήκος 8–10 cm
- Μετά από 10 ημέρες
- Λίγο πριν την άνθηση (στάδιο μούρου)
- Λίγο μετά τη γονιμοποίηση
Σε περιοχές ιδιαίτερα υγρές και έτη εντόνου επιδημίας συνιστάται επίσης η εκτέλεση ενός ψεκασμού με βορδιγάλιο πολτό μετά τον τρυγητό. Κατά τους δύο πρώτους ψεκασμούς πρέπει να αποφεύγονται τα χαλκούχα μυκητοκτόνα γιατί προκαλούν ανάσχεση της βλάστησης.
Ωΐδιο αμπέλου
Το ωΐδιο είναι μία από τις πιο σοβαρές ασθένειες του αμπελιού και είναι διαδεδομένη σε όλες τις αμπελουργικές περιοχές του κόσμου. Για πρώτη φορά η ασθένεια περιγράφηκε στην Βόρεια Αμερική, ενώ στην Ευρώπη εμφανίστηκε το 1845. Στη χώρα μας, όπου καλλιεργείται αμπέλι η ασθένεια είναι γνωστή με πολλά κοινά ονόματα (στάχτωμα, θειαφασθένεια, χολέρα, μπάστρα, μπασαράς).
Προσβάλλονται όλα τα υπέργεια τμήματα του φυτού (βλαστοί, φύλλα, τσαμπιά, κληματίδες). Αρχικά, εμφανίζονται στα φύλλα ασαφείς χλωρωτικές κηλίδες, οι οποίες στη συνέχεια καλύπτονται από λευκό χνούδι (εξάνθιση μύκητα = επιφυτικό μυκήλιο, καρποφορίες, σπόρια). Η προσβολή μπορεί να επεκταθεί και να καλύψει ολόκληρο το έλασμα. Επιπλέον, λόγω της ανάπτυξης του παθογόνου, παρατηρείται κυματοειδής παραμόρφωση της περιφέρειας των φύλλων.
Παρόμοια συμπτώματα και αλλοιώσεις παρατηρούνται στους προσβεβλημένους βλαστούς και στους βότρεις. Επιπλέον, αν η προσβολή γίνει πριν την άνθηση παρατηρείται ανθόρροια.
Οι ράγες των σταφυλιών καλύπτονται και αυτές από τις εξανθήσεις του παθογόνου στα σημεία προσβολής. Εάν οι ράγες προσβληθούν όταν είναι μικρές, ξηραίνονται και πέφτουν. Επιπλέον, η προσβολή στα σταφύλια προκαλεί σχίσιμο των ραγών, οπότε συνήθως ακολουθούν δευτερογενείς προσβολές από άλλα παθογόνα (π.χ. βοτρύτης), που ολοκληρώνουν τη ζημιά στα τσαμπιά. Όταν οι ράγες προσβληθούν μετά το «γυάλισμα» δεν σχίζονται αλλά παρουσιάζουν εσχαρώσεις. Οι ράγες είναι ευπαθείς μέχρι να αποκτήσουν περιεκτικότητα 8% σε σάκχαρο.
Πολύ συχνά παρατηρούνται όψιμες προσβολές στις κληματίδες. Στην αρχή εμφανίζονται οι χαρακτηριστικές κηλίδες του ωϊδίου, οι οποίες στην συνέχεια καλύπτονται από λευκή εξάνθηση. Αργότερα, εξελίσσονται σε κοκκινοκαστανές περιοχές, οι οποίες διακρίνονται και κατά την χειμερινή περίοδο.
Η ασθένεια του ωϊδίου οφείλεται στον ασκομύκητα Uncinula necator (Erysiphacae). Κατά την διάρκεια του χειμώνα, διαχειμάζει μέσα στους οφθαλμούς (μάτια) με τη μορφή μυκηλίου ή σπανιότερα, με τα όργανα αναπαραγωγής του (κλειστοθήκια). Ο μύκητας αναπτύσσεται στην επιφάνεια των φυτικών ιστών (εκτοπαράσιτο), ενώ στέλνει μυζητήρες μέσα στα κύτταρα για να τρέφεται. Η νέα βλάστηση η οποία θα προέλθει από τους προσβεβλημένους οφθαλμούς, καλύπτεται γρήγορα από ένα λευκό χνούδι, όπου ο μύκητας αρχίζει να αναπαράγεται σχηματίζοντας τα σπόριά του (κονίδια). Τα σπόρια μεταφέρονται σε γειτονικούς βλαστούς ή πρέμνα προκαλώντας νέες μολύνσεις. Ιδιαίτερα ευαίσθητοι είναι οι τρυφεροί ιστοί, ενώ συνήθως δεν μολύνει φύλλα ηλικίας μεγαλύτερης των δύο μηνών, εκτός και αν αναπτύσσονται σε πολύ σκιερά μέρη. Στη συνέχεια, προσβάλλονται τα σταφύλια και η ασθένεια εξαπλώνεται σε όλο τον αμπελώνα εφόσον οι συνθήκες είναι ευνοϊκές.
Γενικά, η ασθένεια ευνοείται από θερμό καιρό, όχι όμως και σε θερμοκρασίες μεγαλύτερες από 35oC. Θα πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι ο μύκητας αναπτύσσεται καλύτερα στα σκιαζόμενα μέρη του φυτού, επειδή ο ήλιος περιορίζει την ανάπτυξή του. Για την βλάστηση των σπορίων του δεν είναι απαραίτητη η ύπαρξη νερού επάνω στην φυτική επιφάνεια. Αυτό σημαίνει, ότι ακόμα και σε συνθήκες ξηρασίας είναι δυνατό να ξεκινήσει η μόλυνση.
Η καλύτερη μέθοδος αντιμετώπισης του ωϊδίου είναι η πρόληψη. Η μη έγκαιρη καταπολέμηση μπορεί να προκαλέσει σημαντική μείωση της παραγωγής και υποβάθμιση της ποιότητας του προϊόντος. Για την επιτυχημένη αντιμετώπιση του ωϊδίου συστήνονται εφαρμογές σύμφωνα με το πρόγραμμα Γεωργικών Προειδοποιήσεων ή στο στάδιο των 2-3 φύλλων, λίγο πριν την άνθηση και μετά το δέσιμο, με επαναλήψεις ανάλογα με την πίεση προσβολής. Συμπληρωματικά, συστήνονται καλλιεργητικά μέτρα (σωστό κλάδεμα, κορυφολόγημα, ξεφύλλισμα, ενδεδειγμένη λίπανση με άζωτο) για την αποφυγή δημιουργίας ευνοϊκών συνθηκών για το παθογόνο.
Ίσκα
Είναι διαδεδομένη ασθένεια του ξύλου που προσβάλλει κυρίως πρέμνα ηλικίας 10 ετών και άνω. Αναπτύσσεται συνήθως αργά και έχει ως αποτέλεσμα την σταδιακή ξήρανση των πρέμνων ή σπανιότερα την απότομη ξήρανσή τους (αποπληξία).
Τα πρώτα συμπτώματα εμφανίζονται στα φύλλα συνήθως αργά το καλοκαίρι (Αύγουστο). Αυτά παρουσιάζουν χαρακτηριστικές χλωρώσεις περιφερειακά και μεταξύ των νεύρων, οι οποίες τελικά μετατρέπονται σε νεκρώσεις. Οι προσβεβλημένοι βραχίονες και κεφαλές παρουσιάζουν διογκώσεις λόγω υπερπλασίας των ιστών. Οι οφθαλμοί δεν εκπτύσσονται και μπορεί να ξεραθεί ολόκληρη η κεφαλή. Τα ασθενή πρέμνα ζουν συνήθως μερικά χρόνια, εμφανίζοντας καχεκτική βλάστηση και αποξήρανση ορισμένων κληματίδων. Το πιο χαρακτηριστικό σύμπτωμα της ασθένειας είναι ο κίτρινος μεταχρωματισμός στο εσωτερικό ξύλο (καρδιόξυλο), το οποίο λόγω σήψης γίνεται μαλακό, πορώδες και εύθριπτο. Απότομη ξήρανση των πρέμνων (αποπληξία) μπορεί να επέλθει το καλοκαίρι.
Η ασθένεια, αν και δεν έχει ακόμα αιτιολογηθεί πλήρως, αποδίδεται σε δύο βασιδιομύκητες, τον Phellinus igniarius και τον Stereum hirsutum. Αυτοί οι δύο μύκητες παρασιτούν πολλά είδη καρποφόρων και δασικών δένδρων, όπου σχηματίζουν τις καρποφορίες (βασιδιοκάρπια) και τα σπόριά τους. Η μόλυνση του πρέμνου γίνεται με τα σπόρια (βασιδιοκάρπια) των παθογόνων, τα οποία μεταφέρονται με τον άνεμο πάνω σε τομές κλαδεύματος ή άλλες πληγές και πραγματοποιούν την μόλυνση. Τα παράσιτα αναπτύσσονται αρχικά στην εντεριώνη και στη συνέχεια στο ξύλο. Η εξέλιξη της ασθένειας είναι αργή και από την μόλυνση μέχρι την εκδήλωση των συμπτωμάτων μεσολαβούν μερικά χρόνια. Η ασθένεια είναι δυνατό να εμφανιστεί (σπάνια) σε νεαρά πρέμνα και οφείλεται στην χρησιμοποίηση μολυσμένου πολλαπλασιαστικού υλικού, το οποίο προέρχεται από προσβεβλημένα πρέμνα, τα οποία δεν έχουν εκδηλώσει ακόμα συμπτώματα.
Σε προσβεβλημένους αμπελώνες συνίσταται ψεκασμός με κατάλληλα σκευάσματα. Ο ψεκασμός αυτός πρέπει να γίνεται πριν το φούσκωμα των οφθαλμών και όταν τα πρέμνα βρίσκονται σε πλήρη λήθαργο. Παράλληλα με την χημική αντιμετώπιση θα πρέπει να λαμβάνονται διάφορα μέτρα υγιεινής που αποσκοπούν στον περιορισμό του μολύσματος, όπως εκρίζωση και κάψιμο των προσβεβλημένων πρέμνων, καταστροφή των καρποφοριών του μύκητα που σχηματίζονται σε γειτονικά οπωροφόρα ή δασικά δένδρα ή σε πασσάλους. Επιπλέον, το πολλαπλασιαστικό υλικό (εμβόλια, μοσχεύματα, καταβολάδες) θα πρέπει να προέρχεται από τελείως υγιείς αμπελώνες. Προληπτικά, θα πρέπει να γίνεται απολύμανση των μεγάλων τομών κλαδέματος.
Φώμοψη
Η ασθένεια είναι διαδεδομένη σχεδόν σε όλες τις αμπελουργικές περιοχές της χώρας μας. Τις τελευταίες δεκαετίες, άρχισε να προσελκύει σημαντικά την προσοχή όλων των εμπλεκομένων στην αμπελουργία, διότι μπορεί να προκαλέσει μεγάλες ζημιές : νέκρωση κεφαλών και βραχιόνων. Προσβάλλονται κυρίως οι βλαστοί, οι κληματίδες και οι βραχίονες αλλά και τα φύλλα, οι μίσχοι και τα σταφύλια.
Τα σοβαρότερα συμπτώματα εμφανίζονται στις κληματίδες. Νωρίς την άνοιξη, οι προσβεβλημένες από το προηγούμενο έτος κεφαλές είναι νεκρές και δεν εκπτύσσονται οι οφθαλμοί. Οι νεκρές κεφαλές έχουν λευκό ή «ασημένιο» χρώμα και φέρουν μικροσκοπικά μαύρα στίγματα, οι καρποφορίες του παθογόνου (πυκνίδια). Αργότερα την άνοιξη, στα κατώτερα μέρη της ετήσιας βλαστησης (βλαστοί, κληματίδες βραχίονες) εμφανίζονται νεκρωτικές περιοχές, όπου η αντίστοιχη φλούδα τείνει να σκάζει, σχηματίζοντας επιμήκεις σχισμές. Σε έντονη προσβολή οι κληματίδες αποκτούν χλωρωτική εμφάνιση, νανισμό και τελικά ξηραίνονται.
Στα φύλλα η προσβολή εμφανίζεται με την μορφή μικρών κηλίδων ανοικτού πράσινου χρώματος που αργότερα γίνεται καστανόμαυρος. Η παρουσία πολυάριθμων κηλίδων μπορεί να οδηγήσει στη νέκρωση της επιφάνειας των φύλλων ή στην παραμόρφωσή τους. Τα συμπτώματα από την μόλυνση των μίσχων, των ελίκων της ράχης των τσαμπιών και των ποδίσκων εκδηλώνονται με το σχηματισμό επιμήκων νεκρωτικών κηλίδων με σχισμές, που στην συνέχεια ξηραίνονται. Το παθογόνο μπορεί να προσβάλλει και τις ράγες, οι οποίες συρρικνούνται και ξεραίνονται. Επάνω στην επιφάνεια των ραγών και των κληματίδων σχηματίζονται οι καρποφορίες του παθογόνου με την μορφή μικρών στιγμάτων. Στην περίπτωση αυτή ο φλοιός των κληματίδων αποκτά ένα πολύ χαρακτηριστικό λευκό χρώμα.
Η ασθένεια οφείλεται στον μύκητα Phomopsis viticola. Ο μύκητας διαχειμάζει στα προσβεβλημένα όργανα της αμπέλου (κληματίδες, κεφαλές, βραχίονες), όπου το χειμώνα σχηματίζει τις καρποφορίες (πυκνίδια) και τα σπόριά του (πυκνιδιοσπόρια). Τα σπόρια που θα ελευθερωθούν από εκεί, την άνοιξη θα μολύνουν τη νέα βλάστηση. Για την ελευθέρωση και διασπορά των σπορίων απαιτείται υγρός και βροχερός καιρός. Μεταφορά των μολυσμάτων γίνεται και με τα καλλιεργητικά εργαλεία ή και το πολλαπλασιαστικό υλικό.
Η πιο πιθανή περίοδος προσβολής είναι από την έκπτυξη των οφθαλμών την άνοιξη μέχρι οι βλαστοί να αποκτήσουν μήκος 15 εκ. Δροσερός και υγρός καιρός ευνοεί τις μολύνσεις, που μπορεί να συνεχιστούν μέχρι το «γυάλισμα». Περιοριστικός παράγοντας για την εξάπλωση της ασθένειας είναι οι υψηλές θερμοκρασίες του καλοκαιριού. Η ασθένεια αντιμετωπίζεται με προληπτικούς χειμερινούς ψεκασμούς (στο στάδιο της «δακρύρροιας»), στο «φούσκωμα» των ματιών, με την εμφάνιση των πρώτων φύλλων και μετά από 5 ημέρες. Επιπλέον, θα πρέπει να καταστρέφονται οι προσβεβλημένοι βραχίονες και οι κληματίδες.
Για να αποφεύγεται η μετάδοση της ασθένειας, συνίσταται απολύμανση των καλλιεργητικών εργαλείων και το πολλαπλασιαστικό υλικό να είναι τελείως υγιές. Συμπληρωματικά, θα πρέπει να λαμβάνονται όλα τα απαραίτητα καλλιεργητικά μέτρα που ευνοούν την καλή κυκλοφορία του αέρα μέσα στον αμπελώνα.
Νέκρωση βραχιόνων αμπέλου
Ασθένεια που οφείλεται στο μύκητα Eutypa lata. Πρόκειται για την ίδια ασθένεια που προσβάλλει τα πυρηνόκαρπα. Για περισσότερες λεπτομέρειες ακλουθήστε τον παρακάτω σύνδεσμο. Μυκητολογική ασθένεια πυρηνόκαρπων Νέκρωση βραχιόνων
Σηψιρριζίες αμπέλου
Σοβαρές ασθένειες της αμπέλου που οφείλονται στον Armillaria mellea, ή τον Rosellinia necatrix. Πρόκειται για την ίδια ασθένεια που προσβάλλει τα μηλοειδή. Για περισσότερες λεπτομέρειες ακολουθήστε τον παρακάτω σύνδεσμο. Μυκητολογική ασθένεια μηλοειδών Σηψιρριζίες.
Αδρομύκωση αμπέλου
Ασθένεια που οφείλεται στον μύκητα Verticillium dahliae. Πρόκειται για την ίδια ασθένεια που προσβάλλει τα πυρηνόκαρπα. Για περισσότερες λεπτομέρειες ακολουθήστε τον παρακάτω σύνδεσμο. Μυκητολογική ασθένεια πυρηνόκαρπων Αδρομυκώσεις.
Διάφορες μυκητολογικές ασθένειες αμπέλου
- Ψευδοφαιά σήψη. Από την ασθένεια προσβάλλονται τα σταφύλια και οι κληματίδες. Αποδίδεται στον ασκομύκητα Guignardia baccae, με ατελή μορφή τον Camarosporium flaccidum. Ο μύκητας αυτός θεωρείται σήμερα σαπροφυτικός ή δευτερογενές παράσιτο.
- Ανθράκωση ή Μαύρη Κηλίδωση. Προσβολή κληματίδων, φύλλων και καρπών. Οφείλεται στον ασκομύκητα Elsinoe ampelina, συν. Elsinoe viticola.
- Λευκή σήψη. Προσβολή σταφυλιών και κληματίδων. Οφείλεται στον μύκητα Coniella diplodiella.
- Σήψη κληματίδων. Οφείλεται στον Sclerotinia sclerotiorum.
- Διάφορες σήψεις των σταφυλιών (κυρίως μετασυλλεκτικές). Οφείλονται σε διάφορους μύκητες όπως: Aspergillus niger, Alternaria sp., Cladosporium sp., Rhizopus nigricans, Penicillium sp.
Τεφρά σήψη αμπέλου
Η τεφρά σήψη [1] είναι μια ασθένεια που οφείλεται στο μύκητα Botrytis cinerea, έχει παγκόσμια εξάπλωση και προσβάλλει όλα σχεδόν τα καλλιεργούμενα φυτά (καρποφόρα δέντρα και θάμνους, αμπέλι, κηπευτικά, βιομηχανικά, καλλωπιστικά).
Αποτελεί σοβαρό πρόβλημα [2] και πραγματική απειλή για την εμπορεύσιμη παραγωγή. Εκτός από τις ποσοτικές απώλειες υποβαθμίζει και την ποιότητα των προϊόντων, ενώ ζημιώνει την παραγωγή και μετασυλλεκτικά κατά την αποθήκευση και την μεταφορά. Αποτελεί πρόβλημα ιδιαίτερα για τις θερμοκηπιακές καλλιέργειες αλλά και για τις υπαίθριες.
Ο παθογόνος μύκητας αναπτύσσεται επί υγιών, γηρασμένων, εξασθενημένων ή νεκρών φυτικών ιστών, προσβάλλει φυτά κάθε ηλικίας, όλα σχεδόν τα φυτικά όργανα και προκαλεί αναλόγως του είδους και ηλικίας των ιστών και των συνθηκών του περιβάλλοντος, συμπτώματα διαφόρων τύπων. Στην άμπελο προσβάλλει όλα τα πράσινα υπέργεια μέρη του πρέμνου αλλά ιδιαίτερα σημαντικές είναι οι ζημιές που προκαλεί στα σταφύλια λίγο πριν και μετά τη συγκομιδή.
Η σημαντικότερη και σοβαρή ζημιά από την ασθένεια εκδηλώνεται στα σταφύλια κατά το φθινόπωρο όταν πλησιάζουν την ωρίμανση. Στην επιφάνεια μερικών ραγών εμφανίζεται μια διάχυτη καστανή κηλίδα η οποία επεκτείνεται τόσο σε έκταση όσο και σε βάθος. Η ράγα χάνει τη γυαλιστερή της όψη και η επιδερμίδα αποκολλάται από τη σάρκα εύκολα με ελαφρά πίεση του δακτύλου. Αργότερα η προσβολή επεκτείνεται σε όλη τη σάρκα με αποτέλεσμα να δημιουργείται μια μαλακή και υδαρής σήψη.
Με υγρή και βροχερή άνοιξη μπορεί να εμφανισθούν προσβολές των τρυφερών κληματίδων και φύλλων και των ανθέων. Οι προσβολές εκδηλώνονται υπό μορφή καστανών περιοχών στα μεσογονάτια ή στις τρυφερές κορυφές που προκαλούν σήψη και ξήρανση κορυφών και κληματίδων.
Για την καταπολέμηση της ασθένειας συνιστάται:
- Στις υγρές περιοχές και στις περιφέρειες που εμφανίζεται συχνά η σήψη των σταφυλιών συνιστώνται τρεις ψεκασμοί την άνοιξη στα εξής στάδια:
- κατά την πλήρη άνθηση,
- αμέσως μετά την άνθηση και
- πριν αρχίσει η διόγκωση των ραγών. Το φθινόπωρο μετά την έναρξη της ωρίμανσης των σταφυλιών συνιστώνται τουλάχιστον ένας ψεκασμός ο οποίος να επαναλαμβάνεται μία έως δύο εβδομάδες πριν από τη συγκομιδή. Τα μυκητοκτόνα που συνιστώνται για την καταπολέμηση της ασθένειας ανήκουν στις ακόλουθες τρεις κατηγορίες: Οργανικά μυκητοκτόνα ευρέως φάσματος δράσεως, διασυστηματικά της ομάδας των βενζιμιδαζολικών και ειδικής δράσεως της ομάδας των δικαρβοξιμιδικών.
- Λήψη μέτρων για την αποφυγή πληγών.
- Εφαρμογή συστήματος κλαδέματος και κατάλληλο ξεφύλλισμα για τον καλύτερο αερισμό των σταφυλιών.
- Αποφυγή υπερβολικής αζωτούχου λιπάνσεως.
Βιβλιογραφία
- ↑ "Ασθένειες καρποφόρων δέντρων και αμπέλου", Παναγόπουλος Χ., καθηγητής Φυτοπαθολογίας του Γ.Π.Α.
- ↑ Ιστοσελίδα Καλλιεργώ.gr, Βοτρύτης (Gray Mold)
Ιολογικές ασθένειες αμπέλου
Μολυσματικός εκφυλισμός αμπέλου
Η ασθένεια είναι ευρύτατα διαδεδομένη στις πιο πολλές χώρες του κόσμου που καλλιεργούνται αμπέλια και προξενεί πολλές ζημιές. Τα πρέμνα που έχουν προσβληθεί παρουσιάζουν μια συνεχή μείωση της παραγωγικότητάς τους μέχρι σχεδόν πλήρους ακαρπίας. Η ποιότητα των σταφυλιών είναι χαμηλή λόγω καρπόπτωσης. Τα προσβεβλημένα πρέμνα έχουν μικρότερη ανάπτυξη και ριζικό σύστημα απ’ ότι τα υγιή, μειωμένη παραγωγικότητα και μικρότερη διάρκεια ζωής. Τα κυριότερα συμπτώματα είναι τα ακόλουθα: Στις κληματίδες εμφανίζονται διπλοί κόμβοι και περισσότεροι πλάγιοι βλαστοί και έτσι αποκτά το πρέμνο μορφή θάμνου. Στα φύλλα εμφανίζονται διάφορες παραμορφώσεις όπως είναι η ακανόνιστη διάταξη των νεύρων του ελάσματος, ώστε τα φύλλα να μοιάζουν με βεντάλια. Τα πρωτογενή συμπτώματα στα φύλλα είναι διαφορετικά και συνίσταται στην εμφάνιση χλωρωτικών κηλίδων. Ο αριθμός και το μέγεθος των σταφυλιών είναι μικρότερος απ΄ ότι των υγιών πρέμνων. Οι ράγες πολύ συχνά πέφτουν ή παραμένουν μικρές και χωρίς σπέρματα. Παρατηρείται επίσης ανισορραγία. Ο ιός προσβάλλει όλες τις ποικιλίες του Vitis Vinifera. Ο ιός δεν μεταδίδεται με το σπόρο της αμπέλου. Η μετάδοση του ιού στον αμπελώνα γίνεται από το έδαφος με τους νηματώδεις Xiphinema index και Xiphinema italiae. Οι ζωϊκοί αυτοί φορείς προσλαμβάνουν τον ιό μετά από διατροφή στις ρίζες μολυσμένων πρέμνων και τον μεταδίδουν, μέσω των ριζών επίσης, στα υγιή πρέμνα. Οι νηματώδεις διατηρούν την μολυσματικότητά τους επί μήνες και κινούνται αργά μέσα στο έδαφος. Η μετάδοση του ιού σε μεγάλες αποστάσεις και σε αμόλυντους αγρούς γίνεται με το μολυσμένο πολλαπλασιαστικό υλικό (μοσχεύματα, εμβόλια, έρριζα υποκείμενα). Για την καταπολέμηση της ασθένειας χρησιμοποιούμε 3 τρόπους:
- Χρησιμοποίηση υγιούς πολλαπλασιαστικού υλικού.
- Σε περιπτώσεις που το έδαφος είναι μολυσμένο συνιστάται, πρό της εγκαταστάσεως του νέου αμπελώνα, αγρανάπαυση 10 ετών.
- Η χρησιμοποίηση ανθεκτικών υποκειμένων ή ποικιλιών.
Καρούλιασμα των φύλλων αμπέλου
Στην Ελλάδα έχουν παρατηρηθεί συμπτώματα καρουλιάσματος των φύλλων σε αμπέλι από το 1969 στη Λυκόβρυση Αττικής, ενώ στη συνέχεια εμφανίστηκαν και σε αμπελώνες της Θεσσαλίας και της Βόρειας Ελλάδας. Είναι σοβαρή ασθένεια γιατί μειώνει την ποιότητα και ποσότητα των παραγόμενων σταφυλιών, καθώς και η ευρωστία των πρέμνων είναι μειωμένη. Τα συμπτώματα είναι περισσότερο εμφανή στις έγχρωμες ποικιλίες και εμφανίζονται αναλόγως των κλιματολογικών συνθηκών, στις αρχές Ιουνίου ή τον Ιούλιο – Αύγουστο. Τα φύλλα καρουλιάζουν προς τα κάτω και παίρνουν από τη βάση της κλιματίδας έως και την κορυφή ερυθρό μεταχρωματισμό στις ερυθρές ποικιλίες ή κίτρινο μεταχρωματισμό σε λευκόκαρπες. Το έλασμα των φύλλων γίνεται παχύτερο του κανονικού. Το φθινόπωρο σε μερικά από τα εντόνως προσβεβλημένα φύλλα εμφανίζονται νεκρωτικές περιοχές στην πάνω επιδερμίδα του ελάσματος που θυμίζουν την περίπτωση τροφοπενίας καλίου. Συχνά οι ράγες προσβεβλημένων φυτών ωριμάζουν αργά και ακανόνιστα. Η ασθένεια αποδίδεται σε διάφορους ιούς του γένους Closterovirus.
Μέχρι σήμερα έχουν αναφερθεί οκτώ ορολογικά διαφορετικοί ιοί του γένους Closterovirus να προσβάλλουν το αμπέλι και οι οποίοι σχετίζονται με την ασθένεια της συστροφής των φύλλων. Πρόσφατα ένας νέος clostero-ιός με 74% ομολογία νουκλεοτιδίων και μικρή ορολογική σχέση με τον GLRaV-2 απομονώθηκε από πρέμνο της ποικιλίας Redglobe στην Καλιφόρνια. Ορολογική συγγένεια, με τη χρήση μονοκλωνικών αντισωμάτων, έχει επίσης βρεθεί μεταξύ των GLRaV-1 και -3, όπως και μεταξύ των GLRaV-4, -5, και -8. Μέχρι στιγμής μόνο οι GLRaV-1, -3 και -7 θεωρούνται αυθεντικά παθογόνα αίτια της ασθένειας αφού έχει αποδειχθεί ότι μπορούν να προκαλέσουν από μόνοι τους τα τυπικά συμπτώματα της ασθένειας. Επιπλέον ο GLRaV-2, έχει σχέση με την εκδήλωση ασυμφωνίας εμβολίου-υποκειμένου στο υποκείμενο Kober 5BB. Στη χώρα μας έχουν εντοπιστεί οι GLRaV-7, και GLRaV-1 και -3 όπου σε δείγματα με χαρακτηριστικά συμπτώματα της ασθένειας το 42,4% ήταν προσβεβλημένο από τον GLRaV-1 και το 47,8 από τον GLRaV-3 ενώ το 9,8% και από τους δύο.
Η ασθένεια μεταδίδεται με εμβολιασμό και όχι μηχανικώς. Ασφαλής διάγνωση της ιώσεως γίνεται με εμβολιασμό στην ποικιλία Cabernet Sauvignon ή Baco blanc. Για την καταπολέμηση χρησιμοποιείται πιστοποιημένο πολλαπλασιαστικό υλικό (εμβόλια, υποκείμενα, μοσχεύματα).
Βοθρίωση του ξύλου της αμπέλου
Στην Ελλάδα παρατηρήθηκε στις ποικιλίες Όψιμο Εδέσσης, Κορινθιακή, Ραζακί και Ροδίτης σε διαφόρους αμπελώνες της Μακεδονίας, Λαρίσης, Μαγνησίας και Πελοποννήσου. Το χαρακτηριστικό σύμπτωμα της ασθένειας είναι η εμφάνιση αυλακώσεων και βοθρίων επί του ξύλου του κορμού, που αποκαλύπτονται μετά την αφαίρεση του φλοιού. Το σύμπτωμα της ασθένειας εμφανίζεται κυρίως στα αμερικάνικα υποκείμενα των πρέμνων. Η ασθένεια δεν εμφανίζει τυπικά συμπτώματα σε πολλές ευρωπαϊκές ποικιλίες (π.χ Ροδίτης). Στις ευπαθείς ποικιλίες όπως είναι το Ραζακί το σύμπτωμα εμφανίζεται στον κορμό των προσβεβλημένων πρέμνων. Τα προσβεβλημένα πρέμνα έχουν μειωμένη ανάπτυξη, αδύνατες κλιματίδες και συχνά δεν παράγουν σταφύλια. Την άνοιξη παρουσιάζουν καθυστέρηση στην έκπτυξη των οφθαλμών. Η ασθένεια προκαλεί νανισμό των πρέμνων, μειωμένη παραγωγή και περιορισμένη διάρκεια ζωής. Η ασθένεια αποδίδεται στον ιό grapevine stem pitting associated closterovirus.
Στίξη της αμπέλου
Η ασθένεια που είναι γνωστή και ως Marbrure, είναι διαδεδομένη σε όλο τον κόσμο. Συμπτώματά της παρατηρήθηκαν πρόσφατα στη Χώρα μας στο υποκείμενο Vitis rupestris και στις ποικιλίες Ραζακί, Ροδίτης και Cardinal. Στις περισσότερες ποικιλίες η ασθένεια δεν εκδηλώνει συμπτώματα. Στα ευαίσθητα υποκείμενα ή ποικιλίες προκαλεί, στα νεαρά και μέσης ηλικίας φύλλα χλωρωτικές κηλίδες μήκους 1–3 mm κατά μήκος των νευρώσεων. Επίσης προκαλεί καρούλιασμα των φύλλων προς τα πάνω και μερικές φορές παραμόρφωση του ελάσματος. Οφείλεται στον ιό grapevine fleck virus, o oποίος εγκαθίσταται στο φλοιό και μεταδίδεται με εμβολιασμό. Η διάγνωση γίνεται με ορολογικές μεθόδους.
Νέκρωση των νεύρων της αμπέλου
Η ασθένεια αυτή της αμπέλου ανακαλύφθηκε στη Γαλλία. Είναι ευρύτατα διαδεδομένη αλλά στις πλείστες ευρωπαϊκές ποικιλίες δεν εμφανίζει συμπτώματα (λανθάνουσα μόλυνση).
Τα χαρακτηριστικά συμπτώματα της ασθένειας εμφανίζονται στο υποκείμενο Vitis rupestris X.V. berlandieri 11 OR και είναι τα ακόλουθα: Καχεκτική βλάστηση και νέκρωση κατά θέσεις των νεύρων των φύλλων της βάσεως των κληματίδων η οποία αργότερα επεκτείνεται και στα νεότερα φύλλα. Το παθογόνο φαίνεται ότι είναι ιός, αλλά δεν έχει ακόμα απομονωθεί.
Γλωσσίδια ή εκφύσεις της αμπέλου
Η ασθένεια αυτή της αμπέλου έχει παγκόσμια εξάπλωση και προσβάλλει πολλές ποικιλίες Vitis vinifera και τα αμερικάνικα υποκείμενα. Στη χώρα μας παρατηρήθηκε στην ποικιλία Ραζακί σε διάφορους αμπελώνες της Κρήτης.
Το χαρακτηριστικό σύμπτωμα της ασθένειας είναι ότι τα κατώτερα φύλλα της κληματίδας είναι μικρά, πολύ παραμορφωμένα (συνήθως έχουν μορφή βεντάλιας) και στην κάτω επιφάνεια του ελάσματος εμφανίζουν πολυάριθμες υπερπλασίες μορφής γλωσσιδίου, θηλής ή λοφίου. Τα γλωσσίδια έχουν ύψος 2-3mm, μήκος 3-5mm ή μεγαλύτερο και συνήθως αναπτύσσονται σε σχεδόν παράλληλη θέση κοντά στα κύρια νεύρα. Τα προσβεβλημένα πρέμνα βλαστάνουν με καθυστέρηση 15-20 ημερών από ότι τα υγιή και παράγουν μικρή και θαμνώδους εμφανίσεως βλάστηση. Η παραγωγή των πρέμνων είναι ελάχιστη. Η ασθένεια αποδίδεται συνήθως σε φυλή του ιού του μολυσματικού εκφυλισμού.
Μη μεταδοτικές ασθένειες αμπέλου
Τροφοπενίες
Τροφοπενία καλίου
Τα συμπτώματα της ασθένειας είτε εμφανίζονται σχετικά νωρίς (Ιουνίο – Ιούλιο) είτε αργά την εποχή ωριμάνσεως των σταφυλιών. Παρατηρείται περιφερειακή και μεσονεύριος χλώρωση του ελάσματος, ιδίως στα μέση ηλικίας φύλλα. Εκτός της χλώρωσης χαρακτηριστική είναι η στροφή της περιφέρειας του ελάσματος προς τα κάτω. Οι κληματίδες έχουν μικρό μήκος και είναι λεπτές. Είναι δυνατόν, σε έντονη έλλειψη καλίου, να εμφανιστούν νεκρώσεις στη ράχη και την άκρη των βοτρύων προ της ωρίμανσης των ραγών.
Η έλλειψη καλίου παρατηρείται τόσο σε βαριά και υγρά εδάφη, όσο και σε χαλικώδη και ξηρά. Συχνά η έλλειψη καλίου εμφανίζεται κατά τα έτη υψηλής παραγωγής ή υπερβολικής ξηρασίας. Ακόμα μπορεί να εμφανίζεται σε μεμονωμένα πρέμνα μέσα στον αμπελώνα. Τούτο οφείλεται στην κακή λειτουργία του ριζικού συστήματος λόγω ιδιαιτέρων προβλημάτων του πρέμνου.
Για την αντιμετώπιση της τροφοπενίας συνιστάται πλούσια καλιούχος λίπανση (200kg/στρέμμα θειικού καλίου).
Τροφοπενία σιδήρου
Στη τροφοπενία σιδήρου το έλασμα των νεωτέρων φύλλων εμφανίζεται χλωρωτικό εκτός από ένα λεπτό πράσινο δίκτυο των νευρώσεων. Τα συμπτώματα της ασθένειας αρχίζουν από τα φύλλα της κορυφής των βλαστών και προχωρούν προς τα κάτω. Η εκδήλωση τροφοπενίας ευνοείται από την υψηλή περιεκτικότητα του εδάφους σε ανθρακικό ασβέστιο και την υπερβολική υγρασία του εδάφους. Ο παράγων υγρασία του εδάφους έχει μεγάλη σημασία για την ένταση και έκταση της τροφοπενίας. Τα έτη που ο χειμώνας και η άνοιξη είναι σχετικά ξηροί, η χλώρωση σπανιότατα εμφανίζεται ακόμα και σε ασβεστούχα εδάφη. Επιπλέον ακόμα οι φωσφορικές λιπάνσεις εντείνουν την τροφοπενία σιδήρου. Για την αντιμετώπιση της χλώρωσης συνιστάται η αποφυγή όλων των επεμβάσεων που ευνοούν την εκδήλωσή της και η χορήγηση σιδήρου στο έδαφος. Καλά αποτελέσματα δίνει η προσθήκη οργανικού σιδήρου στο έδαφος νωρίς την άνοιξη. Σε περιπτώσεις ελαφράς χλώρωσης, συνίσταται ψεκασμός του φυλλώματος της αμπέλου με ένα από τα παραπάνω σκευάσματα. Ο ψεκασμός επαναλαμβάνεται επί της εκάστοτε νέας βλάστησης. (2-3 ψεκασμοί κατ’ έτος).
Τροφοπενία ψευδαργύρου
Η ασθένεια αυτή της αμπέλου εκδηλώνεται με μεσονεύριο χλώρωση των κορυφαίων φύλλων και με μικροφυλλία. Η καρποφορία είναι μικρή και τα σταφύλια είναι αραιά και φέρουν παραμορφωμένες ράγες. Η τροφοπενία ψευδαργύρου αντιμετωπίζεται με χειμερινό ψεκασμό με διάλυμα θειϊκού ψευδαργύρου 0,7%.
Τροφοπενία βορίου
Οι κληματίδες έχουν βραχέα μεσογονάτια, παρατηρείται μεσονεύριος χλώρωση στα φύλλα. Τα νεώτερα φύλλα είναι παραμορφωμένα, κατσαρά ή ασυμμέτρως ανεπτυγμένα. Οι ακραίοι οφθαλμοί νεκρούνται και παρατηρείται έκπτυξη πλάγιων οφθαλμών οι οποίοι παράγουν βραχείς και παραμορφωμένους βλαστούς. Στους βότρεις παρατηρείται μικρή καρπόδεση και οι ράγες είναι μικρές και άνισες. Πολλές ράγες δεν έχουν σπέρματα και ενίοτε εμφανίζεται εσωτερική φέλλωση των ραγών. Επίσης οι ράγες μπορεί να παρουσιάσουν ρωγμές, βυθισμένες θέσεις και ανώμαλη ωρίμανση.
Για την απαραίτητη διάγνωση της ασθένειας είναι απαραίτητη η χημική ανάλυση των φύλλων. Η έλλειψη βορίου είναι συχνότερη κατά τη διάρκεια ξηρών ετών. Η θεραπεία αυτής της ασθένειας της αμπέλου γίνεται με τη προσθήκη βόρακος στο έδαφος (2 – 5 kg/στρέμμα) κατά τη διάρκεια του χειμώνα ή αρχές άνοιξης. Μετά από τη πάροδο 3 – 4 ετών είναι πιθανό να επαναληφθεί η προσθήκη αλλά σε μειωμένη δόση (1 – 2 kg/στρέμμα ανά 3 – 4 έτη).
Ανθόπτωση - Μειωμένη καρπόδεση - Ανισορραγία
Το φαινόμενο αυτό είναι δυνατό να οφείλεται σε πολλούς μη παρασιτικούς ή παρασιτικούς παράγοντες. Οι συνηθέστεροι από αυτούς είναι: η έλλειψη επικονιάσεως, η κακή γονιμοποίηση, η μεγάλη ανθοφορία, η ατελής ανάπτυξη των μερών του άνθους της αμπέλου, η έλλειψη υδατανθράκων προ της άνθησης, διάφορες τροφοπενίες (βορίου, ψευδαργύρου), διάφορες ιώσεις, φυλλοξήρα.
Ζημιές από χαμηλές και υψηλές θερμοκρασίες
Ζημιές από ψύχος μπορεί να προκληθούν κατά την άνοιξη όταν αρχίζει έκπτυξη της νέας βλάστησης του αμπελιού, κατά το φθινόπωρο λόγω πρώιμων παγετών και κατά τη χειμερινή περίοδο όταν τα πρέμνα βρίσκονται σε λήθαργο. Η τρυφερή βλάστηση και τα άνθη βλάπτονται σε θερμοκρασίες -1oC μέχρι -3oC. Πρέμνα που βρίσκονται σε λήθαργο ζημιούνται σε θερμοκρασίες -12oC. Απότομη άνοδος της θερμοκρασίας μετά από περίοδο ταχείας βλάστησης προκαλεί αποξήρανση κορυφών των κληματίδων ή μεγαλύτερων μερών του πρέμνου. Η ζημιά εντείνεται περισσότερο όταν πνέουν ξηροί άνεμοι και το έδαφος είναι πολύ ξηρό. Σε μερικές ποικιλίες οι υψηλές θερμοκρασίες προκαλούν την εμφάνιση επί των ραγών κηλίδων διαφόρου μεγέθους και σχήματος. Οι κηλίδες εμφανίζονται στη μία πλευρά και είναι λίγο βυθισμένες. Έχουν χρώμα πράσινο ή ερυθροκαστανό αναλόγως του σταδίου ωριμάνσεως των σταφυλιών.
Τοξικότητες
α) Τοξικότητα χλωριούχων
Περιφερειακή νέκρωση του ελάσματος των παλαιότερων φύλλων που προχωρεί μεταξύ των νευρώσεων και τελικά ολόκληρο το έλασμα μπορεί να καταστραφεί. Είναι χαρακτηριστικό ότι η μετάβαση από το νεκρό στο υγιές μέρος του ελάσματος είναι απότομη. Παρατηρείται σε αμπελώνες που ποτίζονται με αλατούχο νερό ή βρίσκονται κοντά στη θάλασσα.
β) Τοξικότητα ζιζανιοκτόνων
Η άμπελος είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη στα ζιζανιοκτόνα που περιέχουν 2,4-διχλωρόφαινοξυοξικό οξύ). Παρατηρείται έντονη παραμόρφωση του ελάσματος, μικροφυλλία, κάμψη των κληματίδων, πλάτυνση, δημιουργία διπλών κόμβων των κληματίδων, καρπόδεση.
γ) Τοξικότητα φθορίου
Παρατηρείται νέκρωση των πλευρών και κορυφής του ελάσματος των φύλλων. Οι νεκρωμένοι ιστοί έχουν χρώμα ανοικτό κιτρινοκαστανό μέχρι υπέρυθρο – καστανό. Η ζημιά οφείλεται στη δράση φθοριούχων ενώσεων που ρυπαίνουν την ατμόσφαιρα σε περιοχές πλησίον βιομηχανιών μεταλλουργίας, κεραμικών, υαλουργίας, αλουμινίου και φωσφορικών λιπασμάτων.
Ξήρανση της ραχέως των βότρυων
Είναι μια από τις πλέον σοβαρές μη παρασιτικές ασθένειες της αμπέλου που προξενεί κάθε χρόνο σημαντικές ζημιές σε πολλές περιοχές. Είναι γνωστή με το όνομα «ξήρανση της ραχέως». Η ασθένεια παρουσιάζεται συνήθως κατά την αρχή της ωριμάνσεως των ραγών, αλλά σε σοβαρές περιπτώσεις μπορεί να εμφανισθεί και νωρίτερα. Στο ακραίο τμήμα του βότρυος οι ράγες μαραίνονται και στη συνέχεια ολόκληρο το τμήμα ξηραίνεται. Η μάρανση των ραγών είναι αποτέλεσμα της μη τροφοδότησής τους με νερό. Η ασθένεια ευνοείται από περιόδους εντόνου ηλιοφάνειας και υψηλών θερμοκρασιών, ιδίως μετά από περίοδο δροσερού και υγρού καιρού. Καλά αποτελέσματα για τον περιορισμό της ασθένειας επιτυγχάνεται με ψεκασμό των βοτρύων με διάλυμα 0,5% χλωριούχου ασβεστίου και 0,5% χλωριούχου μαγνησίου. Συνιστώνται δύο ψεκασμοί, ο πρώτος να γίνεται λίγο πριν την εκδήλωση των συμπτωμάτων και οι υπόλοιποι ανά 10 -15 ημέρες. Για τον περιορισμό της ασθένειας πρέπει να εφαρμόζονται και τα ακόλουθα συμπληρωματικά μέτρα: περιορισμός της καλιούχου λίπανσης και εκτέλεση καλλιεργητικών επεμβάσεων (χλωρά κλαδέματα, αποφύλλωση) που μειώνουν το ρυθμό βλάστησης των πρέμνων.
Προκαρυωτικές ασθένειες αμπέλου
Βακτηριακή νέκρωση
Η ασθένεια αυτή είναι πολύ διαδεδομένη στη χώρα μας και προκαλεί πολύ σοβαρές ζημιές στα πυρηνόκαρπα, ιδιαίτερα στην βερικοκιά (die back, gummosis), στο αμπέλι (dying arm), στα εσπεριδοειδή (ιδιαίτερα στην λεμονιά) και στην φιστικιά.
Η συμπτωματολογία της ασθένειας στα πυρηνόκαρπα, στα εσπεριδοειδή και στην φυστικιά, είναι κοινή. Το χαρακτηριστικό σύμπτωμα της προσβολής είναι η παρουσία διογκωμένων ελκών με επιμήκεις ρωγμές στα κλαδιά ή στον κορμό του δένδρου. Η μόλυνση ξεκινάει από τομές κλαδέματος απ' όπου συνήθως βγαίνει άφθονο κόμμι. Σε τομή του προσβεβλημένου τμήματος στην περιοχή των ελκών παρατηρείται χαρακτηριστικός καστανός μεταχρωματισμός του ξύλου. Τελικά, τα προσβεβλημένα κλαδιά και οι βραχίονες ξηραίνονται, συνήθως το καλοκαίρι. Στη βερυκοκιά, όπου απαντάται συχνότερα η ασθένεια, ιδιαίτερα ευπαθής ποικιλία είναι το Υπερπρώϊμο Τύρινθας ενώ λιγότερο ευαίσθητη η ποικιλία Μπεμπέκου.
Στο αμπέλι, η μόλυνση ξεκινά από τις τομές κλαδέματος, από όπου εισέρχεται ο μύκητας (παράσιτο πληγών). Οι προσβεβλημένοι ιστοί νεκρώνονται και παρατηρείται σε τομή καστανός μεταχρωματισμός του ξύλου, που παραμένει όμως σκληρό όπως το υγιές. Από τους προσβεβλημένους βραχίονες προκύπτει ασθενική και παραμορφωμένη βλάστηση (νάνοι βλαστοί, βραχυγονάτωση, παραμορφωμένα και χλωρωτικά φύλλα). Όταν η ασθένεια δεν έχει προχωρήσει ακόμη πολύ, νέα υγιής βλάστηση, χωρίς σταφύλια, μπορεί να καλύψει την ασθενική και μαζί και τις πρώτες ενδείξεις για την ασθένεια. Αυτή αναπτύσσεται αργά και έχει τελικό αποτέλεσμα την ξήρανση των πρέμνων.
Προσβάλλονται συνήθως πρέμνα ηλικίας πάνω από 10 ετών. Η ευπάθεια των τομών κλαδέματος εξαρτάται από την εποχή εκτέλεσής του. Όταν γίνει στην περίοδο ληθάργου (χειμώνας) οι τομές παραμένουν για μεγαλύτερο διάστημα ευπαθείς. Αντίθετα, αν γίνει όταν αρχίσει το «φούσκωμα των ματιών», οι τομές είναι πρακτικά ανθεκτικές λόγω της «δακρύρροιας» (εκροής χυμών), που εμποδίζει τη μόλυνση από τα σπόρια του μύκητα. Τομές κλαδέματος, που γίνονται στο τέλος του χειμώνα, παραμένουν ευπαθείς για μερικές εβδομάδες. Ανάμεσα στις ποικιλίες περισσότερο ευαίσθητες είναι το Σαββατιανό, η Σουλτανίνα, το Κάρντιναλ, το Ραζακί, το Ξινόμαυρο, το Ασύρτικο. Η ασθένεια προκαλείται από τον ασκομύκητα Eutypa lata με αγενή μορφή Cytospporina lata, η οποία δεν παίζει κάποιο ρόλο στον κύκλο της ασθένειας. Η ανάπτυξη των αναπαραγωγικών οργάνων του μύκητα (καρποφοριών, σπορίων) γίνεται αργά. Μετά την είσοδό του στο φυτό, ο μύκητας εγκαθίσταται αρχικά στο ξύλο, αργότερα στο κάμβιο και στο φλοιό, όπου αναπτύσσεται νεκρώνοντας τους ιστούς και σταδιακά προκαλεί την δημιουργία ελκών και τη νέκρωση βραχιόνων. Μετά 5 χρόνια από την μόλυνση στα ξηραμένα δένδρα ή στους νεκρούς προσβεβλημένους ιστούς σχηματίζονται οι καρποφορίες του (περιθήκια), απ’ όπου θα ελευθερώνονται τα ασκοσπόρια, τα οποία μεταφέρονται με τον αέρα σε μεγάλες αποστάσεις προκαλώντας νέες μολύνσεις. Πολύ σημαντικός παράγοντας για τον σχηματισμό των καρποφοριών του μύκητα και την ελευθέρωση των σπορίων του είναι η βροχή. Η μέση ετήσια βροχόπτωση μιας περιοχής πρέπει να είναι τουλάχιστο 420mm.
Για την αντιμετώπιση της ασθένειας συνιστώνται προληπτικά καταστροφή των προσβεβλημένων κλαδιών, αποφυγή εκτέλεσης μεγάλων τομών κατά το κλάδεμα, χρησιμοποίηση απολυμασμένων εργαλείων και απολύμανση των τομών κλαδέματος με τα κατάλληλα μέσα. Στις ευαίσθητες ποικιλίες σκόπιμο είναι επίσης να εκτελείται το κλάδεμα, όσο το δυνατόν αργότερα.
Καρκίνος
Σοβαρή ασθένεια της αμπέλου που οφείλεται στο βακτήριο Agrobacterium tumefaciens. Πρόκειται για την ίδια ασθένεια που προσβάλλει και τα μηλοειδή. Για λεπτομέρειες ακολουθήστε τον παρακάτω σύνδεσμο. Προκαρυωτική ασθένεια μηλοειδών Καρκίνος.
Ίκτερος
Η ασθένεια είναι γνωστή και με το όνομα «χρυσή». Στην Ελλάδα παρατηρήθηκε για πρώτη φορά το 1971 στην περιοχή της Λάρισας και αργότερα σε διάφορους αμπελώνες των Νομών Καβάλας και Μαγνησίας. Θεωρείται βέβαιο ότι η ασθένεια είναι διαδεδομένη και σε πολλές άλλες περιοχές της Χώρας μας.
Την άνοιξη παρατηρείται μια καθυστέρηση 1-2 εβδομάδων στην έκπτυξη των οφθαλμών στα προσβεβλημένα πρέμνα. Η βλάστηση στα ασθενή πρέμνα είναι μικρή, με μικρά μεσογονάτια και φύλλα καρουλιασμένα προς τα κάτω. Τα πλέον χαρακτηριστικά συμπτώματα εμφανίζονται στις αρχές του καλοκαιριού και γίνονται πιο έντονα το φθινόπωρο. Τα φύλλα κυρίως τα παλαιότερα και μεσαία, εμφανίζουν έντονο κιτρίνισμα κατά μήκος των κεντρικών νευρώσεων και κατά θέσεις ακανόνιστες κίτρινες κηλίδες οι οποίες αργότερα γίνονται νεκρωτικές. Οι κληματίδες, λόγω ελλιπούς ξυλοποιήσεως, παρουσιάζουν αυξημένη ελαστικότητα και κατά θέσεις δεν ωριμάζουν, γι' αυτό νεκρώνονται το χειμώνα.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό σύμπτωμα της ασθένειας αυτής της αμπέλου είναι η εμφάνιση στις αρχές του καλοκαιριού πολυάριθμων μικρών σχεδόν κυκλικών υπερυψωμένων κηλίδων που μοιάζουν με φλύκταινες στην επιφάνεια των κληματίδων. Οι βότρεις συνήθως αποξηραίνονται κατά την άνθηση. Η διάγνωση γίνεται με εμβολιασμό στην ποικιλία Baco 22A. Επίσης με μετάδοση σε ποώδεις ξενιστές και ορολογικές μεθόδους και τέλος με μοριακό υβριδισμό.
Η ασθένεια οφείλεται σε προκαρυωτικό οργανισμό τύπου μυκοπλάσματος. Το παθογόνο αίτιο μεταδίδεται με τον εμβολιασμό και με το έντομο Scaphoideus titanus (ομόπτερο τζιτζικάκι). Η ασθένεια έχει μέχρι τώρα διαπιστωθεί σε σοβαρή μορφή στις ποικιλίες Ραζακί και Ροδίτης και λιγότερο στις ποικιλίες Cardinal, Μοσχάτο Αμβούργου και Ιταλία. Για την καταπολέμηση της ασθένειας συνιστάται η χρησιμοποίηση πολλαπλασιαστικού υλικού που να προέρχεται από αποδεδειγμένως αμόλυντες περιοχές. Θεραπεία μολυσμένων κληματίδων μπορεί να γίνει με εμβάπτισή τους σε νερό θερμοκρασίας 50oC επί 45 λεπτά.
Ασθένεια Pierce
Πρόκειται για μια πολύ σοβαρή αδροβακτηριώση, που δύσκολα αντιμετωπίζεται.
Τα προσβεβλημένα πρέμνα παρουσιάζουν έντονη καχεξία, συμπτώματα ελλείψεως νερού, νέκρωση της περιφέρειας του ελάσματος των φύλλων, μειωμένη παραγωγή και τελικά ξηραίνονται. Την άνοιξη παρατηρείται καθυστερημένη, μέχρι 2 εβδομάδες, έκπτυξη των οφθαλμών στα χρονίως προσβεβλημένα πρέμνα. Στις κεφαλές και βραχίονες που εμφάνισαν συμπτώματα το προηγούμενο φθινόπωρο, η νέα βλάστηση παρουσιάζει έντονο νανισμό, παραμόρφωση των φύλλων και χλώρωση, μεταξύ των νευρώσεων του ελάσματος.
Τα ασθενή φύλλα ξηραίνονται βαθμιαία και πέφτουν ενώ οι μίσχοι τους παραμένουν προσκολλημένοι στις κληματίδες. Οι προσβεβλημένες κλιματίδες ξυλοποιούνται μόνο κατά θέσεις και τα παραμένοντα πράσινα μέρη τους νεκρώνονται από τις χαμηλές θερμοκρασίες του χειμώνα. Οι βότρεις των ασθενών κληματίδων, παύουν να αναπτύσσονται, μαραίνονται και αποξηραίνονται.
Το παθογόνο εγκαθίσταται και πολλαπλασιάζεται στα αγγεία του ενεργού ξύλου. Έχει ευρύτατο κύκλο ξενιστών. Πολλοί από τους αυτοφυείς ξενιστές του παθογόνου ενώ είναι μολυσμένοι δεν εμφανίζουν συμπτώματα. Τα φυτά αυτά αποτελούν σημαντικές εστίες διαχειμάσεως του βακτηρίου και πηγές μολυσμάτων για νέες προσβολές της αμπέλου. Η ασθένεια μεταδίδεται στη φύση με πάρα πολλά είδη εντόμων και με το πολλαπλασιαστικό υλικό. Δεν μεταδίδεται μηχανικώς.
Ο συνήθης χρόνος επωάσεως της ασθένειας είναι 30 ημέρες. Διάγνωση της ασθένειας μπορεί να γίνει με βάση τα συμπτώματα των πρέμνων ή με μετάδοσή σε φυτά δείκτες με εμβολιασμό ή με έντομα φορείς. Συχνά χρησιμοποιούνται σαν δείκτες οι ποικιλίες αμπέλου: Carignane, Emperor, Palomino. Επίσης χρησιμοποιείται η μέθοδος ELISA με απομόνωση του παθογόνου σε εκλεκτικά θρεπτικά υποστρώματα.
Η καταπολέμηση γίνεται με χρήση απολύτως υγιούς πολλαπλασιαστικού υλικού. Επιβάλλεται η αποφυγή εισαγωγής στη Χώρα μας πολλαπλασιαστικού υλικού φυτών – ξενιστών του παθογόνου από μολυσμένες χώρες (ΗΠΑ, Μεξικό).