Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Ασθένειες ψευδοκακίας"
Γραμμή 26: | Γραμμή 26: | ||
[[πόσο αφορά σε γεωργό::30| ]] | [[πόσο αφορά σε γεωργό::30| ]] | ||
[[πόσο αφορά σε γεωπόνο::30| ]] | [[πόσο αφορά σε γεωπόνο::30| ]] | ||
+ | [[κατάσταση δημοσίευσης::10| ]] | ||
[[Category:Κατάλογος]] | [[Category:Κατάλογος]] |
Αναθεώρηση της 11:11, 3 Ιουλίου 2015
Αρμιλλαρία
Η ασθένεια είναι διεθνώς διαδεδομένη και εντοπίζεται σε εύκρατες και τροπικές περιοχές. Τα πρώτα συμπτώματα της σήψης ρίζας της Αrmillaria είναι η ελλιπής ανάπτυξη ή μαρασμός των βλαστών, τα μικρά, κίτρινα φύλλα και η πρώιμη φυλλόρροια. Η διάγνωση στις προσβεβλημένες περιοχές γίνεται στο φλοιό, το περίβλημα της ρίζας, και στις ρίζες. Λευκές βεντάλιες μυκηλίων σχηματίζονται μεταξύ φλοιού και ξύλου. Αρχικά τα προσβεβλημένα δέντρα είναι σκόρπια, αλλά λόγω της διάδοσης του μύκητα απ' το αρχικό σημείο της μόλυνσης, εμφανίζονται κυκλικές περιοχές μολυσμένων δέντρων. Επειδή οι συγκεκριμένοι μύκητες εγκαθίστανται κατά κανόνα στις ρίζες, η ανίχνευσή τους είναι δυσχερής εκτός αν εμφανιστούν χαρακτηριστικοί μύκητες σαν μανιτάρια γύρω από τη βάση του δέντρου ή τα συμπτώματα καταστούν φανερά στη στεφάνη ή στο κάτω μέρος του μίσχου.
Η ασθένεια αυτή δεν είναι μόνιμα εγκατεστημένη εντός του εδάφους και πρέπει να επιβιώνει ως μυκήλια ή ριζόμορφα σε μεγάλες ρίζες και μίσχους. Πάνω σ' αυτές τις ρίζες ή τους μύκητες, ο μύκητας παραμένει ζωντανός για χρόνια, σαν παράσιτα σε ζωντανούς ιστούς που παίζουν ρόλο ξενιστή ή σαν σαπρόφυτα σε νεκρό υλικό από ξύλο. Ο μύκητας διασπείρεται με την επαφή με τη ρίζα ή μέσω ριζόμορφων, μαύρων χορδών από μυκητησιακά μυκήλια, οι οποίες μπορούν να αναπτυχθούν σε κάποιες αποστάσεις εντός του εδάφους και να έρχονται σ΄επαφή και να διαπερνούν τις ρίζες του εσπεριδοειδούς. Η ασθένεια εισβάλλει στις ρίζες και τη στεφάνη, περιτυλίγοντας τελικά την περιοχή της στεφάνης και καταστρέφοντας όλο το ριζικό σύστημα. Από το σημείο της μόλυνσης ο μύκητας εισβάλλει στις πλάγιες ρίζες και την περιοχή της στεφάνης, απ' όπου διαχέεται ως λευκά μυκήλια (σε πλάκες) στην περιοχή μεταξύ φλοιού και ξύλου. Αυτό διαφοροποιεί τον μύκητα από άλλους μύκητες που προκαλούν σήψη στο ξύλο. Το χειμώνα ο μύκητας συχνά σχηματίζει τσαμπιά μυκήτων στη βάση των μολυσμένων δέντρων, λίγες μέρες ύστερα από μια βροχόπτωση. Ο μύκητας χρειάζεται υγρασία στο έδαφος, γι' αυτό και σπάνια συνιστά πρόβλημα στις έρημες περιοχές.
Η αντιμετώπιση της ασθένειας συνίσταται κυρίως στην πρόληψή της. Αφού γίνει φανερή η μόλυνση, είναι πολύ δύσκολο να σωθεί το δέντρο. Αποφεύγουμε την καλλιέργεια σε μέρος που πιθανολογείται να έχει μολυνθεί από την ασθένεια. Τα προληπτικά μέτρα επικεντρώνονται στον έλεγχο του φυτωρίου από όπου θα γίνει η προμήθεια των δενδρυλλίων, στην αποφυγή της υπερβολικής υγρασίας και στον καθαρισμό των εργαλείων ώστε να μην μεταδοθεί το μόλυσμα. Θα μπορούσε επίσης να εφαρμοστεί σκεύασμα του μύκητα Trichoderma spp που δρα ανταγωνιστικά στην ανάπτυξη του μύκητα αυτού.
Ωΐδιο
Το ωΐδιο των φύλλων είναι μια πολύ σοβαρή ασθένεια κυρίως στα φύλλα της ψευδοκακίας και είναι διαδεδομένη σε όλες τις περιοχές του κόσμου.
Τα συμπτώματα της προσβολής είναι η εμφάνιση του μυκηλίου των κονιδιοφόρων και των κονιδίων του μύκητα υπό μορφή λευκών εξανθήσεων. Οι εξανθήσεις του παθογόνου που αποτελούνται από το επιφύτικα αναπτυσσόμενο μυκήλιο. Η προσβολή αυτή επεκτείνεται και καλύπτει σημαντικό μέρος ή ολόκληρη την επιφάνεια του φύλλου. Παρόμοιες εξανθήσεις παρατηρούνται και στους βλαστούς. Αντίθετα τα μεγάλης ηλικίας φυτικά όργανα (φύλλα, κλαδιά) προσβάλλονται σπανιότερα, σε περίπτωση όμως μόλυνσης δημιουργούνται κυκλικές ή και ακανόνιστου σχήματος περιοχές οι οποίες καλύπτονται από την λευκή εξάνθηση του μύκητα η οποία μπορεί αργότερα να οδηγήσει και σε νέκρωση. Καθώς τα φύλλα μεγαλώνουν, οι προσβεβλημένες περιοχές δεν μπορούν να παρακολουθήσουν την αύξηση με αποτέλεσμα τα φύλλα να καρουλιάζουν και να παραμορφώνονται.
Η ασθένεια αυτή οφείλεται στον παθογόνο μύκητα Erysiphe martii που ανήκει στους ασκομύκητες και είναι υποχρεωτικό παράσιτο. Το μυκήλιο είναι λεπτό και σχηματίζει βραχείς, απλούς κονιδιοφόρους στους οποίους παράγονται αλυσίδες με κονίδια. Το κονίδια είναι ελλειψοειδή μέχρι και κυλινδρικά. Το παθογόνο διαχειμάζει υπό μορφή μυκηλίου μέσα στους οφθαλμούς. Οι Πρώτες μολύνσεις κατά την άνοιξη προέρχονται κυρίως από τα κονίδια που παράγονται στο μυκήλιο που αναπτύσσεται μαζί με την νέα βλάστηση από τους οφθαλμούς που είναι μολυσμένοι. Τα κονίδια μεταφέρονται με τον άνεμο αλλά όχι σε μεγάλες αποστάσεις, και όταν βρεθούν σε ευπαθείς ιστούς βλαστάνουν και προκαλούν τις νέες μολύνσεις. Άριστες συνθήκες ανάπτυξης του μύκητα είναι θερμοκρασία 15oC κατά τη διάρκεια της νύχτας με σχετική υγρασία μεγαλύτερη από 90%. Επίσης θερμοκρασία 26oC κατά τη διάρκεια της ημέρας με σχετική υγρασία 40-70% ευνοούν την ωρίμανση και απελευθέρωση των κονιδίων του μύκητα από τις προσβεβλημένες φυτικές επιφάνειες.
Για την αντιμετώπιση της ασθένειας κάνουμε αφαίρεση και κάψιμο των προσβεβλημένων φύλλων στο τέλος της καλλιεργητικής περιόδου καθώς και των πεσμένων στο έδαφος φύλλων. Επιπλέον εφαρμόζονται και άλλα χημικά μέτρα, όπως η εφαρμογή θείου από την έναρξη της βλάστησης και για όλη την περίοδο όταν η θερμοκρασία είναι μικρότερη από 28oC. 'Όταν η θερμοκρασία είναι πάνω από 28oC το θείο πρέπει να εφαρμόζεται τις πρωινές ώρες γιατί υπάρχει κίνδυνος να προκληθούν εγκαύματα. Σε βαριές προσβολές μπορούν να γίνουν ψεκασμοί με διθειοκαρβαμιδικά σκευάσματα.
Φυτοφθόρα
Στην Ελλάδα θεωρείται από τα σοβαρότερα φυτοπαθολογικά προβλήματα της ψευδοκακίας διότι τα προσβεβλημένα δένδρα συνήθως ξηραίνονται. Τα προσβεβλημένα δένδρα παρουσιάζουν χλώρωση των φύλλων, περιορισμένη βλάστηση και συχνά μέχρι την τελική ξήρανση, έντονη καρποφορία. Τα συμπτώματα, τα αίτια καθώς και οι τρόποι αντιμετώπισης είναι παρόμοια με την προσβολή της ασθένειας αυτής στην καρυδιά.
Αδρομυκώσεις
Οι αδρομυκώσεις είναι πολύ σοβαρές, πολλές φορές βραδέως εξελισσόμενες ασθένειες, που οφείλονται σε προσβολή των αγγειωδών ιστών από μύκητες. Τα ασθενή φυτά εκδηλώνουν σε μερικούς βλαστούς η σ’ ολόκληρο το φύλλωμα συμπτώματα μαρασμού και κακής διατροφής που τελικά καταλήγουν στην αποξήρανση κλάδων ή ολόκληρου του φυτού. Αδρομυκώσεις προκαλούν διάφορα γένη μυκήτων, αλλά οι περισσότερες, πλέον εξαπλωμένες και σοβαρότερες είναι οι ασθένειες που οφείλονται σε μύκητες του γένους Verticillium albo – atrum που παρατηρούνται στην ψευδοκακία.
Ο μύκητας Verticillium αlbo – atrum ζει στο έδαφος και κατά προτίμηση σε υγρά εδάφη, ως σαπρόφυτο και μολύνει τα δέντρα μπαίνοντας συνήθως από τις ρίζες αλλά και από πληγές του κορμού και των κλαδιών. Αναπτύσσεται μέσα στον ξυλώδη ιστό και κυρίως μέσα στους αγωγούς των ιστών, από το ύψος των ριζών ως τα άνθη και τους καρπούς. Οι προσβολές αυτού του τύπου είναι γνωστές ως αδρομυκώσεις, παρουσιάζουν δε εξωτερικά μάρανση και νέκρωση από το κορυφαίο τμήμα του δένδρου, γιατί από τις δημιουργούμενες τυλώσεις ή κομμιώδεις ουσίες μέσα στους αγωγούς ιστούς, δεν μεταφέρεται νερό στα ανώτερα τμήματα του δένδρου. Εξωτερικά συμπτώματα είναι η μάρανση των φύλλων και ξήρανση του δένδρου από την κορυφή προς τα κάτω. Εσωτερικά, με τομή στους βλαστούς παρατηρούμε πράσινο – καφετί κατά στίγματα ή συνεχή, δακτύλιο, κυρίως στο εξωτερικό σομφό ξύλο. Η μάρανση είναι συνήθως απότομη η γίνεται σιγά σιγά, με την νέκρωση του ενός, μετά το άλλο των κλαδιών, ως ότου μαραθεί όλη η κόμη. Η μάρανση οφείλεται στην έκκριση από τον μύκητα, τοξινών. Κάτω από το νεκρό τμήμα του δέντρου πιθανόν να αναπτυχθούν κορμοβλαστήματα, όπου μπορεί να έχουμε μια βλεννώδη έκκριση.
Οι βερτισιλλιώσεις των δένδρων προκαλούνται από τον αδηλομύκητα V. αlbo-atrum (μορφή σκούρου διαχειμάζοντος μυκηλίου). Ο Verticillium αlbo-atrum αναπτύσσεται σε μέσες θερμοκρασίες από 20-24oC και είναι περισσότερο διαδεδομένος σε ψυχρές περιοχές με υγρό κλίμα όπως εκείνες της Βορείου Ευρώπης. Το παθογόνο διατηρείται στο έδαφος και επιβιώνει για παρα πολλά χρόνια (μέχρι 8-14 χρόνια) ακόμη και χωρίς την παρουσία ευπαθών ξενιστών. Επιβιώνει κυρίως με τα μικροσκληρώτια αλλά και σαν μυκήλιο και κονίδια στα προσβεβλημένα υπολείμματα της καλλιέργειας. Ένας άλλος τρόπος διαιώνισης του παθογόνου και αύξησης των μολυσμάτων του στο έδαφος είναι τα διάφορα ζιζάνια-ξενιστές στα οποία διαχειμάζει το παθογόνο. Μερικά απ’ αυτά όταν μολυνθούν εμφανίζουν συμπτώματα, ενώ αρκετά άλλα ενώ έχουν στα αγγεία τους τον μύκητα δεν εκδηλώνουν συμπτώματα αλλά συντελούν και αυτά με την ενσωμάτωσή τους στο έδαφος στον εμπλουτισμό του με μολύσματα (κυρίως μικροσκληρώτια).
Γενικά ο συνδυασμός στράγγισης του εδάφους και λίπανσης με θειϊκή αμμωνία δίνει πολύ καλά αποτελέσματα. Ειδικότερα στα φυτώρια που το έδαφος είναι μολυσμένο από τον μύκητα συνιστάται η απολύμανση του εδάφους με χλωροπικρίνη. Θα πρέπει να γίνεται αποφυγή δημιουργίας πληγών στις ρίζες και στην περιοχή του λαιμού με τα καλλιεργητικά εργαλεία. Τα κοπτικά εργαλεία πρέπει να απολυμαίνονται, γιατί μπορεί να μεταδώσουν την ασθένεια σε υγιή δένδρα. Η άρδευση των δένδρων να μην γίνεται με αυλάκια γιατί μεταφέρονται τα μολύσματα με το νερό στα υγιή δένδρα. Επιπροσθέτως θα πρέπει να αποφεύγεται η συγκαλλιέργεια των δένδρων με ευπαθή ετήσια φυτά και απαραίτητα να γίνεται εκρίζωση των αποξηραμένων δένδρων μαζί με το ριζικό σύστημα και απολύμανση του εδάφους.
Σκούπα της μάγισσας
Η ασθένεια οφείλεται σε σφαιροειδή – ωοειδή μυκόπλασμα που προκαλεί την γνωστή σκούπα της μάγισσας. Τα μυκοπλάσματα αυτά παρατηρούνται στον εσωτερικό φλοιό, στο βλαστό, στα φύλλα και στις ρίζες των δένδρων. Χαρακτηριστικό σύμπτωμα της προσβολής είναι η δημιουργία όρθιων σκουπών της μάγισσας στους βλαστούς και κλαδοβλαστημάτων του βλαστού αλλά και της κόμης των προσβεβλημένων δένδρων. Πολλές φορές παρατηρείται έκπτυξη των κορυφαίων οφθαλμών μερικών βλαστών το φθινόπωρο και σχηματισμός ρόδακος φύλλων. Άλλα συμπτώματα της ασθένειας είναι ότι τα φύλλα εκπτύσσονται νωρίτερα του κανονικού και είναι μικρότερα των κανονικών, ακανόνιστα οδοντωτά, έχουν κοντό μίσχο και ιδιαίτερα μεγάλα παράφυλλα και φέρουν αποχρωματισμένα νεύρα. Γενικά ευαίσθητα είναι τα μικρά δένδρα ενώ στα μεγάλα, που είδη υπάρχουν σκούπες της κόμης, τον χειμώνα αυτές νεκρώνονται και το δένδρο αναλαμβάνει ξανά το επόμενο έτος.
Στα ηθμώδη αγγεία του ετήσιου φλοιού των ασθενών δένδρων παρατηρούνται πολυμορφικά σώματα με διάμετρο 200-800nm και στερούνται κυτταρικού τοιχώματος. Πάντως το αίτιο της ασθένειας δεν έχει ακόμα απομονωθεί ούτε προσδιορισθεί. Η μετάδοση της ίωσης αυτής πραγματοποιείται με τον εμβολιασμό ή τον ενοφθαλμισμό.
Για την αντιμετώπιση της ασθένειας συνιστάται προσοχή και καλή απολύμανση των εργαλείων κατά την εκτέλεση των παραπάνω εργασιών. Επίσης ως προληπτικό μέτρο συνιστάται να γίνονται όλες οι καλλιεργητικές περιποιήσεις για την σωστή ανάπτυξη των δένδρων.
Μωσαϊκό
Τα συμπτώματα της ίωσης αυτής είναι ο σχηματισμός μικρών ακανόνιστων κίτρινων κηλίδων ανάμεσα στο φυσικό πράσινο χρώμα του ελάσματος. Οι κηλίδες αυτές μπορεί να είναι τόσες πολλές που να συνενώνονται και να σχηματίζουν εκτεταμένες χλωρωτικές περιοχές στο φύλλο. Σε άλλες περιπτώσεις η ποικιλοχλώρωση παίρνει τη μορφή πράσινου μωσαϊκού, μικρών διαστάσεων στα φύλλα. Σε μερικές περιπτώσεις προσβάλλονται μόνο τα φύλλα της κορυφής, ενώ όταν η προσβολή είναι εκτεταμένη, η αύξηση της κόμης ελαττώνεται και αναπτύσσεται συνήθως ασύμμετρα και μονομερώς. Τα παραπάνω συνήθως συμπτώματα εμφανίζονται συνήθως σε μερικά φύλλα η σε μερικούς μόνο βλαστούς.
Ο ιός αυτός μεταδίδεται με ορισμένα είδη αφίδων (Myzus persicae, Aphis craccivora), καθώς και με τα φυτοπαράσιτα Cuscuta campestris, C. subinclusa κ.α.
Για την αποφυγή της μετάδοσης της ίωσης συνιστάται στα φυτώρια που προβαίνουν σε πολλαπλασιασμό, να καταστρέφουν τα ασθενή μητρικά δένδρα ψευδοακακίας.