Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Αιγοπρόβειο γάλα"
Γραμμή 6: | Γραμμή 6: | ||
{{{top_heading|==}}}[[Διατροφική αξία πρόβειου γάλακτος]]{{{top_heading|==}}} | {{{top_heading|==}}}[[Διατροφική αξία πρόβειου γάλακτος]]{{{top_heading|==}}} | ||
+ | {{:Διατροφική αξία πρόβειου γάλακτος|top_heading={{{top_heading|==}}}=}} | ||
{{{top_heading|==}}}[[Διατροφική αξία κατσικίσιου γάλακτος]]{{{top_heading|==}}} | {{{top_heading|==}}}[[Διατροφική αξία κατσικίσιου γάλακτος]]{{{top_heading|==}}} | ||
+ | {{:Διατροφική αξία κατσικίσιου γάλακτος|top_heading={{{top_heading|==}}}=}} | ||
[[Category:Γάλα]] | [[Category:Γάλα]] |
Αναθεώρηση της 14:07, 30 Οκτωβρίου 2013
Η μεγάλη οικονομική σημασία της αιγοπροβατοτροφίας έγκειται στην παραγωγή μεγάλων ποσοτήτων ποικίλων προϊόντων (1,1 εκατ. τόν. γάλακτος, 130-135 χιλ. τόν. κρέατος, μαλλιού και δέρματος) και στη στήριξή της κυρίως σε άφθονους και φθηνούς φυσικούς πόρους (κυρίως βοσκότοπους) μικρών συνήθως δυνατοτήτων για εναλλακτική αξιοποίηση. Υπολογίζεται ότι τα αιγοπρόβατα χρησιμοποιούν περίπου 10,5 εκατ. τόνους ξηρής βοσκήσιμης ύλης που παράγεται ετησίως στους φυσικούς βοσκότοπους της χώρας.
Όλες οι ελληνικές φυλές προβάτων έχουν κύρια κατεύθυνση τη γαλακτοπαραγωγή. Η χώρα μας έχει τη μεγαλύτερη αναλογία ενήλικων θηλυκών αρμεγόμενων ζώων (προβατίνες και αίγες) που φθάνει περίπου στο 90% του συνολικού πληθυσμού των ζώων. Η μεγαλύτερη ποσότητα του αιγοπρόβειου γάλακτος χρησιμοποιείται για την παραγωγή τυροκομικών προϊόντων (φέτα, κασέρι) σε βιομηχανίες, βιοτεχνίες και οικογενειακές επιχειρήσεις. Το υπόλοιπο αξιοποιείται σε διάφορα άλλα παραδοσιακά προϊόντα (γιαούρτι).
Το γάλα κατέχει ξεχωριστή θέση ανάμεσα στα άλλα ζωικά και φυτικά τρόφιμα διότι είναι η αποκλειστική τροφή, για τον άνθρωπο αλλά και για τα θηλαστικά ζώα, κατά το πρώτο στάδιο της ζωής τους. Από αυτό συμπεραίνεται ότι το γάλα περιέχει όλα τα θρεπτικά συστατικά που χρειάζεται ένας νέος οργανισμός για να αναπτυχθεί και ιδιαίτερα, επάρκεια πρωτεϊνών και αλάτων.
Διατροφική αξία πρόβειου γάλακτος
Το πρόβειο γάλα [1] είναι ένα υψηλής θρεπτικής άξιας γάλα, με μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε πρωτεΐνες και ασβέστιο σε σχέση με τα υπόλοιπα γάλατα. Συγκεκριμένα, περιέχει σχεδόν τη διπλάσια ποσότητα πρωτεϊνών σε σχέση με το αγελαδινό γάλα (5,98% και 3,29% αντίστοιχα), ενώ περιέχει 25% περισσότερο ασβέστιο (193mg/100ml). Παράλληλα, είναι ιδιαίτερα πλούσιο σε φωσφόρο (22.5% ΣΗΠ) αλλά και συζευγμένο λινολεΐκό οξύ (CLA). Τα θετικά του είναι η υψηλή του διατροφική αξία και η μεγάλη του περιεκτικότητα σε CLA, το οποίο σύμφωνα με πλήθος ερευνών, μπορεί να συμβάλλει σημαντικά στη βελτίωση του μεταβολισμού του λίπους στον οργανισμό. Τα αρνητικά που μπορεί να συναντήσει κανείς στη χρήση του γάλακτος αυτού είναι η έντονη οσμή και η επικινδυνότητα ανάπτυξης παθογόνων μικροοργανισμών λόγω τις χαμηλής θερμοκρασίας παστερίωσής του.
Βιβλιογραφία
- ↑ Ιστοσελίδα Life2Day, Είδη γάλακτος, πως ωφελούν τον οργανισμό και ποια είναι τα θετικά και αρνητικά τους
Διατροφική αξία κατσικίσιου γάλακτος
Το κατσικίσιο γάλα [1] αποτελεί πολύ καλή πηγή ασβεστίου αλλά και του αμινοξέος τρυπτοφάνη. Περιέχει, επίσης, υψηλά ποσοστά ριβοφλαβίνης (βιταμίνη Β2), βιταμίνης C, φωσφόρου και καλίου.
Τα θετικά του είναι η υψηλή περιεκτικότητα τρυπτοφάνης, η οποία είναι δομικό συστατικό της σεροτονίνης, ουσίας που θεωρείται ιδιαίτερα σημαντική για την καλή κατάσταση του νευρικούς συστήματος και τη βελτίωση της ποιότητας του ύπνου. Κάτι επίσης θετικό είναι πως το κατσικίσιο γάλα είναι ανεκτό από ανθρώπους που παρουσιάζουν υπολακτασία δηλαδή δυσανεξία στο αγελαδινό γάλα, προσφέροντας έτσι μία καλή εναλλακτική λύση. Ωστόσο, δεν είναι απόλυτα σαφές από διάφορες επιστημονικές μελέτες που έχουν γίνει γιατί μπορεί να συμβαίνει αυτό.
Τα αρνητικά του είναι η έντονη οσμή του και η επικινδυνότητα ανάπτυξης παθογόνων μικροοργανισμών λόγω τις χαμηλής θερμοκρασίας παστερίωσής του. Περιέχει χαμηλή ποσότητα φυλλικού οξέος, σε σχέση με άλλα είδη γάλακτος.