Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Εχθρός καστανιάς Σκολύτης"
Γραμμή 13: | Γραμμή 13: | ||
[[πόσο αφορά σε γεωργό::30| ]] | [[πόσο αφορά σε γεωργό::30| ]] | ||
[[πόσο αφορά σε γεωπόνο::30| ]] | [[πόσο αφορά σε γεωπόνο::30| ]] | ||
+ | [[είναι προσβολή του εχθρού::Κολεόπτερα| ]] |
Τελευταία αναθεώρηση της 10:45, 23 Ιουλίου 2013
Ο σκολύτης (Chaetoptelius uestitus) έχει σχήμα σε κάτοψη ωοειδές, σχεδόν ελλειπτικό, μήκους 2,5-3,5 mm και πλάτους 2,5 φόρες μικρότερου. Οι κεραίες είναι ροπαλοειδείς με ογκώδη τα 3 κορυφαία άρθρα. Το σώμα είναι γενικά μαύρο η πολύ σκοτεινό καστανό, θαμπό, με τις κεραίες, τα πόδια και τα στοματικά μόρια κιτρινέρυθρα ή ερυθροκάστανα. Το πρόνωτο είναι σχεδόν γυμνό (χωρίς τρίχες) εκτός από τα πλάγια. Τα έλυτρα έχουν ακανθόμορφα λέπια (κατ’ άλλου σμήριγγες) λευκά ή υπόλευκα και καστανά, μεταξύ των οποίων φύονται σειρές λεπτών τριχών. Τα λέπια στη βάση των ελύτρων είναι λευκά και πυκνά, στη μέση καστανά και στην κορυφή των ελύτρων λευκά και αραιά. Έτσι δημιουργείται στα έλυτρα μια μεγάλη καστανή κηλίδα που καλύπτει περισσότερο από το οπίσθιο μισό τους, που είναι γωνιώδης πρός τα εμπρός και που έχει στη μέση (ραφή ελύτρων) μία υπόλευκη ή ανοιχτότεφρη γραμμή και στο οπίσθιο μέρος της δύο υπόλευκες νεφροειδείς κηλίδες (μία σε κάθε έλυτρο). Το αυγό είναι λευκό, μήκους 0,8 mm. Η προνύμφη είναι ωχρόλευκη ή λευκοκίτρινη, άποδη, τελικού μήκους 3,3 mm. Η κεφαλή είναι βυθισμένη στον προθώρακα, ο θώρακας είναι παχύτερος από την κοιλιά που στενεύει πρός τα πίσω και το σώμα κάμπτεται στο 6ο περίπου κοιλοακό τμήμα.
Διαχειμάζει ως προνύμφη, αναπτυγμένη ή μη, στη στοά της, ή ως νεαρό ενήλικο στον νυμφικό θάλαμο στην άκρη της προνυμφικής στοάς, ή ως ηλικιωμένο ενήλικο μέσα σε μητρική στοά ή σε στοά διατροφής σε κλαδίσκο ή κλάδο.Στη νότια Ιταλία, τα ενήλικα εμφανίζονται Απρίλιο-Μάϊο και ορύσσουν στοές διατροφής στους νεαρούς βλαστούς της καστανιάς ή των αυτοφυών Pistacia. Οι στοές αυτές κατευθύνονται πρός το εσωτερικό του βλαστού και η είσοδος τους βρίσκεται στη θέση μασχαλιαίου ή κορυφαίου οφθαλμού. Συχνά προκαλείται ξηρανση των νεαρών βλαστών. Αργότερα, όταν οι βλαστοί σκληρύνουν, οι στοές διατροφής είναι μικρότερου βάθους και σχεδόν πάντοτε στη βάση μασχαλιαίου οφθαλμού που διαβρώνεται και καταστρέφεται. Η περίοδος διατροφής των ενηλίκων ποικίλλει και μπορεί να συνεχιστεί ως το φθινόπωρο ή τις αρχές του χειμώνα. Το θηλυκό ορύσσει και το αρσενικό απομακρύνει τα ρινίσματα. Η μητρική στοά είναι του τύπου ‘‘διπλή κατά μήκος’’ και έχει ένα κεντρικό προθάλαμο (πρόδομο), στην είσοδο του οποίου γίνεται η σύζευξη, με το θηλυκό εν μέρει εντός της εισόδου και το αρσενικό εκτός.Κατά μήκος του κάθε κλάδου της μητρικής στοάς το θηλυκό τοποθετεί αριστερά και δεξιά τα 60-80 ή περισσότερα αυγά του. Κάθε προνύμφη ορύσσει τη δίκη της στοάς, με κατεύθυνση περίπου κάθετη προς τη μητρική.
Με την πάροδο του χρόνου και την ανάπτυξη των προνυμφών οι στοές αποκλίνουν ριπιδοειδών χωρίς η μια να διασταυρώνεται με την άλλη, ώστε τελικά οι ακραίες γίνονται παράλληλες ή σχεδόν παράλληλες με τη μητρική στοά, ενώ οι κεντρικότερες παραμένουν περίπου κάθετες και οι λοιπές παίρνουν ενδιάμεσες κατευθύνσεις. Οι προνυμφικές στοές ορύσσονται κι αυτές στα εσωτερικά στρώματα του φλοιού, στο κάμβιο και στα επιφανειακά του ξύλου. Όταν συμπληρώσει την ανάπτυξή της, η προνύμφη διευρύνει την άκρη της στοάς της για να δημιουργήσει τον θαλαμίσκο (κελί) νύμφωσης. Τα ενήλικα ανοίγουν πάνω από θάλαμο νύμφωσης οπές εξόδου διαμέτρου 1,5 mm περίπου και βγαίνουν στην επιφάνεια. Όσα άτομα ενηλικιωθούν πρίν από τον χειμώνα, μένουν στους θαλάμους νύμφωσης και βγαίνουν τον Απρίλιο-Μάϊο. Όσες προνύμφες δεν συμπληρώσουν την ανάπτυξή τους πρίν έρθει ο χειμώνας, θα τη συνεχίσουν την άνοιξη και στη συνέχεια θα νυμφωθούν και ενηλικιωθούν.
Μετά το τέλος της ωοτοκίας τα ενήλικα μπορούν να τραφούν και πάλι για ορισμένο διάστημα, ορύσσοντας νέες στοές διατροφής, και στη συνέχεια να δημιουργήσουν νέες μητρικές στοές. Όταν τα ενήλικα δεν βρούν κατάλληλους (εξασθενημένους) βλαστούς για να ωοτοκήσουν το θέρος, περιμένουν ως το φθινόπωρο (συνήθως σε στοές διατροφής) τότε που επιβραδύνεται η κυκλοφορία των χυμών και ορύσσουν τις στοές αναπαραγωγής σε μη εξασθενημένους βλαστούς.
Η καταπολέμηση είναι δύσκολη και βασίζεται κυρίως σε καλλιεργητικά μέτρα, δηλαδή σε έγκαιρη αφαίρεση και καταστροφή των προσβεβλημένων, καχεκτικών, μισόξερων, ή ξερών κλάδων και κλαδίσκων και σε διατήρηση των δέντρων ζωηρών με κατάλληλη λίπανση, άρδευση και κλάδευση. Συνιστάται το φθινόπωρο, αμέσως μετά το πέσιμο των φύλλων, να κόβονται οι καχεκτικοί και μισόξεροι κλάδοι που είναι κατάλληλοι για ωοτοκία και να αφήνονται ανάμεσα στα δέντρα ως τα τέλη Φεβρουαρίου ως παγίδες όπου θα ωοτοκήσουν και διαχειμάσουν τα ενήλικα. Είναι απαραίτητο να καίονται οι κλάδοι αυτοί τα τέλη Φεβρουαρίου πρίν βγούν τα ενήλικα και προσβάλουν τα δέντρα. Εξασθενημένα δέντρα πρέπει να αφαιρούνται επίσης τα τέλη του χειμώνα. Συνιστάται και κρέμασμα στα δέντρα ή τοποθέτηση κοντά στη βάση τους μισόξερων κλαδίσκων ηλικίας 2 ετών και άνω, τις αρχές Δεκεμβρίου, Απριλίου και Ιουλίου για να ωοτοκήσουν τα ενήλικα και καταστροφή των παγίδων αυτών μετά ένα ή δύο μήνες. Αν τα καλλιεργητικά αυτά μέτρα δεν αποδειχτούν ικανοποιητικά, θα χρειαστεί εφαρμογή εντομοκτόνων την περίοδο όπου αρχίζει η εμφάνιση των ενηλίκων και η ανόρυξη των στοών διατροφής.