Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Καλλιέργεια πιπεριάς θερμοκηπίου"
Γραμμή 111: | Γραμμή 111: | ||
</references> | </references> | ||
+ | [[κατάσταση δημοσίευσης::10| ]] | ||
[[πόσο αφορά σε γεωργό::30| ]] | [[πόσο αφορά σε γεωργό::30| ]] | ||
[[πόσο αφορά σε γεωπόνο::20| ]] | [[πόσο αφορά σε γεωπόνο::20| ]] | ||
[[καλλιεργεί την::Πιπεριά θερμοκηπίου φυτό| ]] | [[καλλιεργεί την::Πιπεριά θερμοκηπίου φυτό| ]] | ||
− | |||
[[Category:Θερμοκήπιο]] | [[Category:Θερμοκήπιο]] | ||
{{Δείκτης στατιστικών καλλιέργειας|Cult_ID=39}} | {{Δείκτης στατιστικών καλλιέργειας|Cult_ID=39}} | ||
{{Δείκτης στατιστικών καλλιέργειας|Cult_ID=39.1}} | {{Δείκτης στατιστικών καλλιέργειας|Cult_ID=39.1}} |
Αναθεώρηση της 13:57, 19 Νοεμβρίου 2013
Περιεχόμενα
Προετοιμασία εδάφους
Η προετοιμασία του εδάφους αφόρα στην απομάκρυνση των φυτικών υπολειμμάτων της προηγουμένης καλλιέργειας από το θερμοκήπιο και καταστροφή τους με παράχωμα γιατί μπορεί να είναι πιθανή εστία παθογόνων οργανισμών για τη νέα καλλιέργεια. Ακολουθεί άρδευση του θερμοκηπίου μέχρι το έδαφος να έρθει στο ρώγο του. Αργότερα γίνεται όργωμα του εδάφους, ακολουθεί οργανική λίπανση (με εφαρμογή χουμοποιημένων οργανικών υλικών και αν χρειάζεται σκόνης πετρωμάτων), φρεζάρισμα για την ενσωμάτωση των προϊόντων λίπανσης και τέλος ακολουθεί η ηλιοαπολύμανση.[1]
Σπορά
Η σπορά γίνεται μέσα σε ειδικά θερμοκήπια - σπορεία ή σε τούνελ ή σε ένα μέρος μέσα σε ένα μόνιμο θερμοκήπιο. Μέσα στα θερμοκήπια - σπορεία οι σπόροι μπορούν να σπαρθούν, είτε σε κιβώτια σποράς τα οποία αφού βλαστήσουν μεταφυτεύονται σε ατομικά γλαστράκια στο στάδιο της πλήρους ανάπτυξης των κοτυληδόνων, είτε απευθείας σε ατομικά γλαστράκια τύρφης ή σε κύβους εδάφους. Μια άλλη μέθοδος απόκτησης φυταρίων είναι με σπορά απευθείας σε γλαστράκια, κυπελάκια κ.λπ. στα οποία διατηρείται τελικά ένα μόνο φυτό. Η απευθείας σπορά σε ατομικά γλαστράκια ή κύβους εδάφους είναι δαπανηρή μέθοδος, όταν γίνεται με το χέρι, γιατί το κόστος των εργατικών είναι μεγάλο. Επίσης, το γεγονός ότι ένας αριθμός σπόρων δε βλαστάνει αποτελεί ένα αρνητικό στοιχείο στην απευθείας σπορά στα ατομικά γλαστράκια. Συμπερασματικά θα μπορούσε να πει κανείς, ότι είναι σκόπιμο να γίνεται πρώτα μια στρωμάτωση του σπόρου σε κιβώτια σποράς για τους λόγους που αναφέρθηκαν πιο πάνω και επίσης για τον πρόσθετο λόγο ότι κατά τη φύτευση γίνεται και μια πρώτη επιλογή και απορρίπτονται τα αδύνατα και ελαττωματικά φυτάρια. Το φύτρωμα των σπόρων γίνεται συνήθως σε 8 - 10 ημέρες μετά τη σπορά εφόσον η υγρασία είναι κανονική και η θερμοκρασία 20 - 25oC. Σε θερμοκρασία <12oC ο σπόρος δε βλασταίνει. Κατά την περίοδο ανάπτυξης των φυτών στο σπορείο χρειάζεται ταχτική παρακολούθηση για να έχει επαρκή φωτισμό και θερμοκρασία, να δέχεται τις αναγκαίες αρδεύσεις, να γίνει αραίωμα των φυτών και να γίνεται αερισμός κατά τις θερμές ώρες, να γίνονται οι κατάλληλες επεμβάσεις για την πρόληψη των ασθενειών.[2]
Φύτευση
Από το σπορείο τα φυτάρια θα εκριζωθούν αφού προηγηθεί καλό πότισμα για να φυτευτούν στην οριστική τους θέση στο θερμοκήπιο. Θα έχουν τότε αναπτύξει 5 - 6 φύλλα και θα έχουν ύψος 15cm περίπου. Μπορούν όμως σε νεαρή ηλικία, 15 - 20 ημερών να μεταφυτευθούν σε γλαστράκια ή σακκίδια από πλαστικό που περιέχουν απολυμασμένο υπόστρωμα, τα οποία θα μεταφερθούν σε θερμοκήπιο για να αναπτυχθούν εκεί μέχρι να φυτευτούν με το χώμα τους στη μόνιμη θέση στο θερμοκήπιο ή σε υπαίθριο αγρό, αναλόγως. Έτσι η επιτυχία φύτευσης και ανάπτυξης των φυτών είναι πολύ καλύτερη. Προσπάθεια κάθε καλλιεργητή πιπεριάς είναι η εξασφάλιση όσο το δυνατόν μεγαλύτερου κέρδους από την καλλιέργεια του, έχοντας υπόψη τα διαθέσιμα μέσα καλλιέργειας και τις επικρατούσες συνθήκες περιβάλλοντος στην περιοχή του. Βάσει των παραπάνω έχουν καθιερωθεί στην Ελλάδα 3 κυρίως περίοδοι καλλιέργειας πιπεριάς στα θερμοκήπια.
Καλλιέργεια για πρώϊμη παραγωγή την άνοιξη: Για την πρώϊμη παραγωγή πιπεριάς ισχύει περίπου το παρακάτω χρονοδιάγραμμα:
Σπορά: Από τις αρχές Οκτωβρίου- αρχές Νοεμβρίου.
Φύτευση στο θερμοκήπιο: Από τις αρχές Δεκεμβρίου.
Συγκομιδή: Από τις αρχές Μαρτίου.
Καλλιέργεια για οψιμότερη παραγωγή την άνοιξη και ίσως νωρίς το φθινόπωρο:
Σπορά: Τον Δεκέμβριο.
Φύτευση στο θερμοκήπιο: Κατά το Φεβρουάριο.
Συγκομιδή: Από Μάϊο.
Καλλιέργεια για όψιμη φθινοπωρινή παραγωγή:
Σπορά: Τέλος Ιουνίου με αρχές Αυγούστου.
Φύτευση στο θερμοκήπιο: Αύγουστο-Σεπτέμβρη.
Συγκομιδή: Από Νοέμβριο.
Οι πιο συνήθεις πυκνότητες φύτευσης σε θερμοκήπια είναι 1800 - 3000 φυτά / στρέμμα, μπορεί όμως να φτάσουν και 4000 φυτά / στρέμμα. Για καλλιέργειες μικρής διάρκειας συγκομιδής (μόνο για πρώιμη παραγωγή) η πυκνότητα αυξάνεται ακόμα περισσότερο (π.χ. 5000 φυτά / στρέμμα), ιδίως όταν χρησιμοποιείται το σύστημα στήριξης των φυτών με δίκτυ. Στο σύστημα στήριξης με σπάγκους, ίσως είναι καλύτερα να φυτεύεται διπλάσιος αριθμός φυτών από την κανονική πυκνότητα και να δένονται όρθιοι δύο βλαστοί αντί τρεις ή τέσσερις ανά φυτό. Αραιότερη φύτευση έχει λίγο χαμηλότερη απόδοση, αλλά πλεονεκτεί ως προς το κόστος της απαιτούμενης εργασίας, τις καλλιεργητικές φροντίδες και το αρχικό κόστος των φυτών. Η μέθοδος φύτευσης θα εξαρτηθεί από το σχέδιο κατασκευής του θερμοκηπίου, το σύστημα υποστύλωσης-μόρφωσης κ.ά. Για καλύτερα αποτελέσματα συνίσταται η φύτευση να γίνεται με διπλές γραμμές κατά ζεύγη (δηλαδή η διάταξη, διάδρομος - διπλή γραμμή κ.ο.κ.). Με τη μέθοδο αυτή το πλάτος του διαδρόμου μπορεί να κυμαίνεται από 90 - 100cm και η απόσταση μεταξύ των διπλών γραμμών φύτευσης 40 - 50cm και επί της γραμμής φύτευσης τα φυτά σε αποστάσεις 30 - 50cm, με αυτή τη διάταξη φύτευσης δημιουργούνται ευρύχωροι διάδρομοι για την κίνηση του προσωπικού, ενώ η λωρίδα του εδάφους που ορίζουν οι διπλές γραμμές παραμένει ασυμπίεστη και το αφράτο χώμα έχει καλό αερισμό, αντίθετα με τους διαδρόμους που συμπιέζονται καθημερινά.[2]
Καταπολέμηση ζιζανίων
Πολλά ζιζάνια μπορούν να ληφθούν υπόψη ως δείκτες σχετικά με την κατάσταση του εδάφους και έτσι να επέμβουν ανάλογα. Έτσι το ζιζάνιο Fumaria officinalis (καπνόχορτο) σχετίζεται με έδαφος με μεγάλη υγρασία, το Erodium cicutarium (χτενάκι) σχετίζεται με ξηρό και πετρώδες έδαφος, το Urtica urens (μικρή τσουκνίδα) σχετίζεται με ελαφρό και χουμώδες έδαφος, το Chenopodium album (λουβουδιά) σχετίζεται με έδαφος πλούσιο σε άζωτο, το Sinapis arvensis (βρούβα) σχετίζεται με αλκαλικό έδαφος (pH>7) και το Veronica officinalis (γαλαζάκι) σχετίζεται με όξινο έδαφος (pH<7). Ο κύριος στόχος είναι να κρατηθούν τα ζιζάνια σε τέτοιο επίπεδο που δεν θα δημιουργούν ανταγωνισμό στα φυτά. Τα κυριότερα καλλιεργητικά, μηχανικά, φυσικά και βιολογικά μέτρα, αναλύονται εκτενώς στην ντομάτα θερμοκηπίου.[1]
Άρδευση
Άρδευση στο σπορείο: Επειδή το νεαρό φυτό έχει πολύ λεπτό, ινώδες ριζικό σύστημα, το υπόστρωμα δεν πρέπει να αφεθεί να στεγνώσει κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης στο φυτώριο, διαφορετικά η ρίζα θα πάθει σοβαρή βλάβη και αργότερα η εγκατάσταση του φυτού στο έδαφος θα είναι προβληματική. Το νερό θα πρέπει να χορηγείται σε πολλές και μικρές δόσεις, ώστε να διατηρείται σταθερός ο εφοδιασμός νερού στο υπόστρωμα. Η συχνότητας ποτίσματος θα εξαρτηθεί φυσικά από τις τοπικές καιρικές συνθήκες και τις συνθήκες στο σπορείο. Στα αρχικά στάδια ανάπτυξης των φυτών και όταν επικρατεί συννεφιασμένος και υγρός καιρός, τα ποτίσματα μειώνονται ανάλογα. Γενικά το υπόστρωμα δεν πρέπει να παραμένει υγρό (κορεσμένο) για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Άρδευση στο θερμοκήπιο: Το ριζικό σύστημα της πιπεριάς είναι πολύ ευπαθές τόσο στο ξηρό έδαφος όσο και στο πολύ υγρό έδαφος. Η ποσότητα του νερού και η συχνότητα άρδευσης της καλλιέργειας της πιπεριάς επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες (π.χ. το κλίμα, η εποχή, η δομή, η υδατοχωρητικότητα του εδάφους, το στάδιο ανάπτυξης του φυτού). Ως γενικός κανόνας θα μπορούσε να λεχθεί ότι το έδαφος θα πρέπει να φθάνει στην πλήρη υδατοϊκανότητα του μετά από κάθε πότισμα και να ξηραίνεται λίγο πριν την επόμενη εφαρμογή (50 % της υδατοϊκανότητας), με τον τρόπο αυτό ενθαρρύνεται το ριζικό σύστημα να επεκταθεί. Εάν καθυστερήσει η άρδευση και τα φυτά φτάσουν στο σημείο μάρανσης, αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα ξηράνσεις ριζών και προσβολή τους από διάφορους μύκητες (σηψηρριζίες). Μεγάλες διακυμάνσεις της υδατοπεριεκτηκότητας του εδάφους συντελούν σε σκάσιμο των καρπών και προκαλείται μελανή κηλίδωση σε αυτούς, ιδιαίτερα εάν το επίπεδο της αλατότητας του εδάφους είναι σχετικά υψηλό. Παρατεταμένος κορεσμός του εδάφους με νερό προκαλεί φυλλόπτωση. Το πότισμα γενικά θα πρέπει να γίνεται «συχνά και σε μικρές ποσότητες» την πρώτη περίοδο μετά το φύτευμα και στη συνέχεια να εφαρμόζονται μεγαλύτερες ποσότητες καθώς αυξάνει η φυτομάζα. Βοήθεια στο θέμα αυτό θα μπορούσαν να προσφέρουν τα τασίμετρα ή άλλα όργανα, που τοποθετούνται σε διάφορες θέσεις του θερμοκηπίου. Όταν αρχίζει η συγκομιδή του καρπού συνηθίζεται να μειώνεται λίγο η παροχή του νερού και είναι καλύτερα να αρδεύεται η φυτεία την παραμονή κάθε συγκομιδής. Η άρδευση γίνεται με τη μέθοδο στάγδην, με σωλήνα που τοποθετείται μεσοπαράλληλα, στη διπλή γραμμή. Από το σωλήνα αυτό ξεκινούν οι λεπτοί σωλήνες (macaroni tubes) ένας για κάθε φυτό, που βρίσκονται εκατέρωθεν του σωλήνα. Η μέθοδος ποτίσματος στάγδην είναι οικονομική. Το νερό για να είναι κατάλληλο για την άρδευση της πιπεριάς θα πρέπει να είναι καλής ποιότητας και να έχει μικρή περιεκτικότητα σε άλατα (Εce <750 μmhos/cm). H πιπεριά είναι φυτό μετρίως ανθεκτικό στην αλατότητα του νερού άρδευσης. Η παραγωγή της καλλιέργειας μειώνεται κατά 10%, 25%, και 50% όταν η ηλεκτρική αγωγιμότητα του νερού άρδευσης είναι 1,5, 2,2 και 3,4 mmhos/cm αντίστοιχα.[1]
Λίπανση
Βασική λίπανση: Τα νεαρά φυτά αμέσως μετά τη φύτευσή τους στο θερμοκήπιο, θα πρέπει να βρίσκουν ευνοϊκό εδαφικό περιβάλλον, για να εγκατασταθούν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα στο έδαφος. Η βασική λίπανση θα πρέπει να είναι τέτοια, ώστε να δημιουργήσει το θρεπτικό καθεστώς που απαιτεί η πιπεριά. Συγκεκριμένα, θα πρέπει να επιδιώκονται τα πιο κάτω:
- Η αντίδραση του εδάφους να βρίσκεται γύρω στο pH 5,5 - 6,5 και λίγο πιο υψηλά, αν είναι αναπόφευκτο.
- Αρκετά ποσά φωσφόρου, για να ικανοποιήσουν όλες τις ανάγκες της καλλιέργειας, για ολόκληρη την καλλιεργητική περίοδο.
- Πρέπει να υπάρχει στο έδαφος ικανοποιητική περιεκτικότητα σε -ΝΟ3 για να συμβάλλει από την αρχή στην καλή βλαστική ανάπτυξη του φυτού. Το υπόλοιπο άζωτο δίδεται επιφάνειακα με το νερό ποτίσματος.
- Μέρος μόνο του καλίου προστίθεται από την αρχή για να ικανοποιήσει τις πρώτες ανάγκες της καλλιέργειας. Υψηλά επίπεδα καλίου ανεβάζουν τη συγκέντρωση των αλάτων και παρεμποδίζουν την ανάπτυξη των ριζών, εξώ από τη μπάλα χώματος ή το γλαστράκι στο έδαφος του θερμοκηπίου.
Για να ικανοποιηθούν οι ανάγκες της πιπεριάς σε θρεπτικά στοιχεία, θα πρέπει να γίνει ανάλυση του εδάφους. Εάν δεν γίνει ανάλυση εδάφους, συνίσταται η προσθήκη χωνεμένης κοπριάς 3 - 4 τόνοι/στρέμμα, τριπλό υπερφωσφορικό (0-48-0) 70kg/στρέμμα και θειϊκό κάλι 50kg/στρέμμα. Η τοποθέτηση και ενσωμάτωση της κοπριάς πρέπει να γίνεται πριν από την απολύμανση του εδάφους, ενώ των χημικών λιπασμάτων μετά την απολύμανση. Γενικά οι ανάγκες της πιπεριάς σε ποσότητα λιπασμάτων είναι πιο λίγες απ' ότι οι ανάγκες της ντομάτας. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα τελευταία χρόνια, σε αρκετές περιπτώσεις, οι καλλιεργητές δεν εφαρμόζουν χημικά λιπάσματα κατά την προετοιμασία του εδάφους, αλλά αρκούνται στις επιφανειακές λιπάνσεις (υδρολίπανση) σε όλη τη διάρκεια της ανάπτυξης και καρποφορίας των φυτών.
Επιφανειακή λίπανση: Συνιστάται με κάθε πότισμα να εφαρμόζεται και υγρή λίπανση. Εάν όμως η βασική λίπανση είναι πλούσια, τότε τα πρώτα λιπάσματα γίνονται με καθαρό νερό και η χορήγηση των λιπασμάτων αρχίζει λίγο αργότερα. Κατά κανόνα δίνονται με την επιφανειακή λίπανση το άζωτο και κάλι, ενώ ο φώσφορος ενσωματώνεται στο έδαφος με τη βασική λίπανση. Η σχέση μεταξύ των δύο στοιχείων άζωτο και κάλιο συνίσταται να είναι 1:2, δηλαδή περισσότερο κάλι. Η ποσότητα των στοιχείων αυτών δίνεται από την ανάμειξη 160gr νιτρικού καλίου και 50gr νιτρικής αμμωνίας σε 1lt νερό για την παρασκευή του βασικού διαλύματος. Το βασικό διάλυμα αραιώνεται 200 φορές (1:200) με νερό ποτίσματος, πριν φθάσει στα φυτά. Εάν παρατηρηθεί περιορισμένη βλάστηση αυτή ενθαρρύνεται με αύξηση του αζώτου και η σχέση αζώτου και καλίου γίνεται 1:1 με την ανάμειξη 120gr νιτρικού καλίου και 110gr νιτρικής αμμωνίας σε 1lt νερό για την παρασκευή του βασικού διαλύματος. Και πάλι το βασικό διάλυμα αραιώνεται 200 φορές (1:200) με νερό ποτίσματος, πριν φθάσει στα φυτά. Αυτή η αναλογία χρησιμοποιείται αρχικά αμέσως μετά τη μεταφύτευση, για ενθάρρυνση της πρώτης βλαστικής ανάπτυξης των φυτών και στη συνέχεια δίνεται η πρώτη αναλογία, για να βοηθηθεί η καρποφορία.
Κλάδεμα
Ως προς το κλάδεμα, διατηρούνται στα θερμοκήπια 2 - 4 βλαστοί, οι υπόλοιποι αφαιρούνται λίγο μετά την εμφάνιση τους ή κορυφολογούνται εάν είναι επιθυμητή η λήψη καρπών που αναπτύσσονται στη βάση της διακλάδωσης. Ο αριθμός των διατηρούμενων βλαστών είναι συνάρτηση των αποστάσεων φύτευσης και της ευρωστίας της ποικιλίας. Η αφαίρεση μερικών βλαστών μετά το κλάδεμα ή ακόμα και ανθέων είναι δυνατό να ευνοήσει τον αριθμό των παραγομένων καρπών και κυρίως την ποιότητά τους.[1]
Υποστύλωση
Η υποστύλωση είναι μια από τις σημαντικότερες καλλιεργητικές τεχνικές, επειδή βελτιώνει τις συνθήκες ανάπτυξης του φυτού και των καρπών. Συνήθως χρησιμοποιούνται δύο μέθοδοι υποστύλωσης:
Υποστύλωση βλαστών με κατακόρυφους σπάγκους: Οι βλαστοί στερεώνονται με κατακόρυφους σπάγκους, όπως γίνεται και στην ντομάτα. Με την μέθοδο αυτή θα πρέπει να γίνεται κλάδεμα στο φυτό και να αφήνονται λίγοι βλαστοί, από 1 - 4, οι υπόλοιποι να αφαιρούνται ή κλαδεύονται στο 1o ή στο 2o φύλλο, για να αναπτυχθεί ο καρπός που βρίσκεται ήδη στη βάση της διακλάδωσης. Κάθε βλαστός που αφήνεται δένεται με ξεχωριστό σπάγκο στο οριζόντιο ή στα οριζόντια σύρματα που βρίσκονται πάνω από τις γραμμές φύτευσης.
Υποστύλωση των φυτών με οριζόντια δίκτυα ή άλλα υλικά: Τα φυτά στερεώνονται με τη χρησιμοποίηση οριζόντιων δικτύων. Όπως και στην προηγούμενη μέθοδο αφαιρούνται όλοι οι βλαστοί που βρίσκονται κάτω από την πρώτη διακλάδωση. Στη συνέχεια, δεν εφαρμόζεται κανένα πρόσθετο κλάδεμα στα φυτά. Για να στηριχθούν τα φυτά και να μην προκληθούν ζημιές από θραύσεις βλαστών, τοποθετείται οριζόντια, πάνω από τα φυτά και σε ύψος 50 - 60cm, πλαστικό δίκτυ που στερεώνεται σε πασσάλους στα άκρα των γραμμών φύτευσης. Το δίκτυ είναι αραιό 20 x 20cm (άνοιγμα ματιού) και μπορεί να χρησιμοποιηθεί αυτό που χρησιμοποιείται στις γαρυφαλλιές. Οι βλαστοί των φυτών που διέρχονται μέσω των ματιών του δικτυού στηρίζονται σ’ αυτό. Εάν υπάρχει μεγάλη ανάπτυξη του φυτού, μπορεί να τοποθετηθεί και δεύτερο δίχτυ, σε απόσταση 30cm από το πρώτο και ίσως και τρίτο στην ίδια πάλι απόσταση. Στην περίπτωση που ο παραγωγός δυσκολεύεται να βρει ή να αγοράσει δίκτυ, τότε θα μπορούσε να τοποθετήσει σε ύψος 50cm και από τις δύο γραμμές φύτευσης οριζόντιο σύρμα ή άλλο υλικό, για να συγκρατεί τους βλαστούς, ώστε να μην πλαγιάζουν στο διάδρομο. Επίσης θα πρέπει να δένει κατακόρυφους σπάγκους ανά μικρά διαστήματα, για καλύτερη στερέωση των φυτών και των συρμάτων (κατασκευάζεται ουσιαστικά ένα είδος δικτύου).[1]
Ωρίμανση
Ο καρπός της γλυκιάς πιπεριάς καταναλίσκεται κυρίως πράσινος. Συγκεκριμένα, όταν κανονικά συγκομίζεται ο καρπός βρίσκεται στο στάδιο του ώριμου πράσινου. Αυτό χαρακτηρίζεται από πιο σκούρο και γυαλιστερό πράσινο χρώμα έναντι του θαμπού άωρου καρπού. Στο στάδιο αυτό ο καρπός έχει το μέγιστό μέγεθος του. Ο ώριμος πράσινος καρπός διατηρείται περισσότερο χρόνο μετά τη συγκομιδή από τον άωρο και αντέχει καλύτερα στις μεταφορές. Το στάδιο του «ώριμου πράσινου» παραμένει τουλάχιστον μια εβδομάδα χωρίς να υπάρχει περίπτωση να αρχίσει να κοκκινίζει ή να κιτρινίζει ο καρπός. Ένας ώριμος καρπός όταν παραμένει πάνω στο φυτό περισσότερο από το κανονικό απορροφά θρεπτικά στοιχεία από αυτό και καθυστερεί την ανάπτυξη των νέων καρπών. Επομένως όσο πιο συχνά συγκομίζονται οι ώριμοι καρποί ενός φυτού τόσο περισσότερους και μεγαλύτερους σε μέγεθος καρπούς μπορεί αυτό να θρέψει, με αποτέλεσμα την αύξηση της συνολικής απόδοσής του.[1]
Συγκομιδή
Κατά τη συγκομιδή ο καρπός πρέπει να κόβεται μαζί με μέρος του μίσχου του, γιατί μετασυλλεκτικά διατηρείται φρέσκος για μεγαλύτερο διάστημα (επειδή ο μίσχος είναι σκληρός δε χάνεται εύκολα υγρασία από την τομή). Η συγκομιδή μπορεί να γίνει με το χέρι σημειωτέον ότι στην πιπεριά όπως και στη ντομάτα υπάρχει μια φυσική γραμμή θραύσης κοντά στη βάση του μίσχου προς το βλαστό που όταν πιεστεί με τον αντίχειρα κόβεται με ευκολία. Επίσης η ανύψωση του καρπού προς τα πάνω (χωρίς τράβηγμα) έχει σαν αποτέλεσμα να κόβεται ο καρπός από το σημείο επαφής του μίσχου με το βλαστό. Για τη συγκομιδή μπορεί να χρησιμοποιηθούν και μαχαίρι ή ψαλίδι, οπότε μέρος του μίσχου παραμένει στο φυτό. Όταν οι θερμοκρασίες είναι χαμηλές, η συγκομιδή επαναλαμβάνεται κάθε 10 - 12 ημέρες, όταν όμως οι θερμοκρασίες είναι υψηλές η συγκομιδή γίνεται 1 ή 2 φορές την εβδομάδα. Η συγκομιδή δεν πρέπει να γίνεται πολύ πρωί γιατί τότε οι βλαστοί βρίσκονται σε σπαργή και είναι πολύ εύθραυστοι. Όπως είναι γνωστό, οι σπασμένοι βλαστοί αποτελούν θέσεις για εισόδου και εγκατάστασης του βοτρύτη και άλλων παρασιτικών ασθενειών. Επειδή οι βλαστοί των φυτών είναι εύθραυστοι, απαιτείται μεγάλη προσοχή κατά τη συγκομιδή ώστε να αποφεύγεται η θραύση τους.[1]