Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Βοτανικά χαρακτηριστικά μάνγκο"
(Νέα σελίδα με 'Το μάνγκο ανήκει στην οικογένεια Lauraceae και το επιστημονικό βοτανικό όνομά του είναι Mangifera indi...') |
|||
Γραμμή 5: | Γραμμή 5: | ||
3) Του δυτικού ημισφαιρίου, όπου καλλιεργείται και αποτελείται από σπορόφυτα διαφόρων τύπων και δεν ανήκει στα προηγούμενα υποείδη. Παράγει καρπούς χρώματος κυρίως πράσινου, με κατώτερη γεύση. | 3) Του δυτικού ημισφαιρίου, όπου καλλιεργείται και αποτελείται από σπορόφυτα διαφόρων τύπων και δεν ανήκει στα προηγούμενα υποείδη. Παράγει καρπούς χρώματος κυρίως πράσινου, με κατώτερη γεύση. | ||
− | Το μάνγκο είναι δένδρο αειθαλές, μεγάλου μεγέθους. Τα φύλλα εκπτύσσονται σε κόκκινες βλαστήσεις, που αργότερα αποκτούν πράσινο χρωματισμό και διατηρούνται στο δένδρο πάνω απ' ένα χρόνο. Οι Ταξιανθίες παράγουν χιλιάδες άνθη, από τα οποία τα περισσότερα είναι αρσενικά, αλλά μερικά είναι ερμαφρόδιτα. Το ποσοστό των τέλειων ανθέων κυμαίνεται από 1-36% (Purseglove, 1968) ή πάνω από το 75% (Chandler, 1958). Η βλάστηση του δένδρου αναπτύσσεται κατά κύματα. | + | Το μάνγκο είναι δένδρο αειθαλές, μεγάλου μεγέθους. Τα φύλλα εκπτύσσονται σε κόκκινες βλαστήσεις, που αργότερα αποκτούν πράσινο χρωματισμό και διατηρούνται στο δένδρο πάνω απ' ένα χρόνο. Οι Ταξιανθίες παράγουν χιλιάδες άνθη, από τα οποία τα περισσότερα είναι αρσενικά, αλλά μερικά είναι ερμαφρόδιτα. Το ποσοστό των τέλειων ανθέων κυμαίνεται από 1-36% (Purseglove, 1968) ή πάνω από το 75% (Chandler, 1958). Η βλάστηση του δένδρου αναπτύσσεται κατά κύματα. Στα καρποφόρα δένδρα, οι βλαστήσεις του πρώτου κύματος παράγονται από τους επάκριους οφθαλμούς βλαστών του προηγούμενου έτους και στερούνται ανθέων, οι του δεύτερου κύματος παράγονται από πλάγιους οφθαλμούς, που επάκρια της βλάστησης σχηματίζουν ταξιανθία, που θα δώσει λίγους ή και καθόλου καρπούς. |
+ | Ένα τρίτο κύμα βλάστησης παράγεται από πλάγιους οφθαλμούς βλαστών, που ωρίμασαν τους καρπούς και είναι τέταρτο από πλάγιους οφθαλμούς βλαστών που έχουν εξασθενήσει από την τρέχουσα ή την παραγωγή του προηγούμενου χρόνου. | ||
+ | Ο καρπός είναι δρύπη και ποικίλλει σε μέγεθος, βάρους από 85 gr έως και 2.5 kg, τούτου εξαρτωμένου από την ποικιλία. Οι καρποί κάποιων ποικιλιών έχουν σάρκα ινώδη και κατά συνέπεια είναι δυσκολοφάγωτοι. |
Αναθεώρηση της 12:59, 23 Ιουνίου 2014
Το μάνγκο ανήκει στην οικογένεια Lauraceae και το επιστημονικό βοτανικό όνομά του είναι Mangifera indica L. Διακρίνουμε δε τρία υποείδη:
1) Των Δυτικών Ινδιών, που καλλιεργείται στην Ινδία, Πακιστάν και Μπανγκλαντές και παράγει έγχρωμους και εκλεκτής γεύσης καρπούς. Είναι είδος μονοεμβρυονικό και πρέπει να αναπαράγεται αγενώς. Οι σπουδαιότερες ποικιλίες του υποείδους αυτού είναι οι <<Alfonso>>, <<Mulgoba>>, <<Haden>> και <<Tommy Atkins>>. 2) Της Ινδοκίνας, που παράγει συγκριτικά με το υποείδος των Δυτικών Ινδιών, μικρότερους σε μέγεθος καρπούς, λιγότερο ελκυστικούς, κιτρινοπράσινου χρωματισμού, με σάρκα χωρίς ίνες και εκλεκτής γεύσης. Το υποείδος αυτό είναι πολυεμβρυονικό και αναπαράγεται γενετικά πιστά με σπόρο. Οι ποικιλίες του υποείδους αυτού είναι γνωστές με την ονομασία της περιοχής απ' όπου προέρχονται, όπως Cambodiana, Carabao και Pico. 3) Του δυτικού ημισφαιρίου, όπου καλλιεργείται και αποτελείται από σπορόφυτα διαφόρων τύπων και δεν ανήκει στα προηγούμενα υποείδη. Παράγει καρπούς χρώματος κυρίως πράσινου, με κατώτερη γεύση.
Το μάνγκο είναι δένδρο αειθαλές, μεγάλου μεγέθους. Τα φύλλα εκπτύσσονται σε κόκκινες βλαστήσεις, που αργότερα αποκτούν πράσινο χρωματισμό και διατηρούνται στο δένδρο πάνω απ' ένα χρόνο. Οι Ταξιανθίες παράγουν χιλιάδες άνθη, από τα οποία τα περισσότερα είναι αρσενικά, αλλά μερικά είναι ερμαφρόδιτα. Το ποσοστό των τέλειων ανθέων κυμαίνεται από 1-36% (Purseglove, 1968) ή πάνω από το 75% (Chandler, 1958). Η βλάστηση του δένδρου αναπτύσσεται κατά κύματα. Στα καρποφόρα δένδρα, οι βλαστήσεις του πρώτου κύματος παράγονται από τους επάκριους οφθαλμούς βλαστών του προηγούμενου έτους και στερούνται ανθέων, οι του δεύτερου κύματος παράγονται από πλάγιους οφθαλμούς, που επάκρια της βλάστησης σχηματίζουν ταξιανθία, που θα δώσει λίγους ή και καθόλου καρπούς. Ένα τρίτο κύμα βλάστησης παράγεται από πλάγιους οφθαλμούς βλαστών, που ωρίμασαν τους καρπούς και είναι τέταρτο από πλάγιους οφθαλμούς βλαστών που έχουν εξασθενήσει από την τρέχουσα ή την παραγωγή του προηγούμενου χρόνου. Ο καρπός είναι δρύπη και ποικίλλει σε μέγεθος, βάρους από 85 gr έως και 2.5 kg, τούτου εξαρτωμένου από την ποικιλία. Οι καρποί κάποιων ποικιλιών έχουν σάρκα ινώδη και κατά συνέπεια είναι δυσκολοφάγωτοι.