Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Βοτανικά Στοιχεία Τεϊόδενδρου"
Γραμμή 21: | Γραμμή 21: | ||
[[πόσο αφορά σε γεωπόνο::10| ]] | [[πόσο αφορά σε γεωπόνο::10| ]] | ||
[[κατάσταση δημοσίευσης::10| ]] | [[κατάσταση δημοσίευσης::10| ]] | ||
− | + | __NOTOC__ |
Τελευταία αναθεώρηση της 11:05, 22 Μαΐου 2015
Το τεϊόδενδρο ανήκει στην οικογένεια Theaceae και το επιστημονικό του όνομα είναι Camellia sinensis L. Το είδος αυτό είναι διπλοειδές (2n=30), αλλά υπάρχουν και πολυπλοειδή είδη. Τα πιο γνωστά είδη είναι τα C. sinensis var. sinensis (Κινέζικος τύπος), C. sinensis var. assamica (τύπος Ασσάμ) και C. assamica υποείδος lasiocalyx (τύπος Καμπότζης, λιγότερο κοινός). Ακόμα συναντώνται και είδη με παρόμοια χαρακτηριστικά, τα οποία δεν παράγουν τις αναγκαίες χημικές ουσίες, αλλά χρησιμοποιούνται σε προγράμματα υβριδισμού. Τα σπουδαιότερα απ' αυτά είναι τα C. irrawadiensis και C. taliensis.
Το τεϊόδενδρο [1] είναι θάμνος ή μικρό δένδρο αειθαλές. Ο κινεζικός τύπος είναι ένα νάνο δένδρο, με μικρά, βαθυπράσινα, στενά και πολύ οδοντωτά, με κατακόρυφη θέση φύλλα. Τα άνθη είναι μονήρη. Ο τύπος του Ασσάμ είναι δένδρο υψηλότερο, με μεγαλύτερα, λιγότερο οδοντωτά φύλλα, τα οποία σχηματίζουν μεγαλύτερη γωνία με το βλαστό και έχουν κλίση προς τα κάτω ως προς το επάκριο τμήμα τους. Το χρώμα τους ποικίλλει και είναι συνήθως λιγότερο πράσινο από τον κινεζικό τύπο και μερικές φορές είναι πολύ ανοικτοπράσινο, σχεδόν κίτρινο. Τα άνθη παράγονται κατά ομάδες των δυο ή τριών. Το ριζικό σύστημα εισέρχεται σε μεγάλο βάθος στο έδαφος, όταν έχει μεγάλη ανάγκη για νερό και θρεπτικά στοιχεία.
Τα σπορόφυτα σχηματίζουν ένα μονήρες κύριο στέλεχος. Οι βλαστοί παράγονται από οφθαλμούς που απαντούν στη μασχάλη των φύλλων. Τα φύλλα είναι κατ' εναλλαγή και γυαλιστερά στην επάνω επιφάνεια. Η αύξηση της βλάστησης γίνεται κατά κύματα των 4-8 κανονικών φύλλων πάνω από δυο υποτυπώδη και ακολουθείται από μια περίοδο διάπαυσης. Η διάπαυση μπορεί να συμβεί μετά το σχηματισμό λίγων φύλλων, αν το φυτό βρίσκεται σε συνθήκες στρες, όπως ξηρασίας ή χαμηλής θερμοκρασίας του αέρα. Το πρώτο υποτυπώδες φύλλο είναι μικρό σε μέγεθος και πέφτει, ενώ το δεύτερο είναι μεγάλυτερο μεν του πρώτου, αλλά μικρότερο σε μέγεθος από ένα κανονικό. Ο οφθαλμός στη μασχάλη του υψηλότερα ευρισκόμενου φύλλου σε ένα κύμα βλάστησης μεγεθύνεται και μπαίνει σε λήθαργο. Η κατάσταση αυτή είναι γνωστή ως Μπανζχί. Οι οφθαλμοί αυτοί τελικά σπάζουν το λήθαργο και σχηματίζουν νέα κύματα βλάστησης. Τα φύλλα που χρειάζονται για την παρασκευή ροφημάτων αποτελούνται από τον ενεργό αυξανόμενο οφθαλμό με ένα μήκος βλαστού που περιέχει τα επόμενα τρία φύλλα (τρία φύλλα και έναν οφθαλμό).
Τα άνθη έχουν διάμετρο πάνω από 4cm, είναι λευκά ή ανοικτορόδινα και ελαφρώς ευωδιαστά. Σχηματίζονται στη μασχάλη των υποτυπωδών φύλλων, είτε μονήρη ή καθ' ομάδα και αναπτυσσόμενα σχηματίζουν 3 λοβοτές κάψουλες με παχιά πρασινοκαφέ τοιχώματα. Οι καρποί αυτοί χρειάζονται 12 μήνες για να ωριμάσουν και περιέχουν 1-2 σχεδόν σφαιρικούς σπόρους σε κάθε λοβό με διάμετρο 1-1.5cm. Οι σπόροι έχουν ανοικτοκαφετί χρώμα, σκληρό σποροπερίβλημα και περιέχουν κοτυληδόνες με μεγάλη περιεκτικότητα σε λάδι.
Από τα φύλλα παράγονται τρεις τύποι τσαγιού: το πράσινο (χωρίς ζύμωση), το μαύρο (με ζύμωση) και το ημιζυμωμένο ή Οολόνγκ (ζυμώνεται για μικρό χρονικό διάστημα).
Βιβλιογραφία
- ↑ Ειδική δενδροκομία Τόμος V "Τροπικά φυτά", Ποντίκη Κων/νου, Καθηγητή Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Εκδόσεις Σταμούλη, 2001