Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Ασθένεια γαρυφαλλιάς περονόσπορος"

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
Ο περονόσπορος της γαρυφαλλιάς περιγράφηκε για πρώτη φορά στη Γαλλία το 1946. Σήμερα η ασθένεια είναι εξαπλωμένη σε πολλές περιοχές του κόσμου, αλλά δεν είναι γνωστό να προκαλεί συνήθως μεγάλες ζημιές. Στην Ελλάδα διαπιστώθηκε για πρώτη φορά το 1954 σε γαρυφαλλιές στην Κηφισιά και το Χαλάνδρι. Τον Φεβρουάριο του 1998 στον Ασπρόπυργο Αττικής παρατηρήθηκαν σοβαρές ζημιές Περονόσπορου σε καλλιέργεια γαρυφαλλιάς (ποικιλία Simona) υπό κάλυψη. Τα πρώτα συμπτώματα εμφανίζονται στα φύλλα με τη μορφή ζωνών ανοικτού πράσινου μέχρι κιτρινωπού χρώματος. Στα σημεία προσβολής το έλασμα των φύλλων λυγίζει. Τα μολυσμένα φυτά παρουσιάζουν νανισμό και μαρασμό. Στους βλαστούς η προσβολή περιορίζεται κυρίως στο σημείο αναπτύξεως στο ανώτερο μέρος τους με αποτέλεσμα να αναπτύσσονται οι πλάγιοι οφθαλμοί και τα φυτά να αποκτούν μια θαμνώδη εμφάνιση. Σε μερικές ανθεκτικές ποικιλίες σχηματίζονται βλαστοί με μικρότερα φύλλα, διογκωμένο στέλεχος και βραχέα μεσογονάτια. Τα άνθη προσβάλλονται συχνότερα στα σέπαλα και σπανιότερα στα πέταλα. Αρχικά παρατηρείται πρασινοκίτρινος μεταχρωματισμός των προσβεβλημένων περιοχών του άνθους και αργότερα ξήρανση αυτών. Στις επιφάνειες των προσβεβλημένων περιοχών, όταν επικρατεί υψηλή σχετική υγρασία στο περιβάλλον καλλιέργειας των φυτών, σχηματίζεται πλούσια λευκή εξάνθηση από τους κονιδιοφόρους και τα σπορία του παθογόνου. Σε προχωρημένα στάδια της ασθένειας οι προσβεβλημένοι ιστοί καλύπτονται συνήθως από μαύρη εξάνθηση, η οποία οφείλεται σε δευτερογενή ανάπτυξη του μύκητα Stemphylium sp. Ο παθογόνος μύκητας είναι ο Peronospora dianthicola Barthelet (Peronosporaceae, Peronosporales, Oomycetes, Oomycota, Chromista), που σχηματίζει κονιδιοφόρους που έχουν διχοτομική διακλάδωση, ύψους 270-340 μm, και πλάτος 7-10 μm και παράγουν κονίδια ωοειδή, διαστάσεων 14-29 x 12,5-20,5 μm. Ο μύκητας σχηματίζει στο εσωτερικό των ασθενών φυτικών ιστών άφθονα ωοσπόρια που έχουν χρώμα κιτρινοκαστανό, διάμετρο 40 μm και η επιφάνεια τους φέρει πολλά επάρματα. Το παθογόνο προσβάλλει μόνο φυτά του Dianthus caryophyllus. Ένας δεύτερος περονόσπορος είναι ο Peronospora dianthi de Bary, ο οποίος προσβάλλει τα ετήσια φυτά Dianthus (Dianthus chinensis κ.α. Εναντίον της ασθένειας συνιστώνται τα ακόλουθα: Ψεκασμός των φυτών με οξυχλωριούχο χαλκό ή mancozeb ή διασυστηματικά μυκητοκτόνα (metalaxyl, benalaxyl, cymoxanil κ.α.). Αφαίρεση και καταστροφή προσβεβλημένων φύλλων και προστασία των φυτών από διαβροχή τους. Λήψη μέτρων υγιεινής όπως καταστροφή προσβεβλημένων φυτικών μερών, ιδίως αυτών που πέφτουν στο έδαφος και μέσα τους διαχειμάζουν τα ωοσπόρια του παρασίτου. <ref name="Ασθένειες καλλωπιστικών φυτών"/>
+
Ο [[Περονόσπορος|περονόσπορος]] της γαρυφαλλιάς περιγράφηκε για πρώτη φορά στη Γαλλία το 1946. Σήμερα η ασθένεια είναι εξαπλωμένη σε πολλές περιοχές του κόσμου, αλλά δεν είναι γνωστό να προκαλεί συνήθως μεγάλες ζημιές. Στην Ελλάδα διαπιστώθηκε για πρώτη φορά το 1954 σε γαρυφαλλιές στην Κηφισιά και το Χαλάνδρι. Τον Φεβρουάριο του 1998 στον Ασπρόπυργο Αττικής παρατηρήθηκαν σοβαρές ζημιές Περονόσπορου σε καλλιέργεια γαρυφαλλιάς (ποικιλία Simona) υπό κάλυψη. Τα πρώτα συμπτώματα εμφανίζονται στα φύλλα με τη μορφή ζωνών ανοικτού πράσινου μέχρι κιτρινωπού χρώματος. Στα σημεία προσβολής το έλασμα των φύλλων λυγίζει. Τα μολυσμένα φυτά παρουσιάζουν νανισμό και μαρασμό. Στους βλαστούς η προσβολή περιορίζεται κυρίως στο σημείο αναπτύξεως στο ανώτερο μέρος τους με αποτέλεσμα να αναπτύσσονται οι πλάγιοι οφθαλμοί και τα φυτά να αποκτούν μια θαμνώδη εμφάνιση. Σε μερικές ανθεκτικές ποικιλίες σχηματίζονται βλαστοί με μικρότερα φύλλα, διογκωμένο στέλεχος και βραχέα μεσογονάτια. Τα άνθη προσβάλλονται συχνότερα στα σέπαλα και σπανιότερα στα πέταλα. Αρχικά παρατηρείται πρασινοκίτρινος μεταχρωματισμός των προσβεβλημένων περιοχών του άνθους και αργότερα ξήρανση αυτών. Στις επιφάνειες των προσβεβλημένων περιοχών, όταν επικρατεί υψηλή σχετική υγρασία στο περιβάλλον καλλιέργειας των φυτών, σχηματίζεται πλούσια λευκή εξάνθηση από τους κονιδιοφόρους και τα σπορία του παθογόνου. Σε προχωρημένα στάδια της ασθένειας οι προσβεβλημένοι ιστοί καλύπτονται συνήθως από μαύρη εξάνθηση, η οποία οφείλεται σε δευτερογενή ανάπτυξη του μύκητα Stemphylium sp. Ο παθογόνος μύκητας είναι ο Peronospora dianthicola Barthelet (Peronosporaceae, Peronosporales, Oomycetes, Oomycota, Chromista), που σχηματίζει κονιδιοφόρους που έχουν διχοτομική διακλάδωση, ύψους 270-340 μm, και πλάτος 7-10 μm και παράγουν κονίδια ωοειδή, διαστάσεων 14-29 x 12,5-20,5 μm. Ο μύκητας σχηματίζει στο εσωτερικό των ασθενών φυτικών ιστών άφθονα ωοσπόρια που έχουν χρώμα κιτρινοκαστανό, διάμετρο 40 μm και η επιφάνεια τους φέρει πολλά επάρματα. Το παθογόνο προσβάλλει μόνο φυτά του Dianthus caryophyllus. Ένας δεύτερος περονόσπορος είναι ο Peronospora dianthi de Bary, ο οποίος προσβάλλει τα ετήσια φυτά Dianthus (Dianthus chinensis κ.α. Εναντίον της ασθένειας συνιστώνται τα ακόλουθα: Ψεκασμός των φυτών με οξυχλωριούχο χαλκό ή mancozeb ή διασυστηματικά μυκητοκτόνα (metalaxyl, benalaxyl, cymoxanil κ.α.). Αφαίρεση και καταστροφή προσβεβλημένων φύλλων και προστασία των φυτών από διαβροχή τους. Λήψη μέτρων υγιεινής όπως καταστροφή προσβεβλημένων φυτικών μερών, ιδίως αυτών που πέφτουν στο έδαφος και μέσα τους διαχειμάζουν τα ωοσπόρια του παρασίτου. <ref name="Ασθένειες καλλωπιστικών φυτών"/>
  
 
==Βιβλιογραφία==
 
==Βιβλιογραφία==

Αναθεώρηση της 11:25, 29 Δεκεμβρίου 2015

Ο περονόσπορος της γαρυφαλλιάς περιγράφηκε για πρώτη φορά στη Γαλλία το 1946. Σήμερα η ασθένεια είναι εξαπλωμένη σε πολλές περιοχές του κόσμου, αλλά δεν είναι γνωστό να προκαλεί συνήθως μεγάλες ζημιές. Στην Ελλάδα διαπιστώθηκε για πρώτη φορά το 1954 σε γαρυφαλλιές στην Κηφισιά και το Χαλάνδρι. Τον Φεβρουάριο του 1998 στον Ασπρόπυργο Αττικής παρατηρήθηκαν σοβαρές ζημιές Περονόσπορου σε καλλιέργεια γαρυφαλλιάς (ποικιλία Simona) υπό κάλυψη. Τα πρώτα συμπτώματα εμφανίζονται στα φύλλα με τη μορφή ζωνών ανοικτού πράσινου μέχρι κιτρινωπού χρώματος. Στα σημεία προσβολής το έλασμα των φύλλων λυγίζει. Τα μολυσμένα φυτά παρουσιάζουν νανισμό και μαρασμό. Στους βλαστούς η προσβολή περιορίζεται κυρίως στο σημείο αναπτύξεως στο ανώτερο μέρος τους με αποτέλεσμα να αναπτύσσονται οι πλάγιοι οφθαλμοί και τα φυτά να αποκτούν μια θαμνώδη εμφάνιση. Σε μερικές ανθεκτικές ποικιλίες σχηματίζονται βλαστοί με μικρότερα φύλλα, διογκωμένο στέλεχος και βραχέα μεσογονάτια. Τα άνθη προσβάλλονται συχνότερα στα σέπαλα και σπανιότερα στα πέταλα. Αρχικά παρατηρείται πρασινοκίτρινος μεταχρωματισμός των προσβεβλημένων περιοχών του άνθους και αργότερα ξήρανση αυτών. Στις επιφάνειες των προσβεβλημένων περιοχών, όταν επικρατεί υψηλή σχετική υγρασία στο περιβάλλον καλλιέργειας των φυτών, σχηματίζεται πλούσια λευκή εξάνθηση από τους κονιδιοφόρους και τα σπορία του παθογόνου. Σε προχωρημένα στάδια της ασθένειας οι προσβεβλημένοι ιστοί καλύπτονται συνήθως από μαύρη εξάνθηση, η οποία οφείλεται σε δευτερογενή ανάπτυξη του μύκητα Stemphylium sp. Ο παθογόνος μύκητας είναι ο Peronospora dianthicola Barthelet (Peronosporaceae, Peronosporales, Oomycetes, Oomycota, Chromista), που σχηματίζει κονιδιοφόρους που έχουν διχοτομική διακλάδωση, ύψους 270-340 μm, και πλάτος 7-10 μm και παράγουν κονίδια ωοειδή, διαστάσεων 14-29 x 12,5-20,5 μm. Ο μύκητας σχηματίζει στο εσωτερικό των ασθενών φυτικών ιστών άφθονα ωοσπόρια που έχουν χρώμα κιτρινοκαστανό, διάμετρο 40 μm και η επιφάνεια τους φέρει πολλά επάρματα. Το παθογόνο προσβάλλει μόνο φυτά του Dianthus caryophyllus. Ένας δεύτερος περονόσπορος είναι ο Peronospora dianthi de Bary, ο οποίος προσβάλλει τα ετήσια φυτά Dianthus (Dianthus chinensis κ.α. Εναντίον της ασθένειας συνιστώνται τα ακόλουθα: Ψεκασμός των φυτών με οξυχλωριούχο χαλκό ή mancozeb ή διασυστηματικά μυκητοκτόνα (metalaxyl, benalaxyl, cymoxanil κ.α.). Αφαίρεση και καταστροφή προσβεβλημένων φύλλων και προστασία των φυτών από διαβροχή τους. Λήψη μέτρων υγιεινής όπως καταστροφή προσβεβλημένων φυτικών μερών, ιδίως αυτών που πέφτουν στο έδαφος και μέσα τους διαχειμάζουν τα ωοσπόρια του παρασίτου. [1]

Βιβλιογραφία

  1. Ασθένειες καλλωπιστικών φυτών, του Ομότιμου Καθηγητή Φυτοπαθολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Χ.Γ.Παναγόπουλου, Αθήνα 2003.