Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Ασθένεια γαρυφαλλιάς φουζαρίωση"
μ (Ο X skiadas μετακίνησε τη σελίδα Ασθένεια γαρυφαλλιάς φουζάρια στη Ασθένεια γαρυφαλλιάς φουζαρίωση) |
|||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
Προσβολή του λαιμού και των ριζών στη γαρυφαλλιά προκαλούν οι παρακάτω μύκητες: | Προσβολή του λαιμού και των ριζών στη γαρυφαλλιά προκαλούν οι παρακάτω μύκητες: | ||
− | + | ||
− | Η ασθένεια στην αγγλική γλώσσα είναι γνωστή με διάφορα κοινά ονόματα, όπως Fusarium stem and branch rot, Fusarium basal rot, Fusarium stub rot, Fusarium stub dieback και αποδίδεται στα είδη Fusarium culmorum | + | Η [[Ασθένειες γαρυφαλλιάς|ασθένεια]] στην αγγλική γλώσσα είναι γνωστή με διάφορα κοινά ονόματα, όπως Fusarium stem and branch rot, Fusarium basal rot, Fusarium stub rot, Fusarium stub dieback και αποδίδεται στα είδη Fusarium culmorum, Fusarium graminearum Schwabe, και Fusarium avenaceum. Η φουζαρίωση προσβάλλει τον λαιμό και τις ρίζες της γαρυφαλλιάς. Προκαλεί επιπλέον σήψεις του στελέχους λόγω των ειδών Fusarium solani, Fusarium equiseti, Fusarium moniliforme, Fusarium semitectum και Fusarium poae. Προσβολή από τον Fusarium poae διαπιστώθηκε στη Χερσόνησο Ηρακλείου Κρήτης. Στην Ευρώπη αναφέρεται ότι ο μύκητας Fusarium culmorum μπορεί να προκαλέσει σοβαρές ζημιές τόσο στα μοσχεύματα όσο και στα αναπτυγμένα φυτά της γαρυφαλλιάς. |
+ | |||
+ | Η προσβολή στα μοσχεύματα πολύ συχνά ξεκινάει από την τομή της βάσεως και εκδηλώνεται με σήψη κατά τη ριζοβολία ή αποτυχία της εγκαταστάσεωςς των νέων φυτών στο έδαφος. Κατά τη φύτευση μερικά μοσχεύματα δείχνουν μια πολύ μικρή καστανή αλλοίωση στην περιοχή της ρίζας η οποία αργότερα εξελίσσεται σε μεγαλύτερη περιοχή σήψεως. Μετά το φύτεμα τα μολυσμένα μοσχεύματα εμφανίζουν ένα απότομο μαρασμό και αποξηραίνονται. Τα σχηματιζόμενα έλκη έχουν χρώμα καφέ σοκολατί, φθάνουν σε ύψος ενός ή δύο κόμβων και συχνά καλύπτονται από τα πορτοκαλί προς ροζ σποριοδόχεια του παθογόνου. Η είσοδος του παθογόνου μπορεί να γίνει και από γηρασμένους ιστούς φύλλων. | ||
+ | |||
+ | Στις εγκαταστημένες φυτείες η προσβολή συνήθως αρχίζει από πληγές στο στέλεχος που δημιουργούνται από σχισμές αναπτύξεως ή από τις τομές αφαιρέσεως πλάγιων βλαστών ή κοπής ανθέων. Τα δημιουργούμενα έλκη περιβάλλουν το στέλεχος και προκαλούν την μάρανση των φύλλων, τα οποία γίνονται γκριζοπράσινα μέχρι αχυρώδη και αποξηραίνονται. Με συνθήκες υψηλής υγρασίας στην επιφάνεια των ελκών σχηματίζονται άφθονα σποριοδόχεια με πολυάριθμα σπόρια τα οποία διασπείρονται με τη βοήθεια του νερού. | ||
+ | |||
+ | Η ασθένεια αντιμετωπίζεται με ψεκασμούς των φυτών με captan ή benomyl. Τα ίδια μυκητοκτόνα συνιστώνται και για τα μοσχεύματα κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας και ριζοβολίας τους. Αποτελεσματικά αναφέρονται ακόμη σε προ της ριζοβολίας των μοσχευμάτων εφαρμογές εναντίον του Fusarium avenaceum και τα μυκητοκτόνα tebuconazole και iprodione. | ||
+ | |||
+ | Δύο ή τρεις ημέρες μετά τη φύτευση τα μοσχεύματα πρέπει επίσης να ψεκάζονται με captan ή benomyl και οι ψεκασμοί να επαναλαμβάνονται 2 ή 3 φορές κάθε δυο εβδομάδες. Για να είναι αποτελεσματικά τα αναφερθέντα μέτρα επιβάλλεται η εφαρμογή αυστηρών μέτρων υγιεινής, ιδιαίτερα στις μητρικές φυτείες λήψεως των μοσχευμάτων και κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας και χειρισμού των μοσχευμάτων, η αποφυγή υψηλής υγρασίας στο περιβάλλον αναπτύξεως των φυτών και η επιμελής καταστροφή των εστιών μολύνσεως. <ref name="Ασθένειες καλλωπιστικών φυτών"/> | ||
Τελευταία αναθεώρηση της 12:57, 11 Ιανουαρίου 2016
Προσβολή του λαιμού και των ριζών στη γαρυφαλλιά προκαλούν οι παρακάτω μύκητες:
Η ασθένεια στην αγγλική γλώσσα είναι γνωστή με διάφορα κοινά ονόματα, όπως Fusarium stem and branch rot, Fusarium basal rot, Fusarium stub rot, Fusarium stub dieback και αποδίδεται στα είδη Fusarium culmorum, Fusarium graminearum Schwabe, και Fusarium avenaceum. Η φουζαρίωση προσβάλλει τον λαιμό και τις ρίζες της γαρυφαλλιάς. Προκαλεί επιπλέον σήψεις του στελέχους λόγω των ειδών Fusarium solani, Fusarium equiseti, Fusarium moniliforme, Fusarium semitectum και Fusarium poae. Προσβολή από τον Fusarium poae διαπιστώθηκε στη Χερσόνησο Ηρακλείου Κρήτης. Στην Ευρώπη αναφέρεται ότι ο μύκητας Fusarium culmorum μπορεί να προκαλέσει σοβαρές ζημιές τόσο στα μοσχεύματα όσο και στα αναπτυγμένα φυτά της γαρυφαλλιάς.
Η προσβολή στα μοσχεύματα πολύ συχνά ξεκινάει από την τομή της βάσεως και εκδηλώνεται με σήψη κατά τη ριζοβολία ή αποτυχία της εγκαταστάσεωςς των νέων φυτών στο έδαφος. Κατά τη φύτευση μερικά μοσχεύματα δείχνουν μια πολύ μικρή καστανή αλλοίωση στην περιοχή της ρίζας η οποία αργότερα εξελίσσεται σε μεγαλύτερη περιοχή σήψεως. Μετά το φύτεμα τα μολυσμένα μοσχεύματα εμφανίζουν ένα απότομο μαρασμό και αποξηραίνονται. Τα σχηματιζόμενα έλκη έχουν χρώμα καφέ σοκολατί, φθάνουν σε ύψος ενός ή δύο κόμβων και συχνά καλύπτονται από τα πορτοκαλί προς ροζ σποριοδόχεια του παθογόνου. Η είσοδος του παθογόνου μπορεί να γίνει και από γηρασμένους ιστούς φύλλων.
Στις εγκαταστημένες φυτείες η προσβολή συνήθως αρχίζει από πληγές στο στέλεχος που δημιουργούνται από σχισμές αναπτύξεως ή από τις τομές αφαιρέσεως πλάγιων βλαστών ή κοπής ανθέων. Τα δημιουργούμενα έλκη περιβάλλουν το στέλεχος και προκαλούν την μάρανση των φύλλων, τα οποία γίνονται γκριζοπράσινα μέχρι αχυρώδη και αποξηραίνονται. Με συνθήκες υψηλής υγρασίας στην επιφάνεια των ελκών σχηματίζονται άφθονα σποριοδόχεια με πολυάριθμα σπόρια τα οποία διασπείρονται με τη βοήθεια του νερού.
Η ασθένεια αντιμετωπίζεται με ψεκασμούς των φυτών με captan ή benomyl. Τα ίδια μυκητοκτόνα συνιστώνται και για τα μοσχεύματα κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας και ριζοβολίας τους. Αποτελεσματικά αναφέρονται ακόμη σε προ της ριζοβολίας των μοσχευμάτων εφαρμογές εναντίον του Fusarium avenaceum και τα μυκητοκτόνα tebuconazole και iprodione.
Δύο ή τρεις ημέρες μετά τη φύτευση τα μοσχεύματα πρέπει επίσης να ψεκάζονται με captan ή benomyl και οι ψεκασμοί να επαναλαμβάνονται 2 ή 3 φορές κάθε δυο εβδομάδες. Για να είναι αποτελεσματικά τα αναφερθέντα μέτρα επιβάλλεται η εφαρμογή αυστηρών μέτρων υγιεινής, ιδιαίτερα στις μητρικές φυτείες λήψεως των μοσχευμάτων και κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας και χειρισμού των μοσχευμάτων, η αποφυγή υψηλής υγρασίας στο περιβάλλον αναπτύξεως των φυτών και η επιμελής καταστροφή των εστιών μολύνσεως. [1]
Βιβλιογραφία
- ↑ Ασθένειες καλλωπιστικών φυτών, του Ομότιμου Καθηγητή Φυτοπαθολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Χ.Γ.Παναγόπουλου, Αθήνα 2003.