Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Ασθένεια αγγουριάς Διδυμέλλα"
(Νέα σελίδα με 'Η διδυμέλλα ή κομμιώδης ή μαύρη σήψη του στελέχους είναι ασθένεια το...') |
(Καμία διαφορά)
|
Αναθεώρηση της 08:06, 8 Ιουλίου 2013
Η διδυμέλλα ή κομμιώδης ή μαύρη σήψη του στελέχους είναι ασθένεια του εδάφους που επίσης προσβάλλει όλα τα υπέργεια μέρη κυρίως των πλήρως αναπτυγμένων φυτών. Στη χώρα μας προκαλεί σοβαρές ζημιές, κυρίως στις θερμοκηπιακές καλλιέργειες αγγουριάς και σοβαρές μετασυλλεκτικές σήψεις στα συγκομισμένα προϊόντα. Το παθογόνο προσβάλλει τα φυτά σε όλα τα στάδια ανάπτυξής τους και κυρίως τα πλήρως αναπτυγμένα, προκαλώντας ζημιές στα φύλλα, στελέχη και καρπούς. Στα σπορόφυτα, στην αρχή εμφανίζονται ελαιώδεις και αργότερα σκούρες γκρίζες και μαύρες κηλίδες. Στα φύλλα η προσβολή αρχίζει σχεδόν πάντα από την περιφέρεια του ελάσματος. Σχηματίζονται μεγάλες, ακανόνιστες υδαρείς κηλίδες οι οποίες πάντα συνοδεύονται από κίτρινο περιθώριο. Αργότερα γίνονται καστανές και φέρουν στο κέντρο τους καστανόμαυρες καρποφορίες (πυκνίδια και περιθήκια) του μύκητα. Η προσβλημένη περιοχή παίρνει ένα καστανό μπεζ χωματισμό και τελικά ξεραίνεται. Στα στελέχη και κυρίως στην περιοχή του λαιμού έχουμε τις πιο πολλές ζημιές ιδίως όταν έχουν δημιουργηθεί πληγές και υπάρχει υψηλή υγρασία. Μεταξύ του προσβεβλημένου και του υγιούς τμήματος σχηματίζεται χαρακτηριστική κίτρινη διαχωριστική γραμμή και εσωτερικά σε επιμήκη τομή παρατηρείται καστανός μεταχρωματισμός. Αρχικά εμφανίζονται κατά μήκος του βλαστού ανοικτοπράσινες υδαρείς κηλίδες, οι οποίες αργότερα αποκτούν σκούρο πράσινο χρώμα και εξελίσσονται σε μαύρες σήψεις. Οι περιοχές αυτές, που καλύπτονται από τις καρποφορίες (πυκνίδια και περιθήκια) του μύκητα, εκκρίνουν καστανοκίτρινο κόμμι. Πολλές φορές, οι κηλίδες αυτές περιβάλλουν ολόκληρο το στέλεχος. Το φυτικό τμήμα πάνω από το σημείο προσβολής νεκρώνεται. Οι μολύνσεις πιθανότατα να πραγματοποιούνται κατά το διάστημα της άνθησης. Η προσβολή ξεκινάει από τα ανοιχτά άνθη, τα ανθικά υπολείμματα και από τις πληγές. Οι προσβεβλημένοι καρποί εμφανίζουν μαλακή, υγρή, γκριζοπράσινη σήψη, πλάτυνση της κορυφής και καθυστερημένη ανάπτυξη. Οι πυκνές καρποφορίες του μύκητα προσδίδουν στην κορυφή των καρπών μαύρη όψη. Λανθάνουσες μολύνσεις μπορεί να έχουμε μετά τη συγκομιδή. Τα έντονα προσβεβλημένα φυτά μαραίνονται απότομα και ξεραίνονται. Ο μύκητας Didymella bryoniae είναι το παθογόνο αίτιο της ασθένειας. Διαχειμάζει με τη μορφή μυκηλίου ή χλαμυδοσπορίων στο έδαφος, στα φυτικά υπολείμματα, στα στελέχη και στο εσωτερικό των θερμοκηπίων. Το πρωταρχικό μόλυσμα του παθογόνου είναι τα πυκνιδιοσπόρια και ασκοσπόρια που σχηματίζει. Οι δευτερογενείς μολύνσεις προέρχονται από τις καρποφορίες του μύκητα στα προσβλημένα φυτικά τμήματα. Σε αυτά σχηματίζονται τόσο πυκνίδια όσο και περιθήκια. Τα πυκνίδια είναι καστανόμαυρα και περιέχουν υαλώδη, κυλινδρικά, δικύτταρα, πυκνιδιοσπόρια. Τα πυκνιδιοσπόρια εξέρχονται από το πυκνίδιο με τη μορφή ρευστής κιτρινωπής μάζας. Μεταφέρονται με τα σταγονίδια της βροχής και μηχανικά με τις καλλιεργητικές φροντίδες από φυτό σε φυτό. Σε περιοχές όπου οι χειμώνες είναι ήπιοι ο μύκητας παράγει μαύρα, σφαιρικά περιθήκια. Την Άνοιξη, όταν υπάρχουν υγρές συνθήκες, τα περιθήκια ελευθερώνουν τους ασκούς οι οποίοι περιέχουν υαλώδη, δικύτταρα ασκοσπόρια. Η μεταφορά των ασκοσπορίων στα φυτά γίνεται με τον υγρό αέρα. Στα θερμοκήπια, που δεν αερίζονται κανονικά, είναι δυνατή η απελευθέρωση τους σε όλη την καλλιεργητική περίοδο. Στην ύπαιθρο, η μεγαλύτερη απελευθέρωση γίνεται μετά από βροχή ή άρδευση με καταιονισμό. Αρκούν μόνο λίγες ώρες διύγρανσης της προσβλημένης επιφάνειας για να αρχίσει η απελευθέρωση. Η είσοδος του μύκητα στα φύλλα γίνεται μέσω της επιδερμίδας, στα στελέχη και στους βλαστούς μέσω των πληγών από τις τομές του κλαδέματος ή λόγω γηρασμένων ιστών και στους καρπούς είτε μέσω των πληγών, είτε μέσω των ανθέων κατά την επικονίαση. Το παθογόνο καρποφορεί σε μεγάλο εύρος θερμοκρασιών από 5-35oC. Οι άριστες θερμοκρασίες για την καρποφορία, τη βλάστηση των πυκνιδιοσπορίων του μύκητα και την ανάπτυξη της ασθένειας είναι γύρω στους 23oC. Για την ανάπτυξη της ασθένειας πρέπει ο καιρός να είναι βροχερός και να υπάρχει υψηλή ατμοσφαιρική και εδαφική υγρασία. Η πυκνή φύτευση και η πλούσια αζωτούχος λίπανση των φυτών, ευνοεί την ασθένεια. Η μετάδοση της ασθένειας γίνεται με τον αέρα, τη βροχή, το έδαφος, το σπόρο, τα εργαλεία και το προσωπικό. Για την αντιμετώπιση της ασθένειας αυτής εφαρμόζουμε τα παρακάτω καλλιεργητικά μέτρα:
- Εναλλαγή καλλιεργειών, όπου τα κολοκυνθοειδή επανέρχονται στο ίδιο χωράφι μετά από 2 χρόνια.
- Απομάκρυνση και καταστροφή των φυτικών υπολειμμάτων της προηγούμενης καλλιέργειας.
- Χρησιμοποίηση υγιούς σπόρου.
- Αραιή φύτευση.
- Επισήμανση και καταστροφή των ύποπτων και άρρωστων φυτών.
- Αποφυγή άρδευσης με καταιονισμό. Η συχνή άρδευση και με λίγο νερό, όπως τη στάγδην, εμποδίζει την εξέλιξη της ασθένειας.
- Καταστροφή των ζιζανίων ή φυτών ξενιστών του παθογόνου.
- Βαθύ παράχωμα των φυτικών υπολειμμάτων μετά το τέλος της καλλιέργειας.
- Μείωση της υπερβολικής υγρασίας.
- Μπορεί να γίνει τοποθέτηση εντομοστεγούς δικτύου, όπου θα περιορίσει την είσοδο των εντόμων, όπου δημιουργούν πληγές στα φυτά.