Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Ασθένεια ζαχαρότευτλου Ίκτερος"
(Νέα σελίδα με 'Το 1970 παρατηρήθηκε στην περιοχή της Λάρισας με ιδιαίτερα ένταση, και το 1975 και 1976 στην περιο...') |
(Καμία διαφορά)
|
Αναθεώρηση της 14:57, 25 Ιουλίου 2013
Το 1970 παρατηρήθηκε στην περιοχή της Λάρισας με ιδιαίτερα ένταση, και το 1975 και 1976 στην περιοχή των Σερρών με επίσης σημαντική επίπτωση. Τα τελευταία χρόνια δεν φαίνεται να δημιουργεί ανησυχητικά προβλήματα επειδή συνήθως εμφανίζεται σε μικρό αριθμό φυτών. Οι απώλειες από τον ίκτερο μπορεί να φθάσουν το 30–40% της παραγωγής και οφείλονται τόσο στη μείωση του ζαχαρικού τίτλου, όσο και στην υποβαθμισμένη καθαρότητα του παραγόμενου χυμού, που κάνουν δύσκολη την εξαγωγή της ζάχαρης. Στα τεύτλα σποροπαραγωγής, επηρεάζει σοβαρά της αποδόσεις αλλά και την ποιότητα του παραγομένου σπόρου.
Τα αρχικά συμπτώματα εμφανίζονται 5–12 ημέρες μετά την μόλυνση με την μορφή της διαφανούς λεύκανσης ή κιτρινίσματος των νεύρων των νεαρών φύλλων. Ο χρόνος επώασης, ανάλογα με την ηλικία των φυτών κατά την μόλυνση, κυμαίνεται από 3-9 εβδομάδες και μειώνεται αυξανόμενης της θερμοκρασίας. Μετά την λεύκανση των νευρώσεων ολόκληρο το έλασμα των φύλλων γίνεται κίτρινο, παχύτερο, δερματώδες και εύθραυστο. Η αύξηση του πάχους του μεσόφυλλου οφείλεται σε υπερτροφία των κυττάρων. Σε μερικές περιπτώσεις, μικρές, ημιδιαφανείς κηλίδες μεγέθους κεφαλής καρφίτσας εμφανίζονται στα φύλλα που πλησιάζουν την ωρίμανση, ενώ μικρές νεκρωτικές κηλίδες, μερικές φορές κοκκινωπές ή καστανές, εμφανίζονται στα παλαιά κίτρινα φύλλα. Ο συνδυασμός νεκρωτικών κηλίδων και ίκτερου συχνά δίνει στα φύλλα την όψη μπρούτζου. Οι νεκρωτικές κηλίδες και οι μεγάλες νεκρωτικές περιοχές διαφοροποιούν τις μολύνσεις του BYV από άλλους ιούς που σχετίζονται με το σύμπλοκο του ίκτερου.
Ο ιός του ίκτερου των τεύτλων ανήκει στο γένος Closterovirus. Το σημείο αδρανοποίησης του ιού είναι περίπου 55oC και η οριακή αραίωση μέχρι 10-4 ανάλογα με τον ξενιστή, ενώ η μολυσματικότητα του ιού διατηρείται τουλάχιστον ένα χρόνο στους – 20oC. Το εύρος ξενιστών του ιού είναι σχετικά μέτριο. Παρότι έχουν βρεθεί ευπαθή είδη τουλάχιστον 15 οικογενειών δικοτυλήδονων φυτών, οι περισσότεροι ξενιστές ανήκουν σε τέσσερις οικογένειες: Amarathaceae, Aizoaceae, Caryophyllaceae και κυρίως Chenopodiaceae. Στον αγρό ο ιός προσβάλλει όλα τα είδη του γένους Beta καλλιεργούμενα και μη, ορισμένα ζιζάνια όπως το Stellaria media, και άγρια είδη της οικογένειας Chenopodiaceae. Τα ζιζάνια Atriplex patula, Chenopodium album και Portulaca oleraceae βρέθηκαν ευπαθή στον ιό μόνο στο εργαστήριο και συνεπώς ο ρόλος τους στην επιδημιολογία του ιού παραμένει άγνωστος. Από τις πηγές αυτές, ο ιός εξαπλώνεται με περισσότερα από 25 είδη αφίδων, από τα οποία τα Aphis fabae και Myzus persicae είναι οι πιο αποτελεσματικοί φορείς. Όλα τα στάδια των αφίδων μεταδίδουν τον ιό, αλλά τα ενήλικα άτομα είναι πιο αποτελεσματικοί φορείς.
Λαμβάνοντας υπόψη τα επιδημιολογικά χαρακτηριστικά του ιού, συνιστώνται τα παρακάτω μέτρα:
- Εγκατάσταση των ζαχαροτεύτλων σε απόσταση από καλλιέργειες σποροπαραγωγής.
- Σε άλλες χώρες σημαντική πηγή μόλυνσης αποτελούν οι χώροι διατήρησεις των κτηνοτροφικών τεύτλων. Καλλιέργειες ζαχαρότευτλων που βρήσκονται σε μικρές αποστάσεις από τους χώρους αυτούς συνήθως εμφανίζουν υψηλό ποσοστό μόλυνσης. Γι΄αυτό είναι απαραίτητη η αφαίρεση της βλάστησης των ριζομάτων των κτηνοτροφικών τεύτλων με κοπή ή καταστροφή με χημικές ουσίες.
- Συστηματική καταπολέμηση των ζιζανίων μέσα και περιμετρικά των αγρών. Ορισμένα από αυτά είναι ευπαθή στον ιό και αποτελούν πηγές μόλυνσης.
- Καταπολέμηση των αφίδων.
- Η επιλογή ανθεκτικών ποικιλιών ζαχαροτεύτλων έχει διερευνηθεί στην Αμερική και στην Ευρώπη από την δεκαετία του ΄60. Διάφορες ποικιλίες βρέθηκαν να εμφανίζουν ανεκτικότητα στη μόλυνση του ιού, αλλά περιέχουν χαμηλά ποσοστά ζάχαρης.