Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Ασθένεια πεπονιάς Βερτισιλλίωση"

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
(Νέα σελίδα με 'Image:Προσβεβλημένα φύλλα πεπονιάς λόγω Βερτισιλλίωσης.png|thumb|px100|Προσβεβλημένα φύλλα πεπονι...')
 
(Καμία διαφορά)

Τελευταία αναθεώρηση της 10:22, 9 Σεπτεμβρίου 2013

Προσβεβλημένα φύλλα πεπονιάς λόγω Βερτισιλλίωσης

Υπεύθυνο παθογόνο είναι ο μύκητας Verticillium dahlie. Η βερτισιλλίωση αποτελεί πρόβλημα στις εύκρατες και ημιτροπικές περιοχές του κόσμου, ιδιαίτερα στις αρδευόμενες περιοχές. Προκαλεί αξιοσημείωτη απώλεια στην απόδοση αλλά χωρίς ζημιά στην ποιότητα. Μεγάλες απώλειες σημειώνονται στις περιοχές όπου το παθογόνο είναι ενδημικό.

Η βερτισιλλίωση προσβάλλει πολύ μεγάλο αριθμό φυτών. Τα προσβεβλημένα φυτά μαραίνονται, ηλικιωμένα φύλλα κιτρινίζουν, μαραίνονται και ξεραίνονται. Τα αγγεία, ιδιαίτερα στα σημεία των κόμβων, είναι καστανά, είναι επίσης δυνατή η μονόπλευρη μάρανση του ελάσματος συνοδευόμενη από πολύ ελαφρά χλώρωση. Η ξήρανση του ελάσματος ανάμεσα στα νεύρα τα αφήνει να διατηρούν για πολύ καιρό το φυσικό τους χρώμα. Εκτός των καλλιεργούμενων φυτών ο μύκητας προσβάλει πολλά ζιζάνια πάνω στα οποία πολλαπλασιάζονται. Ακόμα και αν δεν υπάρχουν ξενιστές, διατηρούνται στο έδαφος για πολλά χρόνια, με ανθεκτικούς σχηματισμούς, με τη μορφή σκλήρωτιων.

Η βερτισιλλίωση προκαλείται από έναν εδαφογενή μύκητα εξαιτίας αυτού η ανάπτυξη της ασθένειας επηρεάζεται σημαντικά από τη θερμοκρασία του εδάφους. Η συχνή άρδευση ή το νερό της βροχής εξαιτίας της μείωσης της θερμοκρασίας του εδάφους κατά τη διάρκεια της θερμής περιόδου ευνοούν την ασθένεια. Άριστη θερμοκρασία ανάπτυξης του μύκητα στο έδαφος είναι 23-25oC και η δυνατότητα παραμονής των σπορίων στο έδαφος είναι 12-14 χρόνια. Αυτό επιτυγχάνεται γιατί είναι πολυφάγο παθογόνο. Η μακροβιότητα του εξασφαλίζεται και με τα μικροσκληρώτια, που σχηματίζει ο μύκητας ενώ η διείσδυση του παθογόνου γίνεται δια μέσου των ανέπαφων ριζιδίων ή ριζών, από τα σημεία εκφύσεως των ριζών ή από πληγές, που δημιουργούνται από διάφορους βιοτικούς ή αβιοτικούς παράγοντες. Το παθογόνο από τους μεσοκυττάριους ή ενδοκυττάριους χώρους προχωρά στα αγγεία. Εκεί αναπαράγονται και τα κονίδια μεταφερόμενα με το ανοδικό ρεύμα μολύνουν και άλλα σημεία του φυτού. Η αντίδραση του φυτού στο παθογόνο είναι η δημιουργία τύλου, που αποφράσσει τα αγγεία. Άλλες αντιδράσεις υδρόλυσης, οξείδωσης και πολυμερισμού των φαινολικών ενώσεων καταλήγουν στην απόθεση μελανίνης, που είναι και το βασικό στοιχείο μεταχρωματισμού των αγγείων. Η μεταφορά των παθογόνων είναι δυνατό να γίνει με τα σπόρια που μπορεί να υπάρχουν στο θερμοκήπιο, με μολυσμένο έδαφος και νερό και με επαφή προσβεβλημένων ριζών με υγιείς. Η μετάδοση με μολυσμένο σπόρο είναι σπάνια. Όπως και πολύ σπάνια είναι και η μόλυνση από τα φύλλα. Γενικά η βερτισιλλίωση είναι μονοκυκλική ασθένεια. Δηλαδή σπάνια το νέο μόλυσμα είναι σε θέση να προκαλέσει νέα ασθένεια την ίδια βλαστική περίοδο. Για την αντιμετώπιση της ασθένειας εφαρμόζονται τα παρακάτω μέτρα:

  • Χρήση ανθεκτικών ποικιλιών και φυτών απαλλαγμένων από το παθογόνο.
  • Απομάκρυνση και καταστροφή των υπολειμμάτων της προηγούμενης καλλιέργειας.
  • Αποφυγή μεταφοράς μολύσματος από θερμοκήπιο σε θερμοκήπιο.
  • Κανονική αζωτούχος, καλιούχος και ασβεστούχος λίπανση.
  • Αποφυγή συχνής άρδευσης με κρύο νερό τη ζεστή περίοδο.
  • Παράχωμα των ριζών με επιφανειακό έδαφος.
  • Φυτά που σκιάζονται πρέπει να ποτίζονται λιγότερο.
  • Η καλή δομή του εδάφους δεν επιτρέπει την ανάπτυξη του παθογόνου.
  • Αποφυγή βαθύ οργώματος, όταν δεν γίνεται απολύμανση του εδάφους.
  • Απολύμανση του εδάφους με ατμό στα θερμοκήπια, επίσης κάλυψη του εδάφους με διαφανή φύλλα πολυαιθυλενίου κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού σε ζεστά κλίματα.
  • Χρησιμοποιήσει υγιούς σπόρου, αποφυγή μεταφοράς μολυσμάτων με το έδαφος, με τα φυτώρια.
  • Οι ανταγωνιστές Paeilomycew lilacinus και Thecamoeba granifera μειώνουν σημαντικά τις ζημιές από τον μύκητα.
  • Η καλλιεργούμενη ποικιλία Scout είναι ανθεκτική στο παθογόνο επίσης οι ποικιλίες Cantaloup και charentais είναι ανεκτικές.
  • Carbendazim: Η δόση εφαρμογής είναι 15-30g/hl για ριζοπότισμα με 0,5 l/φυτό. Στο σπορείο για πότισμα του εδάφους με 2-3g/m2
  • Thiophanate methyl 17% + thiram 60%: H δόση εφαρμογής 61+210g/hl Εφαρμόζεται με πότισμα του σπορείου πριν τη σπορά ή με την εμφάνιση της ασθένειας με 3-4 l/m2 και με ριζοπότισμα μετά τη μεταφύτευση με 0,2-0,3 l/φυτό
  • Thiram 61,6% + Carbendazim 11,5%: Η δόση εφαρμογής για πότισμα του σπορείου και ριζοπότισμα είναι 210+40g/hl

Τα ριζοποτίσματα με benomil, carbendazim πρέπει να επαναλαμβάνονται κάθε τρίτη εβδομάδα, όταν η θερμοκρασία του εδάφους είναι ευνοϊκή για την ανάπτυξη του παθογόνου.