Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Ασθένεια πεπονιάς Διδυμέλλα"
(Νέα σελίδα με 'Image:Προσβολή φύλλου πεπονιάς από Διδυμέλλα.png|thumb|px100|Προσβολή φύλλου πεπονιάς από Διδυμέλλ...') |
(Καμία διαφορά)
|
Τελευταία αναθεώρηση της 14:51, 9 Σεπτεμβρίου 2013
Υπεύθυνο παθογόνο είναι ο μύκητας Didymella bryoniae. Είναι γνωστός και με τα συνώνυμα Mycosphaerella melonis, Mycosphaerella citrullina και Ascochyta citrullina. Η ατελής μορφή του είναι ο Phoma cucurbitacearum. Είναι πολύ διαδεδομένο φυτοπαράσιτο. Η παρουσία του αναφέρεται σ’όλες τις ηπείρους. Το συναντάει κανείς συχνότερα στα τροπικά και υποτροπικά κλίματα. Προσβάλει πολλά είδη. Στη μεσογειακή ζώνη μόνο κάτω από ευνοϊκές συνθήκες προκαλεί σοβαρές ζημιές στις υπαίθριες καλλιέργειες.
Προσβολές συναντάμε κυρίως στο υπέργειο τμήμα των φυτών. Τελευταία αναφέρονται περιπτώσεις προσβολής του λαιμού και των ριζών όπου προκαλεί μαύρη σήψη. Το μαύρο αυτό χρώμα οφείλεται στις καρποφόρες ξανθίσεις του παθογόνου. Η προσβολή στα φύλλα αρχίζει σχεδόν πάντα από την περιφέρεια. Εμφανίζεται με μορφή κηλίδων ανοιχτόχρωμων καστανόξανθο περιφερειακά και σκοτεινόχρωμων στο κέντρο όπου πολλές φορές συνενώνονται. Παρατηρείται στη συνέχεια ξήρανση των ιστών, που αργότερα πέφτουν. Πάνω στις κηλίδες φαίνονται τα πυκνίδια και τα ψευδοθήκια του μύκητα. Η σοβαρότερη ζημιά από το μύκητα προκαλείται, αν προσβληθεί το στέλεχος. Σχηματίζονται αρχικά επιμήκεις ελαιώδεις κηλίδες, που στη συνέχεια εξελίσσονται σε κομμιώδη έλκη. Πολλές φορές οι κηλίδες αυτές περιβάλλουν ολόκληρο το στέλεχος. Στην περίπτωση αυτή το φυτικό τμήμα πάνω από το σημείο προσβολής νεκρώνεται εξολοκλήρου. Στα στελέχη η καρποφορία του μύκητα είναι πλουσιότερη. Γι’αυτό πολύ νωρίς οι θέσεις προσβολής παίρνουν χαρακτηριστικό μαύρο χρώμα. Ανάλογα συμπτώματα διαπιστώνονται και στους πλάγιους βλαστούς, στους μίσχους των φύλλων και καρπών, στους κλαδεμένους έλικες και στα υπόλοιπα των μίσχων των φύλλων, καρπών, βλαστών που μένουν μετά την αφαίρεση τους. Στους καρπούς η προσβολή ξεκινάει από τα ανοικτά άνθη ή τα νεκρά ανθικά υπολείμματα. Μπορεί να αρχίζει και από υπάρχουσες πληγές. Σχηματίζονται βαθουλωτές ωοειδείς- κυκλικές, υδατώδεις κηλίδες. Οι κηλίδες αυτές στη συνέχεια αποκτούν σκούρο, πράσινο - καστανό χρωματισμό. Με τον καιρό παρατηρούνται κομμιώδεις εκκρίσεις και καρποφορίες του μύκητα. Χωρίς ορατά συμπτώματα αρχίζει σήψη των κάτω από την κηλίδα ιστών, οι καρποί εμφανίζουν μάρανση και πλάτυνση της κορυφής τους. Γενικά οι καρποί αυτοί είναι καθυστερημένης ανάπτυξης. Οι πυκνές καρποφορίες προσδίδουν στην κορυφή του καρπού μαύρη όψη.
Το παθογόνο Didymella bryoniae διατηρείται στο έδαφος σε σάπια φυτικά υπολείμματα. Τα σπόρια μπορούν να επιβιώσουν ακόμα και σε καλάμια, σπάγκους πρόσδεσής, σύρματα και στις θερμοκηπιακές κατασκευές, επίσης το παθογόνο επιβιώνει και σε ζιζάνια και άλλα φυτά του γένους Opuntia. Το μυκήλιο αντέχει πολύ στο κρύο και μπορεί να διατηρηθεί πάνω από ένα χρόνο στο έδαφος. Το πρωταρχικό μόλυσμα του παθογόνου είναι τα πυκνιδιοσπόρια και ασκοσπόρια, που σχηματίζει, η μετάδοση του μύκητα με το σπόρο είναι δυνατή αλλά σπάνια. Οι δευτερογενείς μολύνσεις προέρχονται από τις καρποφορίες του μύκητα στα προσβεβλημένα φυτικά τμήματα. Σ’ αυτά σχηματίζονται πυκνιδιακές καρποφορίες. Η εκτίναξη των ασκοσπορίων από τα ψευδοθήκια γίνεται με υγρό αέρα. Στα θερμοκήπια, που δεν αερίζονται κανονικά είναι δυνατή η απελευθέρωση των ασκοσπορίων σ’όλη την καλλιεργητική περίοδο. Στην ύπαιθρό η μεγαλύτερη απελευθέρωση γίνεται μετά από βροχή ή άρδευση με καταιονισμό. Αρκούν 3 ώρες μόνο διύγρανσης της προσβεβλημένης επιφάνειας για να αρχίσει η απελευθέρωση των ασκοσπορίων. Η μεταφορά των ασκοσπορίων γίνεται με τον αέρα. Τα πυκνιδιοσπόρια εξέρχονται από το πυκνίδιο με τη μορφή ρευστής κιτρινωπής μάζας. Μπορούν να μεταφερθούν μηχανικά με τις διαφορές καλλιεργητικές φροντίδες από φυτό σε φυτό. Το παθογόνο είναι ικανό να καρποφορήσει σ’ένα μεγάλο εύρος θερμοκρασιών που κυμαίνεται από 5-35oC. H άριστη θερμοκρασία είναι γύρω στους 19oC. Η άριστη θερμοκρασία για τη βλάστηση των πυκνιδιοσπορίων είναι 24oC. Επίσης για την μόλυνση και την εξέλιξη της ασθένειας σημαντικοί παράγοντες είναι η κατάσταση των φυτών, η θερμοκρασία και η υγρασία. Η ασθένεια επιδεινώνεται, όταν η υγρασία ξεπεράσει το 95% και θερμοκρασία γύρω στους 30oC είναι ιδανικές για την έξαρση της ασθένειας. Φυτά πληγωμένα ή εξασθενημένα από στρες είναι ευαίσθητα στην ασθένεια. Η διείσδυση του παθογόνου κατά κανόνα γίνεται από πληγές. Ο αποτελεσματικός έλεγχος των παθογόνων προϋποθέτει τη λήψη μιας σειράς προφυλακτικών μέτρων.
- Στο θερμοκήπιο η ρύθμιση της θερμοκρασίας και της υγρασίας μπορεί να περιορίσει την ασθένεια. Η μείωση της θερμοκρασίας τις βραδινές ώρες την ευνοεί.
- Δεν επιτρέπεται η για μακρό χρονικό διάστημα παραμονή ελεύθερου νερού στη φυτική επιφάνεια.
- Η άρδευση με καταιονισμό πρέπει να αποφεύγεται. Αν αυτό είναι αδύνατο, να γίνεται το πρωί ή τη μέρα. Η συχνή άρδευση και με λίγο νερό εμποδίζει την εξέλιξη της ασθένειας. Η στάγδην άρδευση δεν ευνοεί την ασθένεια.
- Τα προσβεβλημένα φύλλα, στελέχη και καρποί πρέπει να απομακρύνονται γρήγορα από το θερμοκήπιο ή το χωράφι.
- Χρησιμοποίηση υγιούς σπόρου και σκληραγωγημένων φυταρίων.
- Αποφυγή πυκνής φύτευσης και υπερβολικής αζωτούχου λίπανσης, που καθιστούν τα φυτά ευαίσθητα στο παθογόνο.
- Απομάκρυνση ή βαθύ παράχωμα των φυτικών υπολειμμάτων μετά το τέλος της καλλιέργειας.
- Εφαρμογή αμειψισποράς τουλάχιστον για δύο χρόνια με φυτά, που δεν προσβάλλονται από το παθογόνο.
- Αποφυγή χρησιμοποίησης σπόρου από άρρωστα φυτά.
- Καταστροφή ζιζανίων ή φυτών ξενιστών του παθογόνου.
- Μερικές ποικιλίες πεπονιάς του τύπου Cantaloupe και American έχουν κάποια ανθεκτικότητα.
- Η ηλιοθέρμανση του εδάφους με πλαστικό περιορίζει το μολυσματικό δυναμικό στο έδαφος.
- Οι Cladosporium cladosporioideς και C. herbarum περιορίζουν σημαντικά τις προσβολές από το μύκητα.
- Απολύμανση του σπόρου με κατάλληλα μυκητοκτόνα.
- Απολύμανση του εδάφους με ένα ευρέως φάσματος απολυμαντικό.
- Απολύμανση του χώρου και των εγκαταστάσεων.
- Χημικές επεμβάσεις με την εμφάνιση της προσβολής. Οι επεμβάσεις αυτές θα πρέπει να επαναλαμβάνονται ανά τακτά διαστήματα ανάλογα με το χρησιμοποιούμενο μυκητοκτόνο. Κατάλληλα μυκητοκτόνα θεωρούνται οι βορδιγάλιος πολτός (δόση εφαρμογής του είναι 80-100 g/hl) και το Chlorothalonil (δόση εφαρμογής του είναι 125-175 g/hl), το Mancozeb (δόση εφαρμογής του είναι 160-2000 g/hl) και το Maneb (δόση εφαρμογής του είναι 160-200 g/hl).