Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Βεσνοϊτίωση των βοοειδών"
Γραμμή 2: | Γραμμή 2: | ||
Πρόσφατες επιδημιολογικές μελέτες επιβεβαιώνουν αύξηση των κρουσμάτων βεσνοϊτίωσης σε [[Βοοειδή |βοοειδή]] στην Ευρώπη. Όμως, πολλά στοιχεία του αιτιολογικού παράγοντα και του νοσήματος παραμένουν αδιευκρίνιστα. | Πρόσφατες επιδημιολογικές μελέτες επιβεβαιώνουν αύξηση των κρουσμάτων βεσνοϊτίωσης σε [[Βοοειδή |βοοειδή]] στην Ευρώπη. Όμως, πολλά στοιχεία του αιτιολογικού παράγοντα και του νοσήματος παραμένουν αδιευκρίνιστα. | ||
− | Αναλυτικότερα, η βεσνοϊτίωση των βοοειδών ή ελεφαντίαση ή ανασάρκα είναι παρασιτικό νόσημα οφειλόμενο στο πρωτόζωο παράσιτο Besnoitia besnoiti (Οικογένεια Sarcocystidae, Φυλή Apicomplexa).Τα βοοειδή, αλλά και άγρια θηλαστικά, όπως οι αντιλόπες λειτουργούν ως ενδιάμεσοι ξενιστές του παρασίτου, ενώ ο τελικός ξενιστής δεν έχει διευκρινιστεί με σιγουριά. Είναι πολύ πιθανόν οι γάτες να κατέχουν σημαντικό ρόλο στην ολοκλήρωση του βιολογικού κύκλου του παρασίτου. Αναφορικά με την μετάδοση του νοσήματος αποδεικνύεται ότι υπάρχει άμεση και έμμεση μεταξύ των ζώων. Ακόμα έχει διαπιστωθεί αύξηση των κρουσμάτων της [[Ασθένειες βοοειδών |νόσου]] τις θερμές περιόδους του έτους ενοχοποιώντας για την εξάπλωση της νόσου αρθρόποδα, όπως οι αλογόμυγες. Σημαντική θεωρείται τέλος, και η συμμετοχή των άγριων θηλαστικών και τρωκτικών ως αποθήκη του παρασίτου στη φύση. | + | |
− | Το νόσημα παρουσιάζεται με δύο κλινικές μορφές: | + | Αναλυτικότερα, η βεσνοϊτίωση των βοοειδών ή ελεφαντίαση ή ανασάρκα είναι παρασιτικό νόσημα οφειλόμενο στο πρωτόζωο παράσιτο Besnoitia besnoiti (Οικογένεια Sarcocystidae, Φυλή Apicomplexa). Τα βοοειδή, αλλά και άγρια θηλαστικά, όπως οι αντιλόπες, λειτουργούν ως ενδιάμεσοι ξενιστές του παρασίτου, ενώ ο τελικός ξενιστής δεν έχει διευκρινιστεί με σιγουριά. Είναι πολύ πιθανόν οι γάτες να κατέχουν σημαντικό ρόλο στην ολοκλήρωση του βιολογικού κύκλου του παρασίτου. Αναφορικά με την μετάδοση του νοσήματος αποδεικνύεται ότι υπάρχει άμεση και έμμεση μεταξύ των ζώων. Ακόμα έχει διαπιστωθεί αύξηση των κρουσμάτων της [[Ασθένειες βοοειδών |νόσου]] τις θερμές περιόδους του έτους ενοχοποιώντας για την εξάπλωση της νόσου αρθρόποδα, όπως οι αλογόμυγες. Σημαντική θεωρείται τέλος, και η συμμετοχή των άγριων θηλαστικών και τρωκτικών ως αποθήκη του παρασίτου στη φύση. |
− | Η χαρακτηριστική κλινική εικόνα στη χρόνια φάση του νοσήματος δίνει υποψία για την παρουσία του συγκεκριμένου αιτιολογικού παράγοντα. Διαγνωστικά μπορεί να χρησιμοποιηθούν ορολογικές δοκιμές, όπως η ELISA, κυτταρολογικές εξετάσεις και η PCR. Θεραπευτικά, δεν υπάρχουν διαθέσιμα φάρμακα ή εμβόλια. Είναι σημαντικό να αποφεύγεται η είσοδος μολυσμένων ζώων και κυρίως ζώων με υποκλινική νόσο σε | + | |
+ | Το νόσημα παρουσιάζεται με δύο κλινικές μορφές: | ||
+ | *την οξεία μορφή στην οποία τα παράσιτα εντοπίζονται στα αιμοφόρα αγγεία του ξενιστή και | ||
+ | *τη χρόνια στην οποία τα παράσιτα σχηματίζουν κύστεις στον οργανισμό των βοοειδών. Η σοβαρότητα, όμως, των συμπτωμάτων ποικίλλει από ασυμπτωματική λοίμωξη και παρουσία μόνο παρασιτικών κύστεων στον επιπεφυκότα, στο σκληρό χιτώνα του οφθαλμού και στο αιδοίο μέχρι και θάνατο των ασθενών ζώων τα οποία μπορεί να βρίσκονται είτε στην οξεία είτε στη χρόνια φάση. Αρχικά και σε μία σοβαρή εκδήλωση της νόσου μπορεί να παρατηρηθούν πυρετός, μείωση της όρεξης, κατάπτωση και οιδήματα σε διάφορα σημεία του σώματος, όπως στις αρθρώσεις λόγω της αγγειίτιδας που προκαλεί το παράσιτο. Καθώς εξελίσσεται χρονικά το νόσημα παρατηρούνται μακροσκοπικά εμφανείς κύστεις στους ιστούς των προσβεβλημένων ζώων όπως για παράδειγμα στο δέρμα, τους βλεννογόνους και στο σκληρό χιτώνα του οφθαλμού. Ακόμα, στις περιοχές που υπήρχε οίδημα το δέρμα εμφανίζεται παχυμένο, με πτυχώσεις, παρουσιάζει υπερκεράτωση και αλωπεκία (όψη δέρματος ελέφαντα). Τέλος, μπορεί να παρατηρηθεί νεκρωτική ορχίτιδα. | ||
+ | |||
+ | Η χαρακτηριστική κλινική εικόνα στη χρόνια φάση του νοσήματος δίνει υποψία για την παρουσία του συγκεκριμένου αιτιολογικού παράγοντα. Διαγνωστικά μπορεί να χρησιμοποιηθούν ορολογικές δοκιμές, όπως η ELISA, κυτταρολογικές εξετάσεις και η PCR. Θεραπευτικά, δεν υπάρχουν διαθέσιμα φάρμακα ή εμβόλια. Είναι σημαντικό να αποφεύγεται η είσοδος μολυσμένων ζώων και κυρίως ζώων με υποκλινική νόσο σε καθαρές από το παράσιτο [εκτροφή βοοειδών |εκτροφές]]. | ||
+ | |||
Τέλος, να σημειωθεί ότι δεν έχει αναφερθεί μόλυνση του ανθρώπου από το συγκεκριμένο παράσιτο. | Τέλος, να σημειωθεί ότι δεν έχει αναφερθεί μόλυνση του ανθρώπου από το συγκεκριμένο παράσιτο. | ||
[[είναι ασθένεια του ζώου::Βοοειδή| ]] | [[είναι ασθένεια του ζώου::Βοοειδή| ]] | ||
− | |||
[[πόσο αφορά σε κτηνοτρόφο::30| ]] | [[πόσο αφορά σε κτηνοτρόφο::30| ]] | ||
[[πόσο αφορά σε κτηνίατρο::30| ]] | [[πόσο αφορά σε κτηνίατρο::30| ]] | ||
+ | [[κατάσταση δημοσίευσης::10| ]] | ||
+ | __NOTOC__ |
Αναθεώρηση της 09:16, 24 Οκτωβρίου 2013
Πρόσφατες επιδημιολογικές μελέτες επιβεβαιώνουν αύξηση των κρουσμάτων βεσνοϊτίωσης σε βοοειδή στην Ευρώπη. Όμως, πολλά στοιχεία του αιτιολογικού παράγοντα και του νοσήματος παραμένουν αδιευκρίνιστα.
Αναλυτικότερα, η βεσνοϊτίωση των βοοειδών ή ελεφαντίαση ή ανασάρκα είναι παρασιτικό νόσημα οφειλόμενο στο πρωτόζωο παράσιτο Besnoitia besnoiti (Οικογένεια Sarcocystidae, Φυλή Apicomplexa). Τα βοοειδή, αλλά και άγρια θηλαστικά, όπως οι αντιλόπες, λειτουργούν ως ενδιάμεσοι ξενιστές του παρασίτου, ενώ ο τελικός ξενιστής δεν έχει διευκρινιστεί με σιγουριά. Είναι πολύ πιθανόν οι γάτες να κατέχουν σημαντικό ρόλο στην ολοκλήρωση του βιολογικού κύκλου του παρασίτου. Αναφορικά με την μετάδοση του νοσήματος αποδεικνύεται ότι υπάρχει άμεση και έμμεση μεταξύ των ζώων. Ακόμα έχει διαπιστωθεί αύξηση των κρουσμάτων της νόσου τις θερμές περιόδους του έτους ενοχοποιώντας για την εξάπλωση της νόσου αρθρόποδα, όπως οι αλογόμυγες. Σημαντική θεωρείται τέλος, και η συμμετοχή των άγριων θηλαστικών και τρωκτικών ως αποθήκη του παρασίτου στη φύση.
Το νόσημα παρουσιάζεται με δύο κλινικές μορφές:
- την οξεία μορφή στην οποία τα παράσιτα εντοπίζονται στα αιμοφόρα αγγεία του ξενιστή και
- τη χρόνια στην οποία τα παράσιτα σχηματίζουν κύστεις στον οργανισμό των βοοειδών. Η σοβαρότητα, όμως, των συμπτωμάτων ποικίλλει από ασυμπτωματική λοίμωξη και παρουσία μόνο παρασιτικών κύστεων στον επιπεφυκότα, στο σκληρό χιτώνα του οφθαλμού και στο αιδοίο μέχρι και θάνατο των ασθενών ζώων τα οποία μπορεί να βρίσκονται είτε στην οξεία είτε στη χρόνια φάση. Αρχικά και σε μία σοβαρή εκδήλωση της νόσου μπορεί να παρατηρηθούν πυρετός, μείωση της όρεξης, κατάπτωση και οιδήματα σε διάφορα σημεία του σώματος, όπως στις αρθρώσεις λόγω της αγγειίτιδας που προκαλεί το παράσιτο. Καθώς εξελίσσεται χρονικά το νόσημα παρατηρούνται μακροσκοπικά εμφανείς κύστεις στους ιστούς των προσβεβλημένων ζώων όπως για παράδειγμα στο δέρμα, τους βλεννογόνους και στο σκληρό χιτώνα του οφθαλμού. Ακόμα, στις περιοχές που υπήρχε οίδημα το δέρμα εμφανίζεται παχυμένο, με πτυχώσεις, παρουσιάζει υπερκεράτωση και αλωπεκία (όψη δέρματος ελέφαντα). Τέλος, μπορεί να παρατηρηθεί νεκρωτική ορχίτιδα.
Η χαρακτηριστική κλινική εικόνα στη χρόνια φάση του νοσήματος δίνει υποψία για την παρουσία του συγκεκριμένου αιτιολογικού παράγοντα. Διαγνωστικά μπορεί να χρησιμοποιηθούν ορολογικές δοκιμές, όπως η ELISA, κυτταρολογικές εξετάσεις και η PCR. Θεραπευτικά, δεν υπάρχουν διαθέσιμα φάρμακα ή εμβόλια. Είναι σημαντικό να αποφεύγεται η είσοδος μολυσμένων ζώων και κυρίως ζώων με υποκλινική νόσο σε καθαρές από το παράσιτο [εκτροφή βοοειδών |εκτροφές]].
Τέλος, να σημειωθεί ότι δεν έχει αναφερθεί μόλυνση του ανθρώπου από το συγκεκριμένο παράσιτο.