Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Ασθένειες καπνού"
(Νέα σελίδα με '{{{top_heading|==}}}Ωΐδιο{{{top_heading|==}}} {{:Ασθένεια καπνού Ωΐδιο|top_heading={{{top_heading|...') |
(Καμία διαφορά)
|
Αναθεώρηση της 10:18, 30 Οκτωβρίου 2013
Περιεχόμενα
Ωΐδιο
Είναι μία ασθένεια που μπορεί να εκδηλωθεί σ' όλα τα στάδια ανάπτυξης του φυτού στον αγρό και προκαλεί μερική ή και oλική καταστροφή των φύλλων του καπνού. Επίσης, το παραγόμενο ξηρό προϊόν είναι κακής ποιότητας και βγαίνει χωνεμένο ή καμμένο. Η ασθένεια οφείλεται στον ασκομύκητα Erysiphe cichoracearum. Eίναι υποχρεωτικό παράσιτο και προσβάλλει εκτός από τον καπνό, φυτά που ανήκουν στις οικογένειες Compositae και Cucurbitaceae. Aναπτύσσει μυκήλιο που εισέρχεται στα επιδερμικά κύτταρα και απομυζά τις απαραίτητες για την ανάπτυξή του τροφές. Η αναπαραγωγή του γίνεται με κονίδια και ασκοσπόρια. Η ασθένεια ευνοείται από θερμοκρασίες 20-25oC και από σχετική υγρασία 65-75%. Ψυχρά κύματα αέρα με απότομες μεταβολές στη θερμοκρασία και υγρασία αποτελούν ευνοϊκές προϋποθέσεις για την εξάπλωση της ασθένειας. Το πρόβλημα είναι εντονότερο στις ποτιστικές καλλιέργειες και εκεί όπου έχουμε σκίαση και υψηλή εδαφική και ατμοσφαιρική υγρασία. Προσβάλλεται η επιφάνεια των φύλλων και του βλαστού. Το χαρακτηριστικό σύμπτωμα της ασθένειας είναι η εμφάνιση λευκού χνουδιού στα φύλλα και στο βλαστό του καπνόφυτου. Στην αρχή σχηματίζονται μικρές λευκές κηλίδες, οι οποίες στη συνέχεια μεγαλώνουν και καλύπτουν και τις δύο επιφάνειες του φύλλου. Πρώτα προσβάλλονται τα κάτω φύλλα και αργότερα τα επάνω. Το λευκό αυτό χνούδι είναι τα σπόρια του παθογόνου. Αργότερα οι κηλίδες γίνονται καφέ και οι προσβλημένοι ιστοί νεκρώνονται. Τα φύλλα σταματούν την ανάπτυξή τους, κλίνουν προς τα κάτω, γίνονται λεπτότερα και τελικά ξηραίνονται. Σ’ αυτό το στάδιο τα φύλλα δεν είναι πλέον εμπορεύσιμα.
Η αντιμετώπιση γίνεται με ψεκασμούς με κατάλληλα μυκητοκτόνα. Οι ψεκασμοί αρχίζουν μόλις εμφανιστεί η ασθένεια και συνεχίζονται κάθε 7 - 10 μέρες όταν η προσβολή είναι μεγάλη. Για την πρόληψη της ασθένειας συνίσταται η απόρριψη των προσβεβλημένων φύλλων για τον καλύτερο αερισμό των αγρών και για την αποφυγή της εξάπλωσης της ασθένειας προς το πάνω μέρος του φυτού. Επίσης η γρήγορη συλλογή των πρώτων χεριών, εφ’ όσον βέβαια ο χρόνος είναι κατάλληλος. Στον αγρό πρέπει να αποφεύγεται η πυκνή φύτευση. Οι γραμμές της φυτείας πρέπει να έχουν προσανατολισμό από το Βορρά προς το Νότο. Επιβάλλεται η ελάττωση της υπερβολικής υγρασίας του εδάφους με την εκτέλεση αποστραγγιστικών έργων. Σε αγρούς που συγκρατούν υπερβολική υγρασία οι αποστάσεις των γραμμών φύτευσης πρέπει να είναι μεγαλύτερες. Τέλος συστήνεται η χρησιμοποίηση ανθεκτικών στο ωΐδιο ποικιλιών.
Περονόσπορος
Ο περονόσπορος του καπνού εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1960 και αποτελεί τη σοβαρότερη μυκητολογική ασθένεια. Η έκταση της προσβολής εξαρτάται από τις καιρικές συνθήκες, την φυσιολογική κατάσταση του φυτού, την ποικιλία και την λίπανση.
Η μόλυνση μπορεί να ξεκινήσει από το σπορείο και με ζεστό και υγρό καιρό να εξαπλωθεί στο χωράφι, προκαλώντας σοβαρή ζημιά. Στα καπνοσπορεία η ασθένεια εμφανίζεται όταν το φυτό αποκτήσει τα δύο πρώτα φύλλα. Το χαρακτηριστικό σύμπτωμα είναι ένα γκρι - άσπρο χνούδι (καρποφορίες παθογόνου) στην κάτω επιφάνεια των φύλλων. Στην πάνω επιφάνεια η ασθένεια εκδηλώνεται με τη μορφή κίτρινων «κηλίδων», ενώ τα άκρα των φύλλων συστρέφονται. Με θερμό και ξηρό καιρό η εξάπλωση της ασθένειας σταματά αλλά οι περιοχές των κηλίδων νεκρώνονται και τα φύλλα καταστρέφονται. Με ευνοϊκές συνθήκες εμφανίζονται οι καρποφορίες του παθογόνου και στην πάνω επιφάνεια των φύλλων. Στη συνέχεια προκαλούνται νεκρώσεις στους βλαστούς και μέσα σε 1-2 εβδομάδες καλύπτεται όλο το σπορείο και τα φυτά καταστρέφονται. Στο χωράφι η ασθένεια εκδηλώνεται με την μορφή κίτρινων κηλίδων στα φύλλα, ενώ στην κάτω επιφάνεια εμφανίζεται άσπρο-γκρι χνούδι (καρποφορίες του μύκητα). Σε μεγαλύτερη προσβολή η ασθένεια εξαπλώνεται και στον κορμό του φυτού (διασυστηματική προσβολή) προκαλώντας νέκρωση της κορυφής και του στελέχους.
Η ασθένεια οφείλεται στον φυκομύκητα Peronospora tabacina, ο οποίος έχει δύο ειδών σπόρια: κονίδια (αγγενής μορφή) και ωοσπόρια (εγγενής μορφή). Σε θερμά μέρη ο μύκητας διαχειμάζει με την μορφή κονιδίων σε τμήματα του καπνοφύτου που παραμένουν ζωντανά μετά την καλλιεργητική περίοδο. Μεταφέρονται με τον αέρα σε μεγάλες αποστάσεις και με κατάλληλες συνθήκες βλαστάνουν επάνω στα φύλλα. Στη συνέχεια, εισέρχεται μέσα στο φύλλο όπου αναπτύσσει το μυκήλιο και σχηματίζει τα κονίδια. Τα πρώτα συμπτώματα εμφανίζονται 4-5 ημέρες μετά την μόλύνση. Σε ψυχρότερα μέρη διαχειμάζει με την μορφή ωοσπορίου στα φυτικά υπολείμματα που παραμένουν στο έδαφος. Μετά την αποσύνθεσή τους τα ωοσπόρια σκορπίζονται μέσα στο έδαφος με το νερό της άρδευσης ή με τις βροχές όπου και παραμένουν όλη την χειμερινή περίοδο. Την επόμενη άνοιξη βλαστάνουν προκαλώντας τις δευτερογενείς μολύνσεις. Στα σπορεία, η εμφάνιση της ασθένειας οφείλεται κυρίως σε μολύσματα που παράγονται σε φυτά που παρέμειναν από την προηγούμενη χρονιά. Γενικά, η ασθένεια ευνοείται από υψηλή σχετική υγρασία (>90%), νεφελώδη και μέτριας θερμοκρασίας (15-23oC) καιρό. Οι βροχές και το πότισμα διευκολύνουν τις μολύνσεις γιατί βοηθούν στη βλάστηση των κονιδίων.
Για την αντιμετώπιση του περονόσπορου συστήνονται προληπτικοί ψεκασμοί με κατάλληλα μυκητοκτόνα από το σπορείο, στο «σταύρωμα» και στη συνέχεια σύμφωνα με το πρόγραμμα προληπτικών επεμβάσεων. Στο χωράφι μετά τη φύτευση οι ψεκασμοί για τον περονόσπορο ξεκινούν μετά από 15 ημέρες και επαναλαμβάνονται ανά 7-10 ημέρες ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες. Για την επιτυχή καταπολέμηση συνιστάται οι ψεκασμοί να γίνονται έγκαιρα και να αποφεύγονται όψιμες εφαρμογές. Ειδικά στο σπορείο, επιβάλλεται η απολύμανση του εδάφους πριν την εγκατάστασή του. Παράλληλα, θα πρέπει να στραγγίζει καλά, να είναι σε ηλιόλουστη θέση, η σπορά να γίνεται σε κανονικές αποστάσεις ώστε τα φυτά να αερίζονται καλά. Πολύ βασικό είναι επίσης η φύτευση να γίνεται με χαμηλές σχετικά θερμοκρασίες εδάφους και τα φυτά που θα μεταφυτευθούν στο χωράφι να είναι απολύτως υγιή.
Ριζοκτόνια
Φυτοφθόρα
Η φυτόφθορα του καπνού που προσβάλλει τα νεαρά καπνόφυτα ήδη στο σπορείο («φιντάνια») και τα σαπίζει, προκαλεί σοβαρότερη ζημιά στα φυτά στο χωράφι. Η ασθένεια μεταφέρεται στα χωράφια με την φύτευση των προσβεβλημένων καπνοφύτων, με τα καλλιεργητικά εργαλεία, με το νερό και το χώμα.
Προσβάλλει φυτά όλων των ηλικών. Παρατηρείται απότομος μαρασμός των φύλλων, που κιτρινίζουν και στη συνέχεια ξηραίνονται. Το χαρακτηριστικό είναι όμως ότι παραμένουν επάνω στο στέλεχος και δίνουν την εντύπωση ότι τα φυτά υποφέρουν από έλλειψη νερού. Επιπλέον παρατηρείται σάπισμα στη βάση του στελέχους και στις ρίζες. Έτσι τα καπνόφυτα καταστρέφονται. Χαρακτηριστικό της ασθένειας είναι οι καστανές «πλάκες» στο εσωτερικό του στελέχους (εντεριώνη), που διακρίνονται σε επιμήκη τομή του. Η ασθένεια οφείλεται στον φυκομύκητα Phytophthora parasitica var. nicotianae. Εκτός από τον καπνό προσβάλλει τομάτες, πατάτες, πιπεριές και μελιτζάνες. Αναπαράγεται αγενώς με χλαμυδοσπόρια και ζωοσπόρια και εγγενώς με ωοσπόρια. Ο μύκητας αναπτύσσεται σε στάσιμα νερά, κακώς αποστραγγιζόμενα εδάφη, βαριά με πλούσια αζωτούχο λίπανση. Εκεί, παράγεται μεγάλος αριθμός ζωοσπορίων που βλαστάνουν και σχηματίζουν μυκήλιο. Το μυκήλιο εισέρχεται στο φυτό από την επιδερμίδα και καταστρέφει τα κύτταρά του. Διαχειμάζει μέσα στο έδαφος και μέσα σε φυτικά υπολείμματα, κυρίως με την μορφή χλαμυδοσπορίων και μπορεί να επιζήσει στο έδαφος μολυσμένων χωραφιών για αρκετά χρόνια. Υψηλές θερμοκρασίες και υγρασία στο έδαφος ευνοούν την εκδήλωση και εξάπλωση της προσβολής. Υπάρχουσα προσβολή από νηματώδεις, διευκολύνει την μόλυνση των καπνόφυτων από τη φυτόφθορα, εξαιτίας των πληγών που δημιουργούν στις ρίζες.
Για την αντιμετώπιση της φυτόφθορας προληπτικά συνιστάται να λαμβάνονται τα μέτρα υγιεινής και απολύμανσης στο σπορείο. Επιπλέον στο χωράφι να μεταφυτεύονται μόνο υγιή φυτά, να εφαρμόζεται νηματωδοκτονία, όπου είναι απαραίτητο και να λαμβάνονται περαιτέρω μέτρα για αποφυγή εισόδου του μολύσματος στο χωράφι. Τα προσβεβλημένα φυτά πρέπει να απομακρύνονται και να καίγονται. Ένα άλλο μέτρο προστασίας των φυτών είναι η χρησιμοποίηση ανθεκτικών ποικιλιών και τριετής τουλάχιστο αμειψισπορά, κυρίως με σιτηρά. Επίσης, αντιμετωπίζεται και με εφαρμογές κατάλληλων μυκητοκτόνων.
Αλτερναρίωση
Η αλτερνάρια στη χώρα μας, τα τελευταία χρόνια τουλάχιστον, δεν αποτελεί σοβαρό πρόβλημα. Έχουν επισημανθεί προσβολές, όχι όμως σοβαρές, προς το τέλος της καλλιεργητικής περιόδου. Ο μύκητας προσβάλλει πρώτα τα χαμηλά και ηλικιωμένα φύλλα και κατόπιν τα επάνω. Τα πρώτα συμπτώματα είναι η εμφάνιση μικρών στρογγυλών κηλίδων στα φύλλα. Το κέντρο των κηλίδων νεκρώνεται και γίνεται καφέ. Γύρω από την κηλίδα υπάρχει μια ξεκάθαρη γραμμή που χωρίζει το μαύρο ιστό από τον υγιή. Επίσης εμφανίζεται ένας κίτρινος δακτύλιος γύρω από την καφέ κηλίδα. Οι κηλίδες μεγαλώνουν (έως και 3cm), με αποτέλεσμα το μεγαλύτερο μέρος του φύλλου να ξεραίνεται και να κουλουριάζει. Αυτά τα φύλλα δεν είναι πλέον εμπορεύσιμα. Η ασθένεια οφείλεται στους μύκητες Alternaria tenuis και Alternaria alternata. Oι μύκητες διαδίδονται με τον αέρα και διαχειμάζουν στα υπολείμματα της καλλιέργειας. Όταν οι συνθήκες είναι ευνοϊκές τότε μπορεί να προκαλέσει μεγάλες ζημιές. Ο βροχερός καιρός αυξάνει την ταχύτητα εξάπλωσης της ασθένειας. Επίσης, η υψηλή εδαφική υγρασία οφειλόμενη στα πολλά και μεγάλης διάρκειας ποτίσματα, ευνοεί την εξάπλωση του μύκητα. Η ύπαρξη νηματωδών στο έδαφος εξασθενίζει το φυτό και το καθιστά απρόσβλητο. Ευαίσθητα στις προσβολές φυτά είναι και τα εξασθενημένα από την πλάγια βλάστηση ή αυτά που έχουν δεχτεί υπερβολική ή ελλιπή αζωτούχο λίπανση.
Αντιμετωπίζεται με κατάλληλα χημικά σκευάσματα και ανθεκτικές ποικιλίες. Επίσης συστήνεται η αμειψισπορά με είδη που δεν προσβάλλονται από την αλτερνάρια και περιορίζει την επέκταση της ασθένειας. Κατάλληλα για αμειψισπορά φυτά είναι τα δημητριακά. Η έγκαιρη καταστροφή των προσβεβλημένων καπνοστελεχών και η απομάκρυνσή τους από το χωράφι βοηθά τον περιορισμό των μολύνσεων. Οι κατάλληλες αποστάσεις μεταξύ των γραμμών φύτευσης μειώνουν την υγρασία γύρω απ’ τα φυτά, η οποία ευνοεί την ανάπτυξη της ασθένειας. Η καταπολέμηση των νηματωδών καθιστά το φυτό ανθεκτικό στις προσβολές του μύκητα, όπως και το έγκαιρο κορυφολόγημα περιορίζει τις ζημιές από την αλτερνάρια. Αυτό οφείλεται στο ότι περιορίζοντας την πλάγια βλάστηση αποφεύγουμε την εξασθένηση του φυτού και επιτυγχάνουμε καλύτερο αερισμό.