Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Φυλή Ανωγείων (Ψηλορείτικη, Μεταξόμαλλη)"
(Νέα σελίδα με 'Η φυλή εκτρέφεται σε υψόμετρο άνω των 600 μέτρων στις πλαγιές του Ψηλ...') |
|||
Γραμμή 2: | Γραμμή 2: | ||
Η [[Αυτόχθονες φυλές προβάτων στην Ελλάδα |φυλή]] ανήκει στα πλέον μικρόσωμα Ελληνικά πρόβατα. Από σωματομετρήσεις προέκυψε ότι το μήκος ακρωμίου ανέρχεται κατά μέσο όρο σε 57cm και το σωματικό βάρος σε 27kg. Το κεφάλι του προβάτου της φυλής είναι μετρίου μεγέθους με ελαφρώς κυρτό επιρρίνιο. Τα αυτιά είναι σχετικά μικρά με πλάγια διεύθυνση και καλύπτονται από βραχύ τρίχωμα. Το βάθος και το εύρος του στήθους ανέρχονται κατά μέσο όρο σε 28 και 18cm, αντίστοιχα, ενώ η περίμετρος του θώρακα κυμαίνεται γύρω στα 74cm και το μήκος του σώματος γύρω στα 64cm. Οι προβατίνες φέρουν κέρατα σε ποσοστό γύρω στο 10%. Μικρό είναι επίσης το ποσοστό των κερασφόρων κριών. Ιδιαίτερο γνώρισμα της φυλής είναι η ομοιογένεια, η λεπτότητα και η στιλπνότητα του μαλλιού, γεγονός το οποίο κατά πάσα πιθανότητα οφείλεται σε μεταλλαγή. Ο χρωματισμός του τριχώματος είναι λευκός. Στα ακάλυπτα από μαλλί μέρη του σώματος, όπως στο κεφάλι, το κάτω μέρος του τραχήλου, στην κοιλιακή χώρα και τα άκρα, επικρατεί το κοκκινωπό χρώμα σε ποσοστό 80-85%. | Η [[Αυτόχθονες φυλές προβάτων στην Ελλάδα |φυλή]] ανήκει στα πλέον μικρόσωμα Ελληνικά πρόβατα. Από σωματομετρήσεις προέκυψε ότι το μήκος ακρωμίου ανέρχεται κατά μέσο όρο σε 57cm και το σωματικό βάρος σε 27kg. Το κεφάλι του προβάτου της φυλής είναι μετρίου μεγέθους με ελαφρώς κυρτό επιρρίνιο. Τα αυτιά είναι σχετικά μικρά με πλάγια διεύθυνση και καλύπτονται από βραχύ τρίχωμα. Το βάθος και το εύρος του στήθους ανέρχονται κατά μέσο όρο σε 28 και 18cm, αντίστοιχα, ενώ η περίμετρος του θώρακα κυμαίνεται γύρω στα 74cm και το μήκος του σώματος γύρω στα 64cm. Οι προβατίνες φέρουν κέρατα σε ποσοστό γύρω στο 10%. Μικρό είναι επίσης το ποσοστό των κερασφόρων κριών. Ιδιαίτερο γνώρισμα της φυλής είναι η ομοιογένεια, η λεπτότητα και η στιλπνότητα του μαλλιού, γεγονός το οποίο κατά πάσα πιθανότητα οφείλεται σε μεταλλαγή. Ο χρωματισμός του τριχώματος είναι λευκός. Στα ακάλυπτα από μαλλί μέρη του σώματος, όπως στο κεφάλι, το κάτω μέρος του τραχήλου, στην κοιλιακή χώρα και τα άκρα, επικρατεί το κοκκινωπό χρώμα σε ποσοστό 80-85%. | ||
+ | |||
+ | Πρόκειται για ζώο εξαιρετικά λιτοδίαιτο και ανθεκτικό, με λεπτά και ισχυρά άκρα. Κατά τη θερινή περίοδο, από τον Απρίλιο έως τον Οκτώβριο, βόσκει στα αλπικά λιβάδια του ορεινού όγκου του Ψηλορείτη. Συχνά παρατηρείται απώλεια των κοπτήρων από το τρίτο έτος της ηλικίας των ζώων. Αυτό οφείλεται στην αναζήτηση τροφής ανάμεσα στις πέτρες και τις σχισμές των βράχων και στην προσπάθεια εκρίζωσης αποφαγωμένων θάμνων και ετήσιων φυτών από το ελάχιστο χώμα που υπάρχει ανάμεσα στις πέτρες. Γενικά η διατροφική κατάσταση των ζώων είναι μέτρια έως κακή. Τα ποίμνια όπου πραγματοποιήθηκαν μετρήσεις δεν αμέλγονται. Το γαλακτοπαραγωγικό δυναμικό και η πολυδυμία της φυλής είναι δύσκολο να εκτιμηθούν, αφού τα ζώα κατά κανόνα υποσιτίζονται. Τελευταία, ορισμένοι παραγωγοί άρχισαν να χορηγούν συμπληρωματική τροφή στα ζώα τους. Σε πολλές περιπτώσεις έχουν εισαχθεί στα ποίμνια κριοί της [[Φυλή Σφακίων |φυλής Σφακίων]] με σκοπό την αναβάθμιση της γαλακτοπαραγωγικής τους ικανότητας, χωρίς όμως σημαντική επιτυχία. | ||
[[είναι φυλή του ζώου::Αιγοπρόβατα| ]] | [[είναι φυλή του ζώου::Αιγοπρόβατα| ]] |
Αναθεώρηση της 13:09, 1 Νοεμβρίου 2013
Η φυλή εκτρέφεται σε υψόμετρο άνω των 600 μέτρων στις πλαγιές του Ψηλορείτη. Εκτός απ' την ευρύτερη περιοχή των Ανωγείων στη βορειοδυτική πλευρά του όρους, εκτρέφεται και στη νοτιοδυτική του πλευρά στις κοινότητες Λοχριά, Φουρφουρά και Πλατάνια της επαρχίας Αμαρίου. Εκτιμάται ότι ο αριθμός των αμιγώς εκτρεφόμενων ζώων κυμαίνεται από 4.500 έως 5.000 ζώα σε 19 ποίμνια.
Η φυλή ανήκει στα πλέον μικρόσωμα Ελληνικά πρόβατα. Από σωματομετρήσεις προέκυψε ότι το μήκος ακρωμίου ανέρχεται κατά μέσο όρο σε 57cm και το σωματικό βάρος σε 27kg. Το κεφάλι του προβάτου της φυλής είναι μετρίου μεγέθους με ελαφρώς κυρτό επιρρίνιο. Τα αυτιά είναι σχετικά μικρά με πλάγια διεύθυνση και καλύπτονται από βραχύ τρίχωμα. Το βάθος και το εύρος του στήθους ανέρχονται κατά μέσο όρο σε 28 και 18cm, αντίστοιχα, ενώ η περίμετρος του θώρακα κυμαίνεται γύρω στα 74cm και το μήκος του σώματος γύρω στα 64cm. Οι προβατίνες φέρουν κέρατα σε ποσοστό γύρω στο 10%. Μικρό είναι επίσης το ποσοστό των κερασφόρων κριών. Ιδιαίτερο γνώρισμα της φυλής είναι η ομοιογένεια, η λεπτότητα και η στιλπνότητα του μαλλιού, γεγονός το οποίο κατά πάσα πιθανότητα οφείλεται σε μεταλλαγή. Ο χρωματισμός του τριχώματος είναι λευκός. Στα ακάλυπτα από μαλλί μέρη του σώματος, όπως στο κεφάλι, το κάτω μέρος του τραχήλου, στην κοιλιακή χώρα και τα άκρα, επικρατεί το κοκκινωπό χρώμα σε ποσοστό 80-85%.
Πρόκειται για ζώο εξαιρετικά λιτοδίαιτο και ανθεκτικό, με λεπτά και ισχυρά άκρα. Κατά τη θερινή περίοδο, από τον Απρίλιο έως τον Οκτώβριο, βόσκει στα αλπικά λιβάδια του ορεινού όγκου του Ψηλορείτη. Συχνά παρατηρείται απώλεια των κοπτήρων από το τρίτο έτος της ηλικίας των ζώων. Αυτό οφείλεται στην αναζήτηση τροφής ανάμεσα στις πέτρες και τις σχισμές των βράχων και στην προσπάθεια εκρίζωσης αποφαγωμένων θάμνων και ετήσιων φυτών από το ελάχιστο χώμα που υπάρχει ανάμεσα στις πέτρες. Γενικά η διατροφική κατάσταση των ζώων είναι μέτρια έως κακή. Τα ποίμνια όπου πραγματοποιήθηκαν μετρήσεις δεν αμέλγονται. Το γαλακτοπαραγωγικό δυναμικό και η πολυδυμία της φυλής είναι δύσκολο να εκτιμηθούν, αφού τα ζώα κατά κανόνα υποσιτίζονται. Τελευταία, ορισμένοι παραγωγοί άρχισαν να χορηγούν συμπληρωματική τροφή στα ζώα τους. Σε πολλές περιπτώσεις έχουν εισαχθεί στα ποίμνια κριοί της φυλής Σφακίων με σκοπό την αναβάθμιση της γαλακτοπαραγωγικής τους ικανότητας, χωρίς όμως σημαντική επιτυχία.