Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Σπορά σιταριού"
Γραμμή 13: | Γραμμή 13: | ||
{{{top_heading|===}}}Βλαστικότητα{{{top_heading|===}}} | {{{top_heading|===}}}Βλαστικότητα{{{top_heading|===}}} | ||
− | Η βλαστικότητα του δείγματος του σπόρου που θα εξασφαλίσει μια ικανοποιητική ανάδυση και ομοιόμορφη φυτεία πρέπει να ξεπερνά το 90%. | + | Η βλαστικότητα του δείγματος του σπόρου που θα εξασφαλίσει μια ικανοποιητική ανάδυση και ομοιόμορφη φυτεία πρέπει να ξεπερνά το 90%. Υψηλή βλαστικότητα έχουν σπόροι υγιείς, απαλλαγμένοι ληθάργου και αποθηκευμένοι σε κατάλληλες συνθήκες υγρασίας και θερμοκρασίας. Η ηλικία τέτοιων σπόρων δε φαίνεται να επηρεάζει δυσμενώς τη βλαστικότητά τους για ένα χρονικό διάστημα περίπου 10 ετών. Στην πράξη όμως σπάνια χρησιμοποιείται σπόρος με ηλικία μεγαλύτερη των δύο ετών, επειδή τα έξοδα για τη σωστή διατήρησή του δεν είναι ευκαταφρόνητα. |
{{{top_heading|==}}}Χρόνος σποράς{{{top_heading|==}}} | {{{top_heading|==}}}Χρόνος σποράς{{{top_heading|==}}} |
Αναθεώρηση της 08:41, 19 Δεκεμβρίου 2013
Πολλαπλασιαστικό υλικό
Καθαρισμός
Οι καινούριες τελειοποιημένες θεραλωνιστικές μηχανές απομακρύνουν ένα μεγάλο ποσοστό ξένων υλών από τους σπόρους του σιταριού. Πάντοτε όμως υπάρχει ένα ποσοστό ακαθαρσιών καθώς και ορισμένοι ξένοι ή σπασμένοι σπόροι που πρέπει να απομακρυνθούν. Αυτό γίνεται με τον καθαρισμό της παρτίδας του σπόρου σε ειδικές συσκευές, τα διάφορα καθαριστήρια σπόρων. Ο βασικός τύπος καθαριστηρίου συνίσταται από μία σειρά κοσκίνων με οπές διαφόρων μεγεθών και σχημάτων όπου απομακρύνονται αντικείμενα μεγαλύτερα, μικρότερα ή διαφορετικού σχήματος από τους σπόρους του σιταριού.
Απολύμανση
Η απολύμανση του σπόρου του σιταριού αποτελεί σήμερα μια συνηθισμένη και απαραίτητη καλλιεργητική πρακτική. Αποσκοπεί στον έλεγχο ορισμένων ασθενειών που μεταφέρονται με το σπόρο (κυρίως του δαυλίτη) και στην προστασία του σπόρου και των αρτιβλάστων υπό προσβολές μυκήτων εδάφους. Τα διάφορα σκευάσματα εφαρμόζονται υπό μορφή σκόνης με επίπαση του σπόρου, υπό μορφή διαλύματος στο οποίο βυθίζεται για ορισμένο χρονικό διάστημα ο σπόρος και μετά ξηραίνεται ή υπό μορφή πολτού που σχηματίζεται με πυκνή διάλυση της σκόνης του σκευάσματος σε νερό. Ανεξάρτητα από τον τρόπο εφαρμογής, μεγάλη σημασία έχει η ομοιόμορφη επένδυση του σπόρου που εξασφαλίζει την αποτελεσματική του προστασία. Τα πιο συνηθισμένα για το σιτάρι είναι το carboxin (διασυστηματικό που καταπολεμά αποτελεσματικά εκτός από το δαυλίτη και το γυμνό άνθρακα), το thiram, το chloroneb, το mancozeb, το benomyl, κ.ά. Θα πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι το oxycarboxin έχει βρεθεί να μειώνει τις εντάσεις προσβολών από σκωριάσεις, ενώ το διασυστηματικό ethirimol τις προσβολές από ωίδιο. Στην πράξη χρησιμοποιούνται μίγματα από διάφορα μυκητοκτόνα που ορισμένες φορές περιέχουν και εντομοκτόνα για προστασία των φυταρίων από τους σιδηροσκώληκες, τον κάραβο και ορισμένα δίπτερα.
Έχει διαπιστωθεί ότι η απολύμανση δεν επηρεάζει τη βλαστικότητα του σπόρου σχεδόν για μια τριετία, με την προϋπόθεση ότι η αποθήκευση γίνεται σε ξηρό και καλά αεριζόμενο περιβάλλον. Αντίθετα, σπόροι σπασμένοι, με ρωγμές στο περικάρπιο ή με υγρασία ανώτερη από 14% ζημιώνονται από την απολύμανση.
Βλαστικότητα
Η βλαστικότητα του δείγματος του σπόρου που θα εξασφαλίσει μια ικανοποιητική ανάδυση και ομοιόμορφη φυτεία πρέπει να ξεπερνά το 90%. Υψηλή βλαστικότητα έχουν σπόροι υγιείς, απαλλαγμένοι ληθάργου και αποθηκευμένοι σε κατάλληλες συνθήκες υγρασίας και θερμοκρασίας. Η ηλικία τέτοιων σπόρων δε φαίνεται να επηρεάζει δυσμενώς τη βλαστικότητά τους για ένα χρονικό διάστημα περίπου 10 ετών. Στην πράξη όμως σπάνια χρησιμοποιείται σπόρος με ηλικία μεγαλύτερη των δύο ετών, επειδή τα έξοδα για τη σωστή διατήρησή του δεν είναι ευκαταφρόνητα.
Χρόνος σποράς
Το σιτάρι σπέρνεται στην Ελλάδα σχεδόν αποκλειστικά κατά το φθινόπωρο-χειμώνα. Ανάλογα με το χρόνο σποράς έχουμε:
- πρώιμες σπορές: από 15 Οκτωβρίου μέχρι 15 Νοεμβρίου
- όψιμες σπορές: από 15 Νοεμβρίου μέχρι 15 Δεκεμβρίου
- πολύ όψιμες σπορές: από 15 Δεκεμβρίου μέχρι 15 Ιανουαρίου.
Ο καθορισμός του καταλληλότερου χρόνου σποράς επηρεάζεται:
- Από τις κλιματολογικές συνθήκες (βροχόπτωση-θερμοκρασίες) κατά το χειμώνα. Σε περιοχές με χαμηλές θερμοκρασίες συνιστάται πρωιμότερη σπορά για να υπάρξει δυνατότητα αυτοσκληραγώγησης των φυτών. Σε θερμότερους χειμώνες συνιστώνται οψιμότερες σπορές. Σε ότι αφορά τις βροχοπτώσεις πρέπει να ξέρουμε ότι οι πρώιμες σπορές, έστω κι αν πέσουν πρώιμες βροχές, περικλείουν τον κίνδυνο αποτυχίας στο φυτρωμα εάν ακολουθήσει ξηρασία.
- Από τον τύπο του εδάφους. Για δεδομένο κλίμα οι σπορές είναι πρωιμότερες στα βαρύτερα εδάφη και οψιμότερες στα ελαφρότερα όπου η υγρασία εξαντλείται ταχύτερα και οι κίνδυνοι βλαβών από ξηρασία είναι μεγαλύτεροι. Επίσης, τα φτωχότερα εδάφη σπείρονται πρωιμότερα ενώ τα γονιμότερα οψιμότερα για να αποφεύγονται οι δυσμενείς επιδράσεις των θερμοκρασιών στα πολύ νεαρά στάδια και πλαγιάσματα νωρίς την άνοιξη από έντονη πρώτη ανάπτυξη.
- Από την ποικιλία που επιλέχθηκε. Γενικά όσο πιο πρώιμη είναι μια ποικιλία τόσο οψιμότερα έχει τη δυνατότητα να σπέρνεται.
Συμπερασματικά, για δεδομένη περιοχή η σπορά δε θα πρέπει να είναι ούτε υπερβολικά πρώιμη ούτε υπερβολικά όψιμη. Στην πρώτη περίπτωση υπάρχουν κίνδυνοι κακού φυτρώματος ή έντονης πρώτης ανάπτυξης με κινδύνους από πλαγιάσματα και χαμηλές θερμοκρασίες. Στη δεύτερη, καθυστερεί το φύτρωμα και αυξάνουν οι ζημιές από τα πουλιά, αυξάνουν οι κίνδυνοι από χαμηλές θερμοκρασίες, παράγονται λιγότερα γόνιμα στελέχη/φυτό και οψιμίζει σημαντικά η παραγωγή. Ένας χρήσιμος δείκτης για τον προσδιορισμό του καταλληλότερου χρόνου σποράς θα ήταν ο χρόνος εμφάνισης των πρώτων παγετών σε κάθε περιοχή. Η σπορά θα πρέπει να προσδιορίζεται περίπου ένα με ενάμιση μήνα νωρίτερα για να εξασφαλισθεί μια ικανοποιητική εγκατάσταση φυτών, αφού φυσικά ληφθούν υπόψη και άλλοι παράγοντες που προαναφέρθηκαν.
Ποσότητα σπόρου
Η σχέση πυκνότητας φυτών και αποδόσεων στο σιτάρι δεν είναι τόσο σαφής όσο στον αραβόσιτο λόγω των δυνατοτήτων που έχουν τα φυτά να ρυθμίζουν δραστικά το αδέλφωμά τους ανάλογα με την πυκνότητα της φυτείας. Εάν η φυτεία είναι αραιή, τα φυτά αδελφώνουν έντονα, ενώ αν είναι πυκνή αδελφώνουν λιγότερο. Από διάφορα πειράματα συμπεραίνεται ότι οι αποδόσεις του σιταριού δε διαφέρουν ουσιαστικά σε δόσεις σπόρου μεταξύ 4 και 16kg/στρ. που αντιστοιχούν σε πυκνότητες 100-300 φυτών/m2. Οι πυκνότητες αυτές αντιστοιχούν σε 350-420 στάχεις/m2. Ο ακριβής προσδιορισμός της κατάλληλης ποσότητας σε μια περιοχή θα εξαρτηθεί από το είδος του ζιζανιοτάπητα, περιβαλλοντικούς παράγοντες και την επικρατούσα καλλιεργητική πρακτική. Έτσι, σε ξηρότερες περιοχές, οι δόσεις πρέπει να αγγίζουν τα κατώτατα όρια (4-6.5kg/στρ.). Είναι όμως δυνατό και υπό αρδευόμενες συνθήκες να χρησιμοποιούνται χαμηλές δόσεις με την προϋπόθεση ότι ο αγρός διατηρείται καθαρός από ζιζάνια με κατάλληλη προφυτρωτική ζιζανιοκτονία. Για τα δεδομένα της χώρας μας συνιστώνται γενικά ποσότητες 15kg/στρ., οπωσδήποτε χαμηλότερες από τις υπερβολικές ποσότητες που είναι πολύ συνηθισμένες και πλησιάζουν σε ορισμένες περιπτώσεις και τα 30kg/στρ.
Αποστάσεις και τρόπος σποράς
Το σιτάρι σπέρνεται σήμερα σε γραμμές με σπαρτικές μικρών σιτηρών. Η χύδην επιφανειακή σπορά, που παλαιότερα αποτελούσε τη συνηθισμένη πρακτική, σήμερα έχει περιοριστεί στις περισσότερο καθυστερημένες περιοχές.
Στην πράξη είναι αδύνατη η επίτευξη απόλυτης τετραγωνικότητας (τετραγωνικό σύστημα σποράς=ίσες αποστάσεις μεταξύ γραμμών και φυτών στη γραμμή) με τις γνωστές σπαρτικές και τις ποσότητες του σπόρου που συνηθίζονται στο σιτάρι. Ως ελάχιστη απόσταση μεταξύ των γραμμών σποράς λαμβάνονται τα 15cm. Αποστάσεις μεγαλύτερες από 20cm μειώνουν τις αποδόσεις, πιθανότατα λόγω σημαντικής μείωσης της τετραγωνικότητας. Συνήθως οι αποστάσεις κυμαίνονται μεταξύ 15-20cm ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν. Μέσα σε αυτά τα όρια δεν παρατηρούνται σημαντικές διαφοροποιήσεις στις αποδόσεις.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι σήμερα είναι δυνατή η σπορά σε αρκετά μικρές αποστάσεις μεταξύ των γραμμών (μέχρι 9-10cm) με τη χρήση ειδικών σπαρτικών ακριβείας. Προκαταρκτικά πειράματα με τις σπαρτικές αυτές, στα οποία οι αποστάσεις μεταξύ των γραμμών ήταν 10cm και επί της γραμμής 2.5cm έδειξαν αυξημένες αποδόσεις κατά 11-13% συγκριτικά με αγρούς που σπα΄ρθηκαν με τις συνηθισμένες σπαρτικές.
Οι αποστάσεις των φυτών επάνω στη γραμμή με τις κοινές σπαρτικές είναι μικρές και κυμαίνονται μεταξύ 2,5-5cm. Οι χρησιμοποιούμενες σπαρτικές δεν παρέχουν τη δυνατότητα μεγάλης αύξησης των αποστάσεων πέρα από τα παραπάνω όρια, αλλά παράλληλα μια τέτοια αύξηση δεν έχει και πρακτικό ενδιαφέρον.
Βάθος σποράς
Άριστο βάθος είναι τα 5cm. Σπορά ρηχότερα έχει κινδύνους από ανομοιόμορφο φύτρωμα λόγω πιθανής ξήρανσης του επιφανειακού στρώματος του εδάφους και απο προσβολές πουλιών. Όταν γίνεται βαθύτερα έχουμε καθυστέρηση στην ανάδυση και αύξηση κινδύνων από έντομα και παθογόνα. Σπορά σε βάθος 10cm προκαλεί μείωση της ανάδυσης κατά 40%. Η επιμήκυνση του μεσοκοτυλίου είναι κυρίως υπεύθυνη για τη δυνατότητα ανάδυσης από μεγάλα βάθη.