Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Χαρουπιά"
Γραμμή 36: | Γραμμή 36: | ||
{{{top_heading|==}}}Εχθροί{{{top_heading|==}}} | {{{top_heading|==}}}Εχθροί{{{top_heading|==}}} | ||
− | Ο μεγαλύτερος [[Εχθροί χαρουπιάς|εχθρός]] της χαρουπιάς είναι η ποντίκα η οποία κατατρώγει τη φλούδα των βλαστών των δέντρων, με επακόλουθο την ξήρανση τους. Από τα διάφορα έντομα που την προσβάλλουν, ο Myelois ceratoniae Zell θεωρείται η μεγαλύτερη μάστιγα. Επίσης τα Τζιτζικάκια (leafhoppers), ο Αλευρώδης και το Λεκάνιο (Lecanius elongatuus), δυνατό να προκαλέσουν ζημιές στα δέντρα. | + | Ο μεγαλύτερος [[Εχθροί χαρουπιάς|εχθρός]] της χαρουπιάς είναι η ποντίκα η οποία κατατρώγει τη φλούδα των βλαστών των δέντρων, με επακόλουθο την ξήρανση τους. Από τα διάφορα έντομα που την προσβάλλουν, ο Myelois ceratoniae Zell θεωρείται η μεγαλύτερη μάστιγα. Επίσης τα Τζιτζικάκια (leafhoppers), ο Αλευρώδης και το Λεκάνιο (Lecanius elongatuus), δυνατό να προκαλέσουν ζημιές στα δέντρα.<ref name="Εχθροί Χαρουπιάς"/> |
Ποντίκα | Ποντίκα | ||
Γραμμή 117: | Γραμμή 117: | ||
==Βιβλιογραφία== | ==Βιβλιογραφία== | ||
<references> | <references> | ||
− | <ref name="Χαρουπιά"> Ειδική δενδροκομία Τόμος II "Ακρόδρυα - Πυρηνόκαρπα - Λοιπά καρποφόρα", Ποντίκη Κων/νου, Καθηγητή Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών.</ref> | + | <ref name="Χαρουπιά"> Ειδική δενδροκομία Τόμος II "Ακρόδρυα - Πυρηνόκαρπα - Λοιπά καρποφόρα", Ποντίκη Κων/νου, Καθηγητή Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών.</ref> |
+ | <ref name="Εχθροί Χαρουπιάς"> [{{#show:Ιστοσελίδα Παναγροτικός/Εχθροί Χαρουπιάς| ?has link}} Εχθροί Χαρουπιάς].</ref> | ||
</references> | </references> |
Αναθεώρηση της 08:41, 8 Απριλίου 2015
Περιεχόμενα
Γενικά στοιχεία
Η ξυλοκερατιά (κν. χαρουπιά) κατάγεται από τη μέση Ανατολή (Συρία, Παλαιστίνη). Στις μεσογειακές χώρες καλλιεργείται από τους αρχαιοτάτους ακόμα χρόνους. Καλλιεργείται κυρίως στη Συρία, Κύπρο, Τουρκία, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Αλγερία, Μαρόκο, Αίγυπτο, Ισραήλ και Λίβανο, αλλά σήμερα έχει επεκταθεί στην Αυστραλία, νότια Αφρική, νότια Αμερική, Μεξικό και βόρεια Αμερική (Καλιφόρνια, Αριζόνα). Στην Ελλάδα η ξυλοκερατιά καλλιεργείται κυρίως στην Κρήτη, αλλά αυτοφύεται σε όλα τα γεωγραφικά διαμερίσματα της νότιας Ελλάδας. Οι συστηματικοί ξυλοκερατεώνες στη χώρα μας καταλαμβάνουν έκταση 79.000 στρέμματα και η μέση ετήσια παραγωγή καρπών ανέρχεται σε 25.682 τόννους. Η ξυλοκερατιά καλλιεργείται για τους καρπούς της, τα ξυλοκέρατα ή χαρούπια που χρησιμοποιούνται ως κτηνοτροφή των ζώων (βοειδή, αιγοπρόβατα, κ.α.). Τα σπέρματα των χαρουπιών έχουν ποικίλας χρήσεις στη βιομηχανία . Μετά από αποφλοίωση με θειϊκό οξύ και ξήρανση, τα έμβρυα διαχωρίζονται από τις κοτυληδόνες. Στη συνέχεια τα έμβρυα αλευροποιούνται και χρησιμοποιούνται ως φύραμα για γαλακτοφόρες αγελάδες ή για την παρασκευή συμπυκνωμένων ιδιοσκευασμάτων (σούπες). Από δε τις κοτυληδόνες εξάγεται κόμμι (ποσοστό περιεκτικότητας 33%), που χρησιμοποιείται στην υφαντουργία (φινίρισμα υφασμάτων), τη ζαχαροπλαστική, τη βιομηχανία μπισκότων, κοσμητικών σκευασμάτων και φωτογραφικών φίλμ. Ως σακχαρούχος καρπός, τα χαρούπια παρέχουν μετά από ζύμωση και απόσταξη αλκοόλη σε ποσοστό 25%. Τα άγουρα χαρούπια περιέχουν δεψικές ουσίες και χρωστική ουσία, που χρησιμοποιείται για τη βαφή υφασμάτων στη μέση Ανατολή και τη βόρεια Αφρική. Επίσης έχουν και φαρμακευτικές χρήσεις, ως μαλακτικό, για φλεγμονές του αναπνευστικού συστήματος. Τέλος, μετά από ειδική επεξεργασία παράγεται προϊόν που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως υποκατάστατο του κακάου στη σοκολατοβιομηχανία.[1]
Βοτανικά χαρακτηριστικά
Η ξυλοκερατιά-χαρουπιά ανήκει στην οικογένεια Legominosae (υποοικογένεια Caesalpinioideae), στο γένος Ceratonia και στο είδος Ceratonia siliqua L. Η χαρουπιά είναι διπλοειδής (2n=24, n=12). Η ξυλοκερατιά είναι δένδρο αειθαλές, μετρίου έως μεγάλου μεγέθους, με βλάστηση συνήθως πλαγιόκλαδη, βαθύριζο και μακρόβιο. Τα φύλλα είναι σύνθετα, αρτιόληκτα (συνήθως με 6 φυλλάρια ή πιο πολλά), κατ' εναλλαγή δερματώδη, λεία, χαλκοκόκκινα στη νεαρή ηλικία και βαθυπράσινα κατά την ενήλικη. Οι οφθαλμοί διακρίνονται σε ξυλοφόρους και απλούς ανθοφόρους. Η διάκριση μεταξύ ξυλοφόρων και ανθοφόρων οφθαλμών μακροσκοπικά είναι δύσκολη. Οι ξυλοφόροι οφθαλμοί απαντούν επάκρια ή πλάγια σ' ένα βλαστό και οι ανθοφόροι μόνον πλάγια. Οι ανθοφόροι, που βρίσκονται σε ξύλο του προηγούμενου χρόνου, εκπτύσσονται το φθινόπωρο και δίνουν μονοστέλεχες ταξιανθίες, ενώ αυτοί που βρίσκονται σε ξύλο μεγαλύτερης ηλικίας (ιδιομορφία ξυλοκερατιάς), 3 έως 15 χρόνων, δίνουν πολυστέλεχες ταξιανθίες. Οι οφθαλμοί στερούνται λεπίων (γυμνοί), αλλά περιβάλλονται από πυκνό τρίχωμα. Τα άνθη είναι μικρά, με δυσάρεστη οσμή (ιδιαίτερα τα αρσενικά) και φέρονται σε βοτρυοειδείς ταξιανθίες σε ξύλο ηλικίας 2 έως 15 χρόνων (μονήρεις ή κατά θυσσάνους). Η ξυλοκερατιά χαρακτηρίζεται ως είδος πολύγαμο, μόνοικο και συνηθέστερα δίοικο (απαντούν δένδρα που φέρουν άνθη ερμαφρόδιτα και στημονοφόρα ή μόνον στημονοφόρα ή μόνον υπεροφόρα). Κάθε άνθος αποτελείται από πέντε μικρά σέπαλα (χωρίς πέταλα), ένα βραχύστυλο ύπερο (τα θηλυκά άνθη) και πέντε στήμονες (τα αρσενικά άνθη). Ο καρπός είναι χέδροπας, έχει σχήμα τοξοειδές, χρώμα καστανό και μεσοκάρπιο σαρκώδες, πλούσια σε υδατάνθρακες. Περιέχει 10 έως 16 σπέρματα σκληρά, γυαλιστερά και κεραμόχροα.
Τρόπος καρποφορίας Η ξυλοκερατιά-χαρουπιά ανθίζει το φθινόπωρο, τέλη Αυγούστου μέχρι Νοέμβριο και ωριμάζει τους καρπούς της από τα τέλη Αυγούστου του επόμενου από της ανθήσεως χρόνου. Καρποφορεί από απλούς ανθοφόρους οφθαλμούς σε ξύλο ηλικίας 2 έως 15 χρόνων. Παρουσιάζει τάση για παρενιαυτοφορία.
Περίοδος καρποφορίας Η ξυλοκερατιά-χαρουπιά, ως δένδρο με βραδεία ανάπτυξη, μπαίνει όψιμα σε αξιόλογη καρποφορία, περίπου από τον 8ο έως 10ο χρόνο της ηλικίας της. Η παραγωγική ζωή της υπολογίζεται σε 80 έως 100 χρόνια. Στη χώρα μας υπάρχουν δένδρα ξυλοκερατιάς ηλικίας περίπου 200 χρόνων, με πολύ καλή παραγωγικότητα.[1]
Κλιματικές συνθήκες
Η ξυλοκερατιά (κν. χαρουπιά) είναι δένδρο των θερμών και ξηρών κλιμάτων. Ευδοκιμεί σε παραθαλάσσιες περιοχές όπως Κρήτη, νησιά και νότια ηπειρωτική Ελλάδα. Καλλιεργείται μέχρι υψομέτρου 600 μέτρων. Θεωρείται ανθεκτικότερη στους παγετούς από την πορτοκαλιά και πιο ευαίσθητη από την ελιά. Οι καρποί ζημιώνονται στους -40C έως -50C και οι βλαστοί στους -6.70C έως -7.80C. Όσον αφορά την έκθεση της τοποθεσίας, θα πρέπει να προτιμώνται εκείνες που έχουν ανατολική ή μεσημβρινή.[1]
Εδαφικές συνθήκες
Η ξυλοκερατιά (κν.χαρουπιά) είναι δένδρο περιορισμένων εδαφικών απαιτήσεων. Ευδοκιμεί σε διάφορα είδη εδαφών, εκτός στα πολύ αργιλλώδη ή υγρά εδάφη. Ακόμα και σε βραχώδη, ξηρά, επικλινή (πλαγιές), αρκεί να είναι ελαφρά γόνιμα και να διαπερνώνται από το ριζικό της σύστημα. Στην Κρήτη καθώς και σ' άλλες περιοχές της Ελλάδας, η ξυλοκερατιά καλλιεργείται με επιτυχία σε εδάφη ξηρά, πετρώδη και ασβεστολιθικά. Έτσι αξιοποιεί περιοχές ξηρές και άγονες, που η οικονομική τους εκμετάλλευση θα ήταν διαφορετικά αδύνατη.[1]
Επικονίαση - Γονιμοποίηση
Η ξυλοκερατιά είναι είδος ανεμόφιλο. Όπως όμως αναφέραμε πιο πάνω είναι είδος πολύγαμο (μόνοικο και συνηθέστερα δίοικο). Επομένως για την εξασφάλιση ικανοποιητικής παραγωγής, σαν μόνοικο μπορεί να καλλιεργηθεί αμιγώς, ενώ σαν δίοικο θα πρέπει μεταξύ των θηλυκών δέντρων να φυτεύσουμε και αρσενικά με ζωτική γύρη, που θα χρησιμεύσουν ως επικονιαστές των θηλυκών δέντρων. Όσον αφορά τη διάταξη των επικονιαστών, αν και δεν έχει γίνει κάποια σχετική συστηματική εργασία , συνιστάται η σχέση αρσενικών προς θυληκά να είναι 1:10. Πιστεύεται ότι στη μεταφορά της γύρης βοηθούν και οι μέλισσες.[1]
Πολλαπλασιασμός
Στην Ελλάδα τα καλλιεργούμενα δένδρα ξυλοκερατιάς προέρχονται από εξημέρωση με εμβολιασμό των αυτοφυόμενων δένδρων ξυλοκερατιάς. Η ξυλοκερατιά πολλαπλασιάζεται συνήθως με ενοφθαλμισμό με όρθιο Τ πάνω σε υποκείμενα σπορόφυτα ηλικίας περίπου 3 έως 4 χρόνων (αναπτύσσονται βραδέως). Ως πιο κατάλληλη εποχή εμβολιασμού θεωρείται η άνοιξη (τέλη άνοιξης). Τα υποκείμενα σπορόφυτα παράγονται από σπόρο, που βλαστάνει αργά και δύσκολα. Για την επιτάχυνση και διευκόλυνση της βλάστησης του σπόρου, συνιστάται όπως αυτός υποβληθεί πριν από τη σπορά του στους χειρισμούς: (α) εμβάπτιση σε θερμό νερό (θερμοκρασία 750C) για 2 έως 5 λεπτά της ώρας, β) εμβάπτιση σε διάλυμα θειϊκού οξέος (45%) για 3 ώρες και (γ) απομάκρυνση των σποροπεριβλημάτων με τριβή. Αναφέρεται όμως ότι υπάρχουν και δένδρα ξυλοκερατιάς, που ο σπόρος τους βλαστάνει εύκολα χωρίς κανένα χειρισμό πρίν από τη σπορά τους. Συνιστάται η εξεύρεση και διατήρηση από τους φυτοριούχους δένδρων που οι σπόροι τους να βλαστάνουν εύκολα για να χρησιμοποιηθούν ως σπορομητρικά. Μπορεί όμως να πολλαπλασιαστεί σχετικά εύκολα με εναέριες καταβολάδες και ξυλοποιημένα μοσχεύματα και πολύ εύκολα με φυλλοφόρα μοσχεύματα από μητρικά φυτά, που βρίσκονται στη φάση της νεανικότητας, μετά από χειρισμό με ινδολοβουτυρικό οξύ (ΙΒΑ) 5000ppm.[1]
Ποικιλίες
Οι πιο αξιόλογες Ελληνικές και ξενικές ποικιλίες είναι οι εξής: Ελληνικές Αγρία, Κρητικά (Κονδυλάτα, Μπαντούρια, Ξανθά), Κύπρου (Βακλωτά, Κουμπωτά, Κούντουρα), Χιώτικα, Σαμιώτικα, κ.α. Ξενικές Matalafan, Matalafera, Roya, Costelates(Ισπανίας), Cipriana, Saccarata, Racemosa (Ιταλικές), Santa Fe, Bolsor, Conejo, Excelsior, Gabriel, Grantham, Molino, Sykea, Τyllivia, White, Amele, Sfax, Cliford, Tantillo (Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής)[1]
Ασθένειες
Εχθροί
Ο μεγαλύτερος εχθρός της χαρουπιάς είναι η ποντίκα η οποία κατατρώγει τη φλούδα των βλαστών των δέντρων, με επακόλουθο την ξήρανση τους. Από τα διάφορα έντομα που την προσβάλλουν, ο Myelois ceratoniae Zell θεωρείται η μεγαλύτερη μάστιγα. Επίσης τα Τζιτζικάκια (leafhoppers), ο Αλευρώδης και το Λεκάνιο (Lecanius elongatuus), δυνατό να προκαλέσουν ζημιές στα δέντρα.[2]
Ποντίκα
Η Ποντίκα αποτελεί ένα σημαντικό εχθρό στον γεωργοκτηνοτροφικό τομέα, αφού προκαλεί πάμπολλες και ποικίλες ζημιές με σοβαρό οικονομικό αντίκτυπο. Μερικές από τις συνηθισμένες ζημιές που προκαλεί είναι:
- Ξύνει και πληγώνει τους κορμούς και βλαστούς δέντρων.
- Κατατρώγει τους καρπούς, καταναλώνει και καταστρέφει αποθηκευμένες ζωοτροφές.
- Τρέφεται με αυγά και νεογνά πουλερικών.
- Καταστρέφει συστήματα άρδευσης και πλαστικά θερμοκηπίου, μεταδίδει νόσους σε παραγωγικά ζώα κ.α. Οι ζημιές που προκαλεί η ποντίκα δεν περιορίζονται μόνο στη γεωργία και στην κτηνοτροφία, αλλά επεκτείνονται και σε άλλους τομείς, αφού μπορεί να καταστρέψει κτηριακές εγκαταστάσεις, ηλεκτρικά καλώδια, να τραφεί με αυγά νεοσσούς άγριων πτηνών και ζώων, να καταναλώσει τροφή ανθρώπινης κατανάλωσης, κ.α.
Η περιτύλιξη μέρους του κορμού με λαμαρίνα ή άλλο υλικό, παρεμποδίζει την αναρρίχηση της ποντίκας στα χαρουπόδεντρα και διασφαλίζει, σε ικανοποιητικό βαθμό, την προστασία της. Μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τον εχθρό αυτό, λαμβάνοντας κάποια προληπτικά μέτρα που είναι:
- Κλάδεμα δέντρου κατά τρόπο ώστε οι κλάδοι να μην εφάπτονται ή να βρίσκονται πολύ κοντά στο έδαφος έτσι ώστε να μην αποτελούν σημεία αναρρίχησης της πόντικας πάνω στα δέντρα.
- Περιτύλιγμα του κορμού με λαμαρίνα, ξεκινώντας από ύψος γύρω στα 50-100εκ. από το επίπεδο του εδάφους έτσι ώστε να καλύπτεται πλήρως ο κορμός του δέντρου. Είθισται να χρησιμοποιείται πολύ λεπτό φύλλο λαμαρίνας, έτσι ώστε να κάμπτεται εύκολα. Το φύλλο της λαμαρίνας θα πρέπει να έχει ύψος, τουλάχιστον, 50 εκ. Στερεώνεται στον κορμό με μικρά καρφιά ώστε να είναι καλά προσκολλημένη στον κορμό και να μην υπάρχουν χαραμάδες από τις οποίες μπορεί να περάσει το τρωκτικό.
- Χρήση τρωκτικοκτόνων δολωμάτων, τα οποία κυκλοφορούν στο εμπόριο σε διάφορες μορφές (κόκκοι σιτηρών, κύβοι παραφίνης, πάστες, ταμπλέτες κ.α.) Τοποθετούνται τα τρωκτικοκτόνα δολώματα, σε σταθμούς δολώσεως (είτε έτοιμους από το εμπόριο, είτε αυτοσχέδιους), με τρόπο ώστε να αποτρέπεται η πρόσβαση στα άγρια ή παραγωγικά ζώα. Οι αποστάσεις μεταξύ των σταθμών δολώσεως, μπορεί να έχουν ακτίνα από 100-300m ανάλογα με τους πληθυσμούς της ποντίκας. Οι σταθμοί δολώσεως μπορούν να τοποθετηθούν κάτω από θάμνους και άγρια βλάστηση, σε όχτους, πάνω στα δέντρα, κ.α. Σε αυτές τις περιπτώσεις πρέπει να είναι σταθεροί και να μην κινούνται, καθότι αυτό μπορεί να εκφοβίσει το τρωκτικό να εισέλθει εντός του σταθμού. Εάν σε κάποιο σταθμό ή σταθμούς δολώσεως δεν παρατηρείται κατανάλωση του δολώματος μετά από 2-3 ελέγχους, μετακινείται σε άλλη τοποθεσία. Η τοποθέτηση τρωκτικοκτόνων δολωμάτων στους σταθμούς σε μια τοποθεσία τερματίζεται όταν σταματήσει πλήρως ή μειωθεί δραστικά η κατανάλωση της, σε σχέση με τις πρώτες εφαρμογές. Παροτρύνονται οι χρήστες των βιοκτόνων της να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί, να λαμβάνουν όλα τα προστατευτικά μέτρα κατά τη χρήση τους και να ακολουθούν πιστά τις οδηγίες που αναγράφονται στις ετικέτες των σκευασμάτων.
Το τζιτζικάκι
(Empoasca ή Asymmetrasca decedens-Paoli) Είναι μικρό τετιγοειδές (τζιτζίκι) ανοιχτού πράσινου χρώματος, που ζει σε διάφορους ξενιστές, με πολυάριθμες γενεές το χρόνο. Το φθινόπωρο, τα ενήλικα τζιτζικάκια μεταφέρονται στα δέντρα, όπου παραμένουν μέχρι την επόμενη άνοιξη, κεντώντας τους καρπούς και τρεφόμενα από τους χυμούς του επικάρπιου. Τα κεντήματα (νύγματα) διατροφής που γίνονται στους καρπούς, προκαλούν μια αλλοίωση του επικάρπιου, γνωστή σαν "κίτρινη κηλίδωση" ή "ελαιοκυτάρωση". Πρόκειται για κίτρινες μικρές επιφάνειες γύρω από τα σημεία εισαγωγής του ρύγχους των εντόμων στη φλούδα, που φανερώνονται καθαρά στον ακόμη άγουρο καρπό, αλλά και που παραμένουν και μετά την αλλαγή χρωματισμού. Τα κεντήματα αυτά της Empoasca δεν επιφέρουν καμιά αλλοίωση εσωτερικά στην ποιότητα των καρπών , όμως η αισθητική ζημιά προκαλεί την εμπορική υποτίμηση τους. Οι επεμβάσεις καταπολέμησης αυτού του εντόμου πρέπει να είναι τύπου προληπτικού, εκτελούμενες μεταξύ των μέσων του Σεπτεμβρίου και των αρχών του Οκτωβρίου, δηλαδή όταν το έντομο μετατοπίζεται προς τις εσπεριδοκαλλιεργούμενες ζώνες και πρίν ακόμη διαπιστωθούν οι μαζικές ζημιές που προκαλεί. Σε αυτή την περίοδο η οπτική ανάλυση ενός δείγματος καρπών μπορεί να αποτελεί (έγκυρο βοήθημα). Με παρουσία ποσοστού 1-2% προσβεβλημένων καρπών θα μπορεί να εφαρμόζεται μια χημική επέμβαση κατά προτίμηση με οργανοφωσφορικά, όπως φενιτροθίον (Σουμιφέν), φορμοθίον (Ανθιο), Ντιμεθοέιτ (Ρογκόρ), ή φωσφοροχλωριωμένα, όπως εντοσουλφάν (θειοντάν) κλπ., στις συνιστώμενες δόσεις από τους κατασκευαστές τους.
Αλευρώδης
Είναι είδος πολυφάγο. Βλαβερό κυρίως στα εσπεριδοειδή.
O αλευρώδης διαχειμάζει συνήθως στο στάδιο της νύμφης τρίτης ή της τετάρτης ηλικίας και σε ποσοστό στο στάδιο του αυγού. Τα αυγά με την πάροδο του χρόνου εκκολάπτονται. Από τον Μάρτιο παρατηρούνται οι πρώτες πτήσεις των ακμαίων αλλά τον Απρίλιο με Μάιο έχουμε τις πρώτες μαζικές πτήσεις. Σε μικρό χρονικό διάστημα τα θηλυκά ωοτοκούν και τοποθετούν τα αυγά τους διάσπαρτα περίπου 100 τα οποία παραμένουν προσκολλημένα με το κοντό ποδίσκο τους στην κάτω επιφάνεια του ελάσματος του φύλλου. Πρόκειται για πολύ μικρές άσπρες πεταλούδες, μεγέθους 2-3mm, που παρουσιάζονται σε μεγάλους πληθυσμούς το καλοκαίρι, από το Μάϊο μέχρι τον Οκτώβριο σε θερμοκρασία 30-330C για τον Bemisia tabaki και 15-250C για τον Trialeurodes sp. Εμφανίζονται σε σμήνη, κρυμμένα στην κάτω επιφάνεια του φύλλου. Πολλαπλασιάζονται πολύ γρήγορα σε υψηλές θερμοκρασίες και για αυτό είναι δύσκολη η αντιμετώπισή τους. Το έντομο αυτό έχει πολλές γενεές το χρόνο. Κάθε γενεά συμπληρώνεται σε 20-40 μέρες. Η προνύμφη είναι 1mm και εγκαθίσταται στην κάτω επιφάνεια του φύλλου. Οι νύμφες εκκολάπτονται μετά από κάποιο χρονικό διάστημα επώασης γύρω στις δέκα μέρες σε συνάρτηση με τις κλιματικές συνθήκες και όταν ολοκληρωθεί το πρώτο στάδιο ανάπτυξης προσκολλώνται οριστικά. Οι πτήσεις ξεκινούν Αύγουστο και διαρκούν μέχρι τους μήνες Σεπτέμβριο - Οκτώβριο. Από τα αυγά αυτών των ακμαίων εκκολάπτονται νύμφες που διαχειμάζουν.
Προσβάλλει την κάτω επιφάνεια των φύλλων και καλύπτεται από τα διάφορα σταδία ανάπτυξης του εντόμου και από τις εκδύσεις του. Τα τέλεια έντομα απομυζούν τους χυμούς του φυτού και εκβάλλουν μελιτώδη εκκρίματα (μέλωμα των φυτών και των καρπών) με αποτέλεσμα την εμφάνιση καπνιάς. Οι προσβολές συνοδεύονται σχεδόν πάντα από την παρουσία μιας άφθονης μελιτώδους ουσίας που λερώνει την βλάστηση και τους καρπούς πανω στην οποία αναπτύσσεται καπνιά. Τα έντονα προσβεβλημένα δέντρα εξασθενούν, τα φύλλα κιτρινίζουν και πέφτουν ενώ οι λερωμένοι από το μελίτωμα καρποί και μαυρισμένα από την καπνιά υφίσταται σημαντική ποιοτική υποβάθμιση.
Ο αλευρώδης αντιμετωπίζεται με φυσικούς εχθρούς το υμενόπτερο Encarsia lahorensis ενδοφάγο παράσιτο και το Clitosthetus arcudtis. Η σωστή εκμετάλλευση τη Intarsia lahorensis θα αποτελέσει το κατάλληλο μέσο βιολογικής καταπολέμησης για τα ξινά εκείνα που δεν θα δεχόταν πολλά εντομοκτόνα στην περίοδο της Άνοιξης – Καλοκαιριού έτσι ώστε στο διάστημα λίγων ετών ο βαθμός παρασιτισμού να μπορεί να φθάσει σε υψηλά επίπεδα.
Η χημική καταπολέμηση αυτού του εντόμου μπορεί να πραγματοποιηθεί στη χειμερινή περίοδο ή και στη θερινή, σε μια στιγμή όμως με ελάχιστη παρουσία αυγών (τέλη Ιουνίου - αρχές Ιουλίου), που είναι πολύ λίγο ευαίσθητα στα φυτοφάρμακα. Με σκοπό τον καθορισμό της επικαιρότητας για επέμβαση, μπορεί να συλλέγονται 4 φύλλα κατά δέντρα από το 10% των δέντρων.
Λεκάνιο
(Saissetia oleae) Είδος πολυφάγο και βλαβερό σε πολλά φυτά, μεταξύ των οποίων η ελιά και τα εσπεριδοειδή και η χαρουπιά.
Αναγνωρίζεται εύκολα από το καστανομαυριδερό χρώμα των ενήλικων θηλυκών του και από το τυπικό σκάλισμα που διακρίνεται στη ράχη του. Στο δικό μας περιβάλλον έχει συνήθως μια μόνο γενεά το χρόνο, ξεχειμωνιάζοντας κυρίως στο στάδιο προνύμφης 2ης και 3ης ηλικίας. Τα ενήλικα θηλυκά παρουσιάζονται κανονικά τον Απρίλιο και από τα αυγά τους βγαίνουν, ανάμεσα Μαίου και Ιουλίου, οι νεαρές προνύμφες που μετακινούνται στα φύλλα.
Η καταπολέμηση μπορεί να γίνει προχωρημένο καλοκαίρι, όταν τελειώσει η εκκόλαψη όλων των αυγών και παρουσία προνυμφών 1ης και 2ης ηλικίας. 'Αλλη κατάλληλη περίοδος για εκτέλεση καταπολέμησής τους είναι η χειμερινή.
Ο προσδιορισμός του κατάλληλου χρόνου επέμβασης μπορεί να γίνει ως εξής: κόβονται 4 κλαδάκια των 10 εκ. κατά δέντρο από το 10% του συνόλου των δέντρων και μετριούνται όλες οι μορφές του εντόμου που βρίσκονται και στις δύο επιφάνειες των φύλλων και επί των κλαδιών. Τα δεδομένα αυτά θα συσχετισθούν προς τη μονάδα επιφάνειας για τα φύλλα και προς τη μονάδα μήκους για τα κλαδιά. Για να αποφασισθεί η καλοκαιρινή επέμβαση λαμβάνεται σαν όριο η παρουσία ενός θηλυκού ενήλικου ανά 10 εκ. κλαδιού ή 2 - 5 προνυμφών κατά φύλλο. Για το χειμερινό ψεκασμό το όριο αυτό πέφτει στις 1 - 2 προνύμφες κατά φύλλο. Μεταξύ των συνιοτώμενων φαρμάκων, θυμίζουμε τους ορυκτελαιοπολτούς (Θερινούς πάντοτε), μόνους ή εν-ισχυμένους με οργανοφωσφορικά (Μαλαθείο, Παραθείο, Ουλτρασίντ, Ντούρσμπαν κλπ.). Μπορούν ακόμη να χρησιμοποιηθούν μόνο οργανοφωσφορικά (ιδίως τα δύο τελευταία), προπαντός επί δέντρων ευαίσθητων στα ορυκτέλαια και στη θερινή περίοδο. Δεν συνίστάται η χρήση καρβαμιδικών, τόσο για την ακαρεοευνόίκή δράση τους, όσο και για τις αρνητικές επιπτώσεις τους επί της ωφέλιμης εντομοπανίδας.[1]