Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Γκουάβα φυτό"
Γραμμή 62: | Γραμμή 62: | ||
==Βιβλιογραφία== | ==Βιβλιογραφία== | ||
<references> | <references> | ||
− | <ref name="Γκουάβα φυτό"> Ειδική δενδροκομία Τόμος V "Τροπικά φυτά", Ποντίκη Κων/νου, Καθηγητή Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών</ref> | + | <ref name="Γκουάβα φυτό"> Ειδική δενδροκομία Τόμος V "Τροπικά φυτά", Ποντίκη Κων/νου, Καθηγητή Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Εκδόσεις Σταμούλη, 2001</ref> |
<ref name="Majundar"> Majundar, P.K. and S.K. Mukherjee, Aneuploidy in guava. Nucleus 14: 119-131. 1971</ref> | <ref name="Majundar"> Majundar, P.K. and S.K. Mukherjee, Aneuploidy in guava. Nucleus 14: 119-131. 1971</ref> | ||
<ref name="Majundar P.K."> Majundar, P.K. and S.k. Mukherjee, Aneuploidy in guava (Psidium guajava L.) Mechanism of variation in chromosome number. Cytologia 37: 541-542.</ref> | <ref name="Majundar P.K."> Majundar, P.K. and S.k. Mukherjee, Aneuploidy in guava (Psidium guajava L.) Mechanism of variation in chromosome number. Cytologia 37: 541-542.</ref> |
Αναθεώρηση της 11:13, 21 Απριλίου 2015
Περιεχόμενα
Γενικά στοιχεία
Η γκουάβα κατάγεται από την τροπική Αμερική και καλλιεργείται ευρέως στην Ινδία, Χαβάη και Φλόριδα των ΗΠΑ, Νότια Αφρική, Βραζιλία, Αϊτή, Κούβα, Γουϊάνα, Φιλιππίνες και τη Νέα Ζηλανδία. Στην Ελλάδα καλλιεργείται σε περιορισμένη έκταση. Ο καρπός της τρώγεται ως νωπός, αλλά χρησιμοποιείται και για την παρασκευή μαρμελάδας, ζελέ, χυμού και άλλων παρόμοιων προϊόντων. Είναι πλούσιος σε βιταμίνη C της οποίας η περιεκτικότητα κυμαίνεται από 10-2000mg/100gr καρπού, ανάλογα με την ποικιλία, τις περιβαλλοντικές συνθήκες και την καλλιεργητική τεχνική.[1]
Βοτανικά χαρακτηριστικά
Η γκουάβα ανήκει στην οικογένεια Myrtaceae και το επιστημονικό της όνομα είναι Psidium guajava L. Είναι δέντρο αειθαλές, μικρού μεγέθους και επιπολαιόριζο. Συχνά σχηματίζει παραφυάδες στη βάση του κορμού. Τα φύλλα (μήκους 10-15cm) είναι αντίθετα, ωοειδή, μαλακά και ανοικτοπράσινου χρωματισμού. Τα άνθη είναι ερμαφρόδιτα (διαμέτρου 2.5 cm), φέρονται σε τρέχουσα βλάστηση ανά ένα ή υπό μορφή ταξιανθίας (2 ή 3) και έχουν πολλούς στήμονες. Ο καρπός είναι ράγα, με σχήμα σφαιρικό ή αχλαδόμορφο. Ο φλοιός έχει χρώμα πρασινοκίτρινο. Η σάρκα είναι μαλακή, χρώματος λευκού ή κίτρινου, ή ρόζ, ή κόκκινου, ή σωμόν, γλυκιά ή υπόξινη, αρωματική και με πολλούς μικρούς κιτρινωπούς σπόρους. (Menzel, 1985)[2]
Κλιματικές συνθήκες
Η γκουάβα ανέχεται μια ευρεία ποικιλία κλιμάτων, που δεν σημειώνονται παγετοί. Ως κατάλληλη θερμοκρασία θεωρείται εκείνη που βρίσκεται μεταξύ 230C-280C. Σε θερμοκρασίες κάτω από 80C υφίσταται σοβαρές ζημιές. Η βροχόπτωση πρέπει να κυμαίνεται από 1000 - 2000mm το χρόνο, ομοιόμορφα κατανεμημένη καθ' όλη τη διάρκεια του χρόνου.[1]
Εδαφικές συνθήκες
Η γκουάβα αναπτύσσεται και καρποφορεί ικανοποιητικά σε ευρεία ποικιλία εδαφών, από τα αμμώδη μέχρι αργιλώδη. Θεωρείται αρκετά ανεκτική στα αλατούχα εδάφη. Το pH του εδάφους πρέπει να είναι από 4.5-8.2. Σε καλά εδάφη και με τη σωστή καλλιεργητική φροντίδα τα δέντρα μπαίνουν νωρίς σε καρποφορία και είναι πολύ παραγωγικά. Τα εδάφη πρέπει να αποστραγγίζουν καλά.[1]
Επικονίαση - Γονιμοποίηση
Πολλές ποικιλίες της γκουάβας είναι αυτογόνιμες, αλλά υπάρχουν και κάποιες που είναι αυτόστειρες. Η αυτοστειρότητα των ποικιλιών, για την εξασφάλιση ικανοποιητικής παραγωγής, αντιμετωπίζεται με την συγκαλλιέργεια δυό ή τριών ποικιλιών, που να συνανθούν, και να είναι και συμβιβαστές. Η μεταφορά της γύρης γίνεται με τα έντομα και ιδιαίτερα με τις μέλισσες.[1]
Πολλαπλασιασμός
Οι ποικιλίες της γκουάβα, των οποίων οι καρποί προορίζονται για βιομηχανική επεξεργασία, πολλαπλασιάζονται με σπόρο, γιατί το 70% των σποροφύτων διατηρούν τα γενικά χαρακτηριστικά του μητρικού φυτού. Οι φρέσκοι σπόροι φυτρώνουν σε ποσοστό 90%, σε χρονικό διάστημα 2 εβδομάδων, όταν στρωματωθούν σε απολυμασμένο υπόστρωμα με θερμοκρασία 300C. Οι σπόροι διατηρούν τη βλαστικότητα τους για ένα χρόνο στους 80C υπό χαμηλή σχετική υγρασία. Τα σπορόφυτα είναι έτοιμα για μεταφύτευση μετά από 6 μήνες, όταν έχουν ύψος 30cm περίπου. Οι δε ποικιλίες, των οποίων οι καρποί προορίζονται για επιτραπέζια χρήση, πολλαπλασιάζονται αγενώς με εμβολιασμό (εγκεντρισμός, ενοφθαλμισμός) των επιθυμητών ποικιλιών επί σποροφύτων υποκειμένων ή με φυλλοφόρα μοσχεύματα βλαστών ή μοσχεύματα ριζών ή και μεριστωματικά. (Soule, 1976, Shigeura and Bullock, 1983, Pontikis, 1996)
Ποικιλίες
Οι ποικιλίες της γκουάβα είναι διπλοειδείς (2n=22), αλλά υπάρχουν και τριπλοειδείς (3n=33), που παράγουν άσπερμους καρπούς. Οι σπουδαιότερες καλλιεργούμενες ποικιλίες είναι οι Banaras, Chittidar, Vietnamese Pear, Smooth Green, Alahabad, Nagpur Seedless, Safeda, Supreme, Red Indian και Ruby.[1]
Ασθένειες
Εχθροί
Τα είδη του γένους Psidium χρησιμοποιούνται ως τροφή από ορισμένα Λεπιδόπτερα, όπως την Erinnyis ello, Eupseudosoma aberrans, Snowy Eupseudosoma (E. involutum) και Hypercompe icasia. Τα είδη της μηλογκουάβας προσβάλλονται από ζιζάνια αλλά και από το βακτήριο Erwinia psidii. Εχθροί των φυτών είναι επίσης πολλά θηλαστικά και πτηνά. Στο γεγονός αυτό οφείλεται και η διάδοση του φυτού, καθώς τα ζώα συνήθως τρώνε τον καρπό και σκορπούν στη γη τους σπόρους με τις κουτσουλιές τους.[3]
Σχετικές σελίδες
Βιβλιογραφία
- ↑ 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 Ειδική δενδροκομία Τόμος V "Τροπικά φυτά", Ποντίκη Κων/νου, Καθηγητή Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Εκδόσεις Σταμούλη, 2001
- ↑ Menzel, C.M., Guava: an exotic fruit with potential in Queensland, Queensl. Agric. J., 111: 93-98.
- ↑ Εχθροί Γκουάβα.
- ↑ Majundar, P.K. and S.K. Mukherjee, Aneuploidy in guava. Nucleus 14: 119-131. 1971
- ↑ Majundar, P.K. and S.k. Mukherjee, Aneuploidy in guava (Psidium guajava L.) Mechanism of variation in chromosome number. Cytologia 37: 541-542.
- ↑ , Pontikis, C.A., Psidium guajava L. (Guava). Biotechnology in Agriculture and Forestry, Vol. 35, Trees IV (ed. By Y.P.S. Bajaj), Springer-Verlag Berlin Heidelberg, 1996.
- ↑ Shigeura, G.T. and R.M. Bullock , Guava (Psidium guajava L.) in Hawaii-history and production. HR. College of Tropical Agriculture and Human Resources, University Hawaii, Honolulu, USA, 1983.
- ↑ Soule, J., Principles of Tropical Fruit Culture. Dep. of Fruit Crops, Inst. of Food and Agric. Sci., University of Florida, HSC 632-633, pp 143K., 1996