T. monococcum L. (Μονόκκοκο σιτάρι)

Από GAIApedia
Αναθεώρηση της 09:52, 21 Ιουλίου 2015 υπό τον K kaponi (Συζήτηση | συνεισφορές)

(διαφορά) ←Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεώτερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Αυτή η ποικιλία [1] χαρακτηρίζεται από στάχυ με πολύ στενή την πλευρά του, σε βαθμό που να μοιάζει με δίστοιχο κριθάρι. Το σιτάρι αυτό φέρει άγανα, έχει εύθραυστη ράχη και συνήθως σχηματίζει ένα καρπό/σταχύδιο που δεν αποχωρίζεται εύκολα από τα λεπυρίδια. Τα φυτά έχουν ωχροπράσινο χρώμα και αδελφώνουν έντονα. Έχει ποικιλίες χειμωνιάτικες και ανοιξιάτικες. Είναι το οψιμότερο από όλα τα σιτάρια, αλλά έχει αντοχή στο ψύχος και τις σκωριάσεις και μπορεί να καλλιεργείται σε εδάφη φτωχά και άγονα (αμμώδη, βραχώδη κ.λπ.) όπου τα άλλα σιτάρια αποτυγχάνουν. Αναφέρονται τρεις βοτανικές ποικιλίες, οι vulgare, flavescens και Hornemanni. Στην ποικιλία vulgare ανήκει ο τύπος "Καπλουτζάς" που καλλιεργούνταν στη Θράκη και την περιοχή της Κατερίνης.

Καλλιεργούνταν στην Ευρώπη και τη Μ. Ασία από τους προϊστορικούς χρόνους. Σήμερα καλλιεργείται σποραδικά σε ορεινές περιοχές της Γιουγκοσλαβίας, Μ.Ασίας, Γεωργίας και Ν. Αφρικής για κτηνοτροφή ή ανθρώπινη κατανάλωση.



Βιβλιογραφία

  1. "Τα σιτηρά των εύκρατων κλιμάτων", Ανδρέας Ι. Καραμάνος, Καθηγητής της Γεωργίας στην Ανωτάτη Γεωπονική Σχολή Αθηνών.