Καλλιέργεια μίσχανθου
Περιεχόμενα
Προετοιμασία εδάφους
Με δεδομένο ότι η καλλιέργεια του μίσχανθου μπορεί να παραμείνει στον αγρό για τουλάχιστον 15 χρόνια, απαιτείται πολύ καλή προετοιμασία του αγρού εγκατάστασης. Η κατεργασία του εδάφους περιλαμβάνει σε πρώτη φάση την καταπολέμηση των πολυετών ζιζανίων με την εφαρμογή ενός ψεκασμού με ένα μη-εκλεκτικό ζιζανιοκτόνο, κατά το φθινόπωρο πριν τη φύτευση. Στη συνέχεια, κατά τα μέσα Ιανουαρίου, ακολουθεί κανονικό όργωμα ενώ σε συμπιεσμένα εδάφη θα πρέπει να προηγηθεί υπεδαφοκαλλιεργητής. Την άνοιξη, και πριν την φύτευση, απαιτείται κατάλληλη κατεργασία με επιφανειακό σβάρνισμα και ψιλοχωμάτισμα, πρακτική που συμβάλλει στην ανάπτυξη πλούσιου ριζικού συστήματος, στην εξασφάλιση καλής επαφής της ρίζας με το έδαφος, στη βελτίωση του αερισμού του εδάφους και στην καταπολέμηση τυχόν ζιζανίων.[1]
Φύτευση
Συνήθης εποχή φύτευσης είναι οι μήνες Απρίλιος και Μάιος. Το βάθος φύτευσης των τεμαχισμένων ριζωμάτων, ο αριθμός των οποίων κυμαίνεται από 1000-3000 στο στρέμμα, είναι 4-6cm και το ποσοστό των ριζωμάτων που αναπτύσσονται σε φυτά υπερβαίνει το 80%. Συνήθεις αποστάσεις φύτευσης είναι 0,8-1m μεταξύ των γραμμών και 0,7-1m επί της γραμμής. Στην περίπτωση χρήσης φυτών ανεπτυγμένων σε φυτώριο, το ύψος τους πρέπει να είναι μεγαλύτερο των 30cm και το ριζικό τους σύστημα να είναι καλά ανεπτυγμένο. Για την φύτευση των ριζωμάτων μπορεί να χρησιμοποιηθούν μηχανές φύτευσης πατάτας, οι οποίες εξασφαλίζουν την τοποθέτηση των ριζωμάτων στο κατάλληλο βάθος. Τα ριζώματα φυτεύονται επίσης σε ζεύγη σειρών που απέχουν μεταξύ τους 0,75m, με απόσταση 1,75m μεταξύ των ζευγών. Υπάρχουν τέλος και ειδικά κατασκευασμένες αυτόματες φυτευτικές μηχανές 2 ή 4 γραμμών.[1]
Καταπολέμηση ζιζανίων
Η καταπολέμηση ζιζανίων είναι ιδιαίτερα σημαντική κατά την περίοδο εγκατάστασης και τα πρώτα 2 έτη της καλλιέργειας. Μετά την περίοδο αυτή, η ζιζανιοκτονία είναι δευτερεύουσας σημασίας καθώς ο μίσχανθος ως πολυετές, υψηλόκορμο φυτό παρουσιάζει μεγάλη ανταγωνιστικότητα ενώ παράλληλα το επιφανειακό στρώμα που δημιουργείται από την πτώση των φύλλων του φυτού κατά τη διάρκεια ωρίμανσης συμβάλλει επίσης στον αποτελεσματικό έλεγχο των ζιζανίων. Η εφαρμογή ζιζανιοκτόνων, όπως πχ. οι σουλφονιλουρίες και οι ατραζίνες, καταπολεμά επιτυχώς τα πλατύφυλλα ζιζάνια. Θα πρέπει να αποφεύγεται η χρήση ζιζανιοκτόνων όταν το ύψος της καλλιέργειας είναι μεγαλύτερο του 1m.[1]
Άρδευση
Παρά το γεγονός ότι και με σχετικά χαμηλή διαθέσιμη εδαφική υγρασία ο μίσχανθος παράγει ικανοποιητικά, η άρδευση αποτελεί ένα από τους βασικότερους παράγοντες για την επίτευξη υψηλών αποδόσεων. Οι απαιτήσεις σε άρδευση μπορεί να φθάσουν και τα 700m3/στρέμμα. Σε κάθε περίπτωση, η εξασφάλιση αποτελεσματικής εγκατάστασης και ανάπτυξης της καλλιέργειας τον 1o χρόνο απαιτεί επαρκή άρδευση.[1]
Λίπανση
Οι απαιτήσεις της καλλιέργειας σε λίπανση είναι σχετικά χαμηλές λόγω της αποτελεσματικής απορρόφησης και αξιοποίησης θρεπτικών στοιχείων από το έδαφος, καθώς και της ικανότητας μεταφοράς, κατά την διάρκεια της ωρίμανσης, στοιχείων αυτών στα ριζώματα. Με τον τρόπο αυτό, δεν απομακρύνεται σημαντική ποσότητα θρεπτικών στοιχείων από το έδαφος κατά τη συγκομιδή. Η εξασφάλιση ωστόσο υψηλών αποδόσεων και η διατήρηση γονιμότητας του εδάφους, απαιτεί την προσθήκη αζώτου, φωσφόρου και καλίου σε ποσότητα τουλάχιστον 5, 2 και 2 kg/στρ, αντίστοιχα. Όσον αφορά σε μεγιστοποίηση των αποδόσεων, σύμφωνα με πολλά πειραματικά δεδομένα, η αντίδραση του μίσχανθου σε αζωτούχο λίπανση μηδενίζεται μετά τα 15kg/στρ. Κατάλληλος χρόνος εφαρμογής της είναι η άνοιξη, πριν τη νέα περίοδο ανάπτυξης του φυτού.[1]
Συγκομιδή
Αν και η απόδοση βιομάζας μεγιστοποιείται κατά το τέλος του φθινοπώρου (μέχρι και 2-3 τον/στρ ξηρού βάρους), η συγκομιδή γίνεται συνηθέστερα το Φεβρουάριο-Μάρτιο με απώλειες σε βάρος βιομάζας. Αυτές οι απώλειες όμως είναι ανεκτές επειδή αναβαθμίζεται δραστικά η ενεργειακή απόδοση και αξία της βιομάζας: η περιεκτικότητά της σε υγρασία μειώνεται μέχρι στο 15%-30% και έτσι καθίσταται ευχερέστερος ο χειρισμός της ενώ παράλληλα δεν απαιτείται σημαντική περαιτέρω ξήρανση. Ταυτόχρονα, μειώνεται η περιεκτικότητα σε τέφρα και ανόργανα συστατικά όπως το κάλιο και το χλώριο που μπορεί να δημιουργήσουν προβλήματα κατά την διαδικασία αξιοποίησής του ως στερεό βιοκαύσιμο. Ο μίσχανθος μπορεί να συγκομισθεί με την μορφή ψιλοτεμαχισμένου υλικού, μπάλας, δεματιών ή συσσωματωμάτων (pellets) ανάλογα με την μηχανή συγκομιδής που χρησιμοποιείται και την κατεργασία του συγκομιζόμενου υλικού.
Όταν το προϊόν προορίζεται για παραγωγή ενέργειας, η συγκομιδή πραγματοποιείται με μηχανές που δεματοποιούν το προϊόν σε μπάλες 250-600kg με πυκνότητα ξηρής μάζας 120-160kg/m3. Για τη συγκομιδή σε δέματα θα πρέπει να έχει προηγηθεί θερισμός και αποξήρανση, γεγονός που αυξάνει τις απώλειες και το κόστος συγκομιδής. Για την επιλογή του τύπου του μηχανήματος συγκομιδής πρέπει να ληφθεί υπόψη η πιθανότητα συμπίεσης του εδάφους που δύναται να αποφέρει καταστροφή των ριζωμάτων του φυτού.[1]