Καρπουζιά
Περιεχόμενα
Γενικά στοιχεία
Η καρπουζιά, Citrullus lanatus, ανήκει επίσης στην οικογένεια των κολοκυνθοειδών ή διαφορετικά στην οικογένεια Cucurbitacee. Προέρχεται από την νότια και την ανατολική Αφρική. Τα μεγάλα καρπούζια με κόκκινη σάρκα και σπόρια παρουσιάζουν τον μεγαλύτερο όγκο πωλήσεων. Παράγονται επίσης καρπούζια με κίτρινη σάρκα και χωρίς σπόρια αλλά ο σπόρος για τις ποικιλίες που είναι προς το παρόν διαθέσιμες είναι πιο ακριβός. Η καλλιέργεια μπορεί να είναι δυσκολότερη και η απόδοση μικρότερη σε σχέση με τις συμβατικές ποικιλίες. Οι κίτρινοι και άσποροι τύποι έχουν ένα συνεχώς αυξανόμενο μερίδιο στην εξειδικευμένη αγορά καρπουζιού. Υπολογίζεται ότι σήμερα οι άσπορες κίτρινες και κόκκινες ποικιλίες, οι οποίες ούτε καν υπήρχαν πριν δέκα χρόνια, αντιπροσωπεύουν περίπου το 5% της αγοράς και θα αυξήσουν σημαντικά το μερίδιο τους στην αγορά στο προσεχές μέλλον. Στις περιοχές της Πελοποννήσου και Δυτικής Στερεάς Ελλάδας καλλιεργείται εκταταμένα η καρπουζιά.[1]
Βοτανικά χαρακτηριστικά
Είναι φυτό ετήσιο, έρπον με σχετικά βαθύ ριζικό σύστημα. Οι βλαστοί είναι μακριοί μέχρι 2-4m, διακλαδιζόμενοι, γωνιώδεις σε αντίθεση με τους κυλινδρικούς της πεπονιάς. Τα φύλλα διαιρούνται σε 3-4 λοβούς και αυτοί πάλι σε μικρότερες εγκολπώσεις, ώστε το φύλλο τελικά να φαίνεται "σχισμένο". Τα άνθη φέρονται στις μασχάλες των φύλλων στους κόμβους των βλαστών. Το φυτό είναι μόνοικο - δίοικο ή ανδρομόνοικο σε μερικές ποικιλίες, δηλ. είτε φέρει χωριστά αρσενικά και θηλυκά άνθη πάνω στο ίδιο φυτό ή φέρει αρσενικά και ερμαφρόδιτα άνθη. Το χρώμα των άνθεων είναι κιτρινοπράσινο,. Το άνθος φέρεει κάλυκα με 5 σέπαλα, στεφάνη με 5 πέταλα και 3-4 στήμονες. Η σταυρογονιμοποίηση επιτυγχάνεται κυρίως με τις μέλισσες, αλλά και με άλλα έντομα. Τα θηλυκά ή αρρενοθήλεα άνθη βρίσκονται σε βλαστό ανώτερης τάξης και σε θέσεις πιο απομακρυσμένες από τη βάση του φυτού, ενώ τα αρσενικά άνθη βρίσκονται σε βλαστούς μικρότερης τάξης και πιο χαμηλά στον κεντρικό βλαστό και εμφανίζονται πιο νωρίς πάνω στο φυτό. Το αρσενικό άνθος φέρει λεπτό, σχετικά μικρό μίσχο, ενώ το θηλυκό φέρει εξογκωμένη ωοθήκη και σχετικά μακρύ και δυνατό μίσχο. Ο καρπός είναι ράγα ή πέπων, σφαιροειδής ή επιμήκης, ωοειδής ή κυλινδρικός, με χονδρό αλλά εύθραυστο φλοιό και με βάρος το οποίο μπορεί να κυμαίνεται από 2-12 ή και περισσότερα κιλά. Το εξωκάρπιο είναι λείο με χρωματισμό ομοιόμορφο πράσινο βαθύ, πράσινο ανοιχτό ή ταινιωτό. Ο καρπός της καρπουζιάς διαφέρει από τα άλλα κολοκυνθώδη, γιατί δεν έχει κενό χώρο εσωτερικά, καθώς αυτός καταλαμβάνεται από τον πλακούντα (μέσα στον οποίο βρίσκονται τα σπέρματα) που αποτελεί και το βρώσιμο τμήμα του καρπού. Η σάρκα είναι βαθύ ρόζ ή κόκκινη κατά την ωρίμανση. Σήμερα κυκλοφορούν και ποικιλίες με κίτρινη σάρκα. Τα σπέρματα είναι μαύρα ή ανοικτότερου χρώματος, ομοιογενή ή στικτά, πεπλατυσμένου ή ελλειψοειδούς σχήματος. Άσπερμοι καρποί αποκτούνται είτε με τη χρήση ορμονών ή με εκφυλισμό του εμβρίου σε τριπλοειδή άτομα.[2]
Κλιματικές συνθήκες
Η καρπουζιά είναι φυτό θερμής εποχής και απαιτεί μια περίοδο 4 μηνών χωρίς ψύχος. Η κατώτερη θερμοκρασία εδάφους για φύτρωμα είναι 21oC και η ιδανική θερμοκρασία εδάφους για το φύτρωμα είναι 24 - 30oC. Η καρπουζιά δεν παράγει καρπούς χαμηλής περιεκτικότητας σε σάκχαρα όταν αρδεύονται συχνά, πράγμα που συμβαίνει στη πεπονιά. Μπορεί να ανεχτεί περισσότερη υγρασία αλλά μπορεί να παρουσιάσει έλλειψη ασβεστίου που μπορεί να οφείλεται είτε στην υγρασία είτε λόγω πραγματικής έλλειψης του ασβεστίου. Υπάρχουν αναφορές ότι το υπερβολικό άζωτο μπορεί να μειώσει την περιεκτικότητα σε σάκχαρα.[1]
Εδαφικές συνθήκες
Η καρπουζιά είναι ένα φυτό που αποδίδει καλύτερα σε εδάφη γόνιμα, βαθιά, καλά αποστραγγιζόμενα. Για πρώιμη καλλιέργεια, θα πρέπει να προτιμώνται τα ελαφρά αμμώδη εδάφη. Χρειάζεται πολλή προσοχή στα παθογόνα εδάφους και ιδίως στη φουζαρίωση. Όταν καλλιεργούνται ποικιλίες που δεν είναι ανθεκτικές θα πρέπει ή να εφαρμόζεται αμειψισπορά, καλλιέργεια μία φορά στα 4-6 χρόνια, ή να γίνεται εμβολιασμός σε ανθεκτικά υποκείμενα ή πριν τη φύτευση να πραγματοποιείται απολύμανση, αν και εφόσον είναι οικονομικά και τεχνικά εφικτή.[2]
Πολλαπλασιασμός
Ο πολλαπλασιασμός της καρπουζιάς μπορεί να επιτευχθεί είτε με το σπόρο είτε με μοσχεύματα. Η φύτευση γίνεται συνήθως με το χέρι σε υπερυψωμένες κλίνες που λέγονται λόφοι, ή μηχανικά σε αυλάκι σποράς. Η φύτευση πρέπει να γίνεται όταν το έδαφος είναι υγρό.
Απ' ευθείας σπορά Ο σπόρος του καρπουζιού φυτρώνει σε θερμοκρασίες μεταξύ 20-35oC. Η σπορά πρέπει να καθυστερείται ώσπου να περάσει ο κίνδυνος παγετού. Όταν γίνει νωρίτερα, πολλοί παραγωγοί συμπληρώνουν την πρώτη σπορά με μια δεύτερη 7-10 μέρες αργότερα δεδομένου ότι κάποιοι σπόροι θα χαθούν από το ψύχος. Αυτή είναι μια δαπανηρή μέθοδος όταν χρησιμοποιούνται υβρίδια και δεν αντισταθμίζεται με τα έσοδα από τα πρώιμα καρπούζια.
Μοσχεύματα Τα μοσχεύματα χρησιμοποιούνται συχνότερα επειδή ο σπόρος κοστίζει πολύ. Όταν επιδιώκεται πρώιμη παραγωγή, ο παραγωγός μπορεί να χρησιμοποιήσει μοσχεύματα, οπότε αρχίζει την παραγωγή 2-3 εβδομάδες νωρίτερα σε σχέση με τους παραγωγούς που χρησιμοποιούν σπόρο. Υπάρχουν διάφορες φροντίδες κατά την χρησιμοποίηση μοσχευμάτων. Όταν χρησιμοποιούνται μοσχεύματα είναι σημαντικό να επιβεβαιωθεί ότι το πολλαπλασιαστικό υλικό είναι σε ηλικία μικρότερο των 7 εβδομάδων. Η επιτυχία εξαρτάται από τέσσερις παράγοντες: εμπορικός σπόρος απαλλαγμένος από ζιζάνια, έντομα και ασθένειες, επάρκεια νερού και θερμοκρασίας, επάρκεια φωτισμού υψηλής ποιότητας και 3-4 μέρες περίοδος σκλήρυνσης. Ένας επιπρόσθετος παράγοντας είναι ότι τα καρπούζια παθαίνουν μεταφυτευτικό σοκ και δεν πρέπει να διαταράσσονται. Γι’ αυτό το λόγο τα μοσχεύματα θα πρέπει να μεταφέρονται στους αγρούς στις ίδιες κλούβες μέσα στις οποίες αναπτύσσονται και οι οποίες πρέπει να είναι αρκετά μεγάλες ώστε να μην περιορίζεται το ριζικό σύστημα.[3]
Επικονίαση
Η καρπουζιά παράγει ξεχωριστά αρσενικά και θηλυκά άνθη στον ίδιο βλαστό. Ένα θηλυκό άνθος μπορεί εύκολα να αναγνωριστεί από τη διόγκωση στη βάση του, η οποία μοιάζει με ένα μικροσκοπικό καρπούζι. Κανονικά το θηλυκό άνθος πρέπει να συναντάται κάθε επτά με δέκα γόνατα. Γι’ αυτό το λόγο τα φυτά παράγουν περίπου δεκαπλάσια αρσενικά άνθη σε σχέση με τα θηλυκά. Επικονίαση είναι η μεταφορά της γύρης από το αρσενικό άνθος στο θηλυκό. Η γύρη πρέπει να μεταφέρεται από άνθος σε άνθος με τα έντομα-επικονιαστές, κυρίως με τις μέλισσες. Για κατάλληλη επικονίαση ένα θηλυκό άνθος πρέπει να δεχτεί πάνω από 8 επισκέψεις μελισσών. Αν δεν τοποθετηθεί αρκετή γύρη σε κάθε θηλυκό άνθος, η καρπουζιά είτε δεν θα παράγει καρπούς, είτε θα είναι κακοσχηματισμένοι και πιθανώς θα αφαιρεθούν κατά τη συγκομιδή. Και οι δυο αυτές περιπτώσεις καταλήγουν σε μείωση της σοδειάς και της ποιότητας. Τα θηλυκά φυτά που δεν δένουν κανονικά χάνουν το πράσινο χρώμα τους, συρρικνώνονται, συχνά γίνονται μαύρα και τελικά αποβάλλονται (αποχωρίζονται από το μίσχο). Οι μέλισσες επισκέπτονται τα καρπούζια κυρίως το πρωί, μια με δύο ώρες μετά την ανατολή του ήλιου μόλις τα άνθη ανοίγουν. Οι επισκέψεις συνεχίζονται μέχρι το απόγευμα ανάλογα με τη θερμοκρασία και τις υπόλοιπες καιρικές συνθήκες. Τα μέσα του μεσημεριού είναι συνήθως η περίοδος που οι μέλισσες έχουν τη μέγιστη δραστηριότητα, εντούτοις συννεφιασμένος, βροχερός καιρός ή άκαιρο ψύχος συνήθως περιορίζουν την δραστηριότητα των μελισσών. Τα χαρακτηριστικά άνθη του καρπουζιού ανοίγουν μόνο για μια μέρα και πρέπει να επικονιαστούν αποτελεσματικά αυτή τη μέρα για να επιτευχθεί μια καλή σοδειά. Τα άνθη της καρπουζιάς δεν είναι ελκυστικά προς τις μέλισσες. Γι’ αυτό το λόγο τα ανθισμένα ζιζάνια ή τα άλλα φυτά μπορούν ανταγωνιστούν τα καρπούζια. Όπου είναι δυνατόν πρέπει να καταστρέφονται ζιζάνια τα οποία μπορεί να ανθίζουν συγχρόνως με τα φυτά του καρπουζιού. [3]
Γονιμοποίηση
Μετά την επικονίαση και τη βλάστηση του γυρεοσωλήνα χρειάζεται να περάσουν περίπου 24-36 ώρες για να φθάσει ο γυρεοσωλήνας μέχρι την ωοθήκη και να γονιμοποίησει τα ωάρια. Μόνο γονιμοποιημένα άνθη μπορούν να δώσουν φυσιολογικούς καρπούς. Το φυτό σταυρογονιμοποιείται.[2]
Ποικιλίες
Η πιο διαδεδομένη ποικιλία στην χώρα μας λόγω των άριστων οργανοληπτικών χαρακτηριστικών της καθώς και για την άψογη συμπεριφορά κατά τη μεταφορά είναι η Crimson sweet. Επιπλέον είναι και πολύ ανθεκτική στην ανθράκωση. Αναλυτικά, οι σημαντικότερες ποικιλίες της καρπουζιάς, αναγράφονται στον σύνδεσμο που ακολουθεί:
Ασθένειες
Η καρπουζιά είναι ένα φυτό ιδιάιτερα ευαίσθητο σε ασθένειες που προκαλούνται από μύκητες, ιούς, βακτήρια. Ασθένειες, όπως το φουζάριο, η αλτενάρια, η βερτισιλλίωση, το ωΐδιο, ο περονόσπορος, δημιουργούν σημαντικά προβλήματα στην καλλιέργεια της καρπουζιάς, όπως το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με την περίπτωση της πεπονιάς που προσβάλλεται από τις ίδιες ασθένειες. Στον σύνδεσμο που ακολουθεί, αναλύονται εκτεταμένα όλες οι ασθένειες που εμφανίζονται στην καρπουζιά, ενώ παράλληλα, αναλύονται και οι τρόποι αντιμετώπισής τους.
Εχθροί
Η καρπουζιά προσβάλλεται από σοβαρούς εχθρούς με κυριότερους τον τετράνυχο και τον κομβονηματώδη. Οι κυριότεροι εχθροί που προσβάλλουν την καλλιέργεια της καρπουζιάς και της πεπονιάς, καθώς και οι τρόποι καταπολέμησής τους αναφέρονται στον παρακάτω σύνδεσμο:
Εχθροί καρπουζιάς[7],[8], [9], [10], [11], [12], [13], [14]
Πληροφοριακά στοιχεία
Ευδοκιμεί στις περιοχές
|
Σχετικές σελίδες
Βιβλιογραφία
- ↑ 1,0 1,1 Μορφολογία καρπουζιού
- ↑ 2,0 2,1 2,2 Η τεχνική της καλλιέργειας των κηπευτικών στα θερμοκήπια, του Χρήστου Ολύμπιου, Καθηγητή Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήνα 2001.
- ↑ 3,0 3,1 Ανάπτυξη και εξέλιξη καρπουζιού
- ↑ Ποικιλίες πεπονιάς
- ↑ Ποικιλίες πεπονιάς2
- ↑ Ασθένειες πεπονιάς και τρόποι αντιμετώπισής του, πτυχιακή εργασία της φοιτήτριας Κοκκινάκη Ζαχαρένιας, Ηράκλειο 2009.
- ↑ Κομβονηματώδεις στο πεπόνι
- ↑ Ηλέμεια στο καρπούζι
- ↑ Χρύσωπας στο καρπούζι
- ↑ Πυραλίδα στο καρπούζι
- ↑ Μελίγκρα στο καρπούζι
- ↑ Θρίπες στο καρπούζι
- ↑ Τετράνυχος στο καρπούζι
- ↑ Αλευρώδης στο καρπούζι