Ασθένειες σόγιας

Από GAIApedia
Αναθεώρηση της 08:57, 26 Σεπτεμβρίου 2013 υπό τον K kaponi (Συζήτηση | συνεισφορές)

(διαφορά) ←Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεώτερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Κερκόσπορα

Προσβολή φύλλου σόγιας από Κερκόσπορα

Η ασθένεια που οφείλεται στο μύκητα Cercospora sojina, ονομάζεται "μάτι του βατράχου" λόγω των ιδιόμορφων κηλίδων που σχηματίζονται κυρίως στα φύλλα, μπορεί όμως να προσβάλλει αργοτερα το στέλεχος, τους λοβούς και τους σπόρους. Οι κηλίδες έχουν μέγεθος 1-6mm και όταν ενωθούν πολλές μαζί τα φύλλα ξηραίνονται και πέφτουν πρόωρα. Η Κερκόσπορα (Cercospora sojina) αντιμετωπίζεται με τη χρήση ανθεκτικών ποικιλιών και ψεκασμούς με μυκητοκτόνα.






Σκωρίαση σόγιας

Προσβεβλημένα φύλλα σόγιας από σκωρίαση

Η σκωρίαση της σόγιας οφείλεται στον μύκητα Phakospora. Ορισμένα τμήματα των φύλλων της σόγιας μολύνονται από τον μύκητα Phakospora (σκωρίαση σόγιας) και αλλάζουν χρώμα από πράσινο σε κίτρινο, αυτό συμβαίνει επειδή η χλωροφύλλη έχει καταστραφεί. Ο μύκητας προσβάλλει τα κύτταρα διαπερνώντας τα τοιχώματα και χρησιμοποιώντας το περιεχόμενό τους και τα θρεπτικά συστατικά ως τροφή για την ανάπτυξή τους.





Βακτηρίωση της σόγιας

Η ασθένεια αυτή της σόγιας, που προκαλείται απ' το βακτήριο Pseudomonas syringae pv. glycinea προκαλέι κηλίδωση στα φύλλα, στις κοτυληδόνες, στους μίσχους, στα στελέχη και στους λοβούς, με συνέπεια, σε μεγάλη προσβολή, την καταστροφή τους και σημαντική μείωση των αποδόσεων. Τις αρχικές και κύριες εστίες του βακτηρίου αποτελεί ο μολυσμένος σπόρος, από τον οποίο μολύνεται το σπορόφυτο. Επίσης εστίες μόλυνσης αποτελούν και τα διαχειμάζοντα φυτικά υπολείμματα.

Η ασθένεια αυτή αντιμετωπίζεται με τη χρήση ανθεκτικών ποικιλιών και υγιούς σπόρου, αμειψισπορά με σιτηρά, εκρίζωση και καταστροφή ασθενών φυτών, αποφυγή τεχνητής βροχής και πότισμα με αυλάκια, τέλος με ψεκασμούς με χαλκούχα σκευάσματα ή με αντιβιοτικά φάρμακα.





Μωσαϊκό της σόγιας

Προσβολή σπερμάτων από τον ιό του Μωσαϊκού της σόγιας

Είναι ο πιο διαδεδομένος ιός της σόγιας παγκοσμίως ο οποίος εμφανίστηκε και στη χώρα μας. Στον αγρό η μετάδοση του ιού γίνεται με τις αφίδες. Μπορεί όμως να μεταδοθεί και με το μολυσμένο σπόρο, ο οποίος αποτελεί τη σπουδαιότερη πηγή μόλυνσης. Οι περισσότερες ποικιλίες εμφανίζουν ένα παροδικό αποχρωματισμό των νεύρων με ελαφρό καρούλιασμα ή παραμορφωτικό μωσαϊκό στα νεαρά φύλλα. Τα φυτά έχουν περιορισμένη ανάπτυξη, παράγουν λίγους λοβούς, συχνά παραμορφωμένους με λίγους ή καθόλου σπόρους, μικρού μεγέθους και με μειωμένη εμπορική αξία λόγω ποικιλοχλώρωσης του περισπερμίου. Τα συμπτώματα είναι εντονότερα στις σχετικά χαμηλές θερμοκρασίες (18-20oC) παρά στις υψηλές (27-30oC).

Για την αντιμετώπιση της ασθένειας συνιστώνται κυρίως η χρησιμοποίηση υγιούς σπόρου και η καταπολέμηση των αφίδων-φορέων. Γίνεται παγκοσμίως σημαντική βελτιωτική προσπάθεια για τη δημιουργία ποικιλιών που να παρουσιάζουν ανθεκτικότητα στον ιό.





Περονόσπορος της σόγιας

Τον Αύγουστο του 2012 διαπιστώθηκε για πρώτη φορά στη χώρα μας εκτεταμένη προσβολή καλλιεργειών σόγιας από τον ωομύκητα Peronospora manshurica Sydow, που προκαλεί την ασθένεια "Περονόσπορος της σόγιας". Ο περονόσπορος της σόγιας είναι η πλέον κοινή και διαδεδομένη ασθένεια της σόγιας στις χώρες όπου αυτή καλλιεργείται συστηματικά.

Στην άνω επιφάνεια των φύλλων των προσβεβλημένων φυτών παρατηρήθηκαν αρχικά μικρές (2-8mm), γωνιώδεις κηλίδες κιτρινοπράσινου χρώματος οι οποίες περιορίζονταν από τις δευτερεύουσες νευρώσεις του ελάσματος των φύλλων. Στην κάτω επιφάνεια του ελάσματος και στις αντίστοιχες θέσεις των κηλίδων υπήρχαν εξανθήσεις γκρίζου χρώματος που αποτελούνταν από τις καρποφορίες του παθογόνου. Με την πάροδο του χρόνου οι κηλίδες αυξάνονταν σε μέγεθος και αποκτούσαν σταδιακά σκούρο καστανό, νεκρωτικό κέντρο που περιβάλλονταν από κιτρινοπράσινη άλω. Σε τελικό στάδιο τα προσβεβλημένα φύλλα εμφανίζονταν χλωρωτικά με πολυάριθμες νεκρωτικές κηλίδες.

Ο ωομύκητας Peronospora manshurica είναι υποχρεωτικό παράσιτο, προσβάλλει τα φύλλα, τους λοβούς και τους σπόρους της σόγιας και αναπτύσσεται εντός των φυτικών ιστών από τους οποίους τρέφεται με τη βοήθεια μυζητήρων. Συνήθως οι προσβεβλημένοι λοβοί δεν εμφανίζουν εξωτερικά συμπτώματα προσβολής. Το εσωτερικό όμως τοίχωμα των λοβών καθώς και οι σπόροι καλύπτονται από υπόλευκη, σκληρή μυκηλιακή μάζα που περιέχει πολυάριθμα ωοσπόρια του παθογόνου. Οι προσβεβλημένοι σπόροι συνήθως εμφανίζουν ρωγμές στο περίβλημά τους, έχουν μειωμένη βλαστικότητα και μικρότερο μέγεθος σε σχέση με τους υγιείς. Το παθογόνο επιβιώνει με τη μορφή παχύτοιχου μυκηλίου και ωοσπορίων στα υπολείμματα της καλλιέργειας και στο περίβλημα των σπόρων. Τα ωοσπόρια του μύκητα μπορούν να επιβιώσουν στους σπόρους της σόγιας έως και 8 χρόνια. Σύμφωνα με τους Roongrlangsree et al, ο Peronospora manshurica μπορεί επίσης να επιβιώσει με τη μορφή λεπτότοιχου μυκηλίου και στο εσωτερικό του περιβλήματος των σπόρων σόγιας. Από τους μολυσμένους σπόρους, ιδιαίτερα όταν κατά τη σπορά επικρατούν θερμοκρασίες 18-20oC, το παθογόνο μολύνει διασυστηματικά τα εκπτυσσόμενα φυτάρια, προκαλώντας καθυστερημένη ανάπτυξη φυτών και κηλίδωση φύλλων. Τα έντονα προσβεβλημένα φυτά μπορεί να μην επιβιώσουν έως το τε΄λος της βλαστικής περιόδου. Η εμφάνιση και περαιτέρω εξέλιξη της ασθένειας ευνοείται από συνθήκες υψηλής υγρασίας (90-100%) και θερμοκρασίες 20-24%. Τα μολύσματα του παθογόνου (σποριάγγεια) παράγονται σε μεγάλο εύρος θερμοκρασιών (10-30%) και συμβάλλουν αποτελεσματικά στην επιδημική ανάπτυξη της ασθένειας στον αγρό. Παράγονται στην κάτω επιφάνεια των προσβεβλημένων φύλλων και διασπείρονται με τη βοήθεια του ανέμου. Το παθογόνο παράγει συνήθως 4-6 γενιές κονιδίων κατά τη διάρκεια της καλλιεργητικής περιόδου με αποτέλεσμα, όταν επικρατούν ευνοϊκές περιβαλλοντικές συνθήκες, η εξάπλωση της ασθένειας να είναι ταχεία, ιδιαίτερα σε περιοχές με εντατική καλλιέργεια σόγιας.

Η αθσένεια έχει σοβαρές άμεσες επιπτώσεις στην παραγωγή. Οι απώλειες στην παραγωγή κυμαίνονται από 25-40%, ιδιαίτερα όταν επικρατούν ευνοϊκές για την ασθένεια περιβαλλοντικές συνθήκες. Η ασθένεια προκαλεί επίσης μείωση της βλαστικότητας των σπόρων κατά 30% και του βάρους των παραγόμενων σπόρων κατά 5-50%.

Για την αντιμετώπιση της ασθένειας συνιστάται η επικάλυψη του σπόρου με μυκητοκτόνα, η εφαρμογή προληπτικών ψεκασμών των φυτών με φυτοπροστατευτικά προϊόντα, καθώς και η λήψη καλλιεργητικών μέτρων (π.χ. αμειψισπορά, βαθύ παράχωμα των υπολειμμάτων της καλλιέργειας, κ.ά.), που σκοπό έχουν τη μείωση των πηγών των πρωτογενών μολυσμάτων του παθογόνου.