Ευδεμίδα αμπέλου
Μορφολογία
Το ακμαίο έχει μήκος 7-8 mm και άνοιγμα πτερύγων 12-15 mm. Οι πρόσθιες πτέρυγες είναι τεφροκίτρινες με χαρακτηριστικές σκούρες κηλίδες και στίγματα ενώ το βασικό μέρος των πτερύγων αυτών είναι καστανοπράσινο. Από τη μέση της πρόσθιας παρυφής τους ξεκινάει μια σκοτεινή εγκάρσια ζώνη που στενεύει προς τα πίσω και κάμπτεται προς την κορυφή της πτέρυγας. Οι οπίσθιες πτέρυγες είναι τεφρές, ανοικτότερες στο βασικό τους μέρος, χωρίς κηλίδες. Οι κνήμες έχουν μακριά αγκάθια στις άκρες και ανοιχτόχρωμες .
Το αυγό είναι σχεδόν κυκλικό, διαστάσεων περίπου 0,65-0,8 mm ενώ η επιφάνεια του σε μεγέθυνση φαίνεται σχεδόν λεία. Αρχικά έχει κίτρινο χρώμα ενώ αργότερα ανοικτότεφρο ιριδίζον. Η προνύμφη σε πλήρη ανάπτυξη έχει μήκος 10-12 mm και μπορεί να είναι κιτρινοπράσινη ή καστανοπράσινη. Η κεφαλή της είναι κιτρινοπράσινη και η προθωρακική πλάκα καστανωπή. Η προνύμφη είναι ζωηρή και ευκίνητη. Τέλος, η χρυσαλλίδα (pupa) έχει μήκος 4,7-6.7 mm, είναι σκοτεινοκάστανη με λευκό βομβύκιο.
Ξενιστές
Η ευδεμίδα προσβάλλει κυρίως την ευρωπαϊκή άμπελο. Σύμφωνα με τον Bovey (1966), η ευδεμίδα είναι ένα πολυφάγο έντομο αφού η προνύμφη μπορεί να αναπτυχθεί σε ορισμένα φυτά άλλων οικογενειών. Όμως, πιθανότατα σε αυτά τα φυτά να μην μπορεί να συμπληρώσει και τις τρεις γενεές που εμφανίζει στην άμπελο.
Βιολογία - συμπτώματα
Στην Ελλάδα έχει 3 γενεές αλλά παρατηρείται και 4η γενεά στα νοτιότερα σημεία τηςχώρας. Τέλος Αυγούστου, με αρχές Σεπτεμβρίου εμφανίζονται τα ακμαία της 4ης γενεάς που ωοτοκούν στην όψιμη παραγωγή. Η ευδεμίδα διαχειμάζει με την μορφή της νύμφης μέσα σε λευκό βομβύκιο, κάτω από τους ξερούς φλοιούς των πρέμνων, σε άλλα φυσικά καταφύγια ακόμα και μέσα στο έδαφος σε μικρό βάθος. Τον Απρίλιο και τον Μάιο εμφανίζονται τα ενήλικα της γενεάς που διαχείμασε, τα οποία ωοτοκούν πάνω στα κλειστά άνθη και κυρίως στους ποδίσκους και στα βράκτια, όταν οι ταξιανθίες της αμπέλου βρίσκονται σε έκπτυξη ή έχουν εκπτυχθεί αλλά τα άνθη είναι ακόμα κλειστά. Στην περίπτωση που οι ταξιανθίες δεν έχουν εκπτυχθεί ακόμα, η ωοτοκία γίνεται πάνω στα νεαρά φύλλα καιστο φλοιό των νεαρών βλαστών. Η πρώτη γενεά είναι ανθοφάγος αφού η προνύμφη ανοίγοντας μια μικρή οπή εισέρχεται στο κλειστό άνθος και αρχίζει να τρέφεται από τους στήμονες και τον ύπερο. Με τον ίδιο τρόπο προσβάλλει και τα γειτονικά άνθη και τα συνδέει με μετάξινα νήματα. Αφού ολοκληρώσει την ανάπτυξή της νυμφώνεται μέσα σε βομβύκιο, στην προσβεβλημένη ταξιανθία ή κάτω από ξερούς φλοιούς του πρέμνου ή ακόμα και στο έδαφος. Τα ενήλικά της 1ης γενεάς ωοτοκούν στις μικρές άγουρες ράγες, στους ποδίσκους ή στους άξονες των βοτρύων. Οι προνύμφες της 2ης και της 3ης γενεάς είναι καρποφάγες, αφού εισέρχονται στις άγουρες ράγες από τα σημεία επαφής τους με γειτονικές ράγες, φύλλα και βλαστούς. Συχνά συνδέουν τις ράγες με μετάξινα νήματα και νυμφώνονται μέσα σε αυτές, σε άλλα καταφύγια ή κάτω από ξερούς φλοιούς. Τα ενήλικα της 2ης γενεάς ωοτοκούν στους βότρυς και οι προνύμφες προσβάλλουν τις ράγες που τότε έχουν το τελικό τους μέγεθος. Όταν συμπληρώσουν την ανάπτυξή τους υφαίνουν το βομβύκιο και διαχειμάζουν σε προφυλαγμένα μέρη.
Ζημιές
Η ευδεμίδα προκαλεί σοβαρές ζημιές στους βότρυς κυρίως στους πυκνόρραγους αλλά και σε κληματαριές. Εκτός από την καταστροφή των ραγών και την ρύπανσή τους από τα αποχωρήματα των προνυμφών, προκαλούνται σήψεις από μύκητες αλλά και από τους μικροοργανισμούς που εγκαθίστανται στις τραυματισμένες ράγες και στην συνέχεια επεκτείνονται και στις υγιείς ράγες. Οι προσβολές από τον μύκητα Botrytis cinerea, που προκαλεί την φαιά σήψη είναι συχνό επακόλουθο της προσβολής από την ευδεμίδα, αφού οι στοές που δημιουργούν οι προνύμφες βοηθούν στην είσοδο και την επέκταση του μύκητα.
Καταπολέμηση
Για την επιτυχή καταπολέμηση της ευδεμίδας οι επεμβάσεις θα πρέπει να γίνονται την κατάλληλη χρονική στιγμή. Γι’ αυτό το λόγο χρησιμοποιούνται παγίδες φερομόνης ώστε να προσδιοριστεί η εμφάνιση των ακμαίων στους αμπελώνες. Παράλληλα γίνονται παρατηρήσεις όσον αφορά την εξέλιξη των ανθοταξιών και γίνεται δειγματοληψία ταξιανθιών και σταφυλιών για τον προσδιορισμό του χρόνου εναπόθεσης αυγών και την ανάπτυξη των καρποφάγων γενεών. Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά συντάσσονται τα δελτία γεωργικών προειδοποιήσεων βάσει των οποίων γίνεται η καταπολέμηση του εντόμου από τους παραγωγούς.
Η καταπολέμηση του εντόμου γίνεται συνήθως με συνθετικά εντομοκτόνα και λιγότερο με μικροβιακά, τα οποία είναι εκλεκτικά. Τα μικροβιακά (σκευάσματα του Bacillus thuringiensis) δεν είναι επικίνδυνα για τον άνθρωπο και δεν βλάπτουν τα εντομοφάγα έντομα και ακαρεοφάγα ακάρεα. Όμως η αποτελεσματικότητα τους δεν είναι ικανοποιητική για την προστασία των επιτραπέζιων ποικιλιών από τις καρποφάγες προνύμφες. Έτσι, χρησιμοποιούνται περισσότερο στις οινοποιήσιμες ποικιλίες.
Ως κατάλληλα εντομοκτόνα αναφέρονται τα:
- chlorpyrifos
- fenitrothion
- endosulfan
- carbaryl.
Συνιστάται η εφαρμογή των εντομοκτόνων στα εξής στάδια:
- Λίγο πριν την άνθηση
- Λίγο μετά την γονιμοποίηση
- Όταν οι ράγες έχουν το μέγεθος μπιζελιού
- Στην αλλαγή χρώματος των ραγών.